13.8 C
Chania
Sunday, December 7, 2025

Ο αναχρονισμός του Θεσμού των Κοινοτήτων στην Κύπρο και η Ευρωπαϊκή Προοπτική

Ημερομηνία:

Των Απόστολου Λουλουδάκη – Σωκράτη Αργύρη

Η Κύπρος, περισσότερο από μισό αιώνα μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και δύο δεκαετίες μετά την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2004), παραμένει ένα από τα πιο σύνθετα άλυτα ζητήματα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Το βόρειο τμήμα του νησιού εξακολουθεί να βρίσκεται υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, ενώ οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονται υπό την αιγίδα του ΟΗΕ έχουν επανειλημμένα καταλήξει σε αδιέξοδο. Το κύριο εμπόδιο στην εξεύρεση λύσης είναι η εμμονή σε θεσμικά σχήματα που βασίζονται στον εθνοτικό διαχωρισμό. Η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, που αποτέλεσε τον άξονα όλων σχεδόν των σχεδίων επίλυσης –από το Σχέδιο Ανάν το 2004 έως τη Διάσκεψη του Κραν Μοντανά το 2017– όχι μόνο δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ενός ενιαίου κράτους, αλλά ενίσχυσε τον θεσμό του διαχωρισμού των πολιτών σε «κοινότητες».

Σήμερα, η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθιστά τον θεσμό αυτό αναχρονιστικό και νομικά προβληματικό.

Η ΕΕ οικοδομείται πάνω σε αρχές ισότητας, μη διάκρισης και σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων (άρθρο 2 Συνθήκη  ΕΕ, άρθρα 20–21 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων τηςΕυρωπαϊκής Ένωσης). Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο (ΔΕΕ), όπως στην υπόθεση Mangold (C-144/04, 2005) του, έχει ήδη διασαφηνίσει ότι η γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων δεσμεύει όλα τα κράτη-μέλη.

Συνεπώς, η διατήρηση κοινοτικών διακρίσεων στην Κύπρο δεν συνιστά μόνο πολιτική και κοινωνική παθογένεια, αλλά και νομική πρόκληση που έρχεται σε αντίθεση με το ενωσιακό δίκαιο.

Το Σύνταγμα του 1960 υπήρξε προϊόν δύσκολων συμβιβασμών μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων και των δύο κυπριακών κοινοτήτων. Προέβλεπε ένα σύστημα όπου οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι αναγνωρίζονταν ως χωριστές συνιστώσες της πολιτείας. Οι κορυφαίες θέσεις του κράτους μοιράστηκαν βάσει εθνοτικής ταυτότητας (Πρόεδρος Έλληνας, Αντιπρόεδρος Τούρκος), ενώ καθιερώθηκαν χωριστές εκλογές, κοινοτικά βέτο και υποχρεωτικές πλειοψηφίες. Αντί να δημιουργηθεί μια κοινή πολιτική ταυτότητα, θεσμοθετήθηκε η εθνοτική διαφοροποίηση.

Στην πράξη, αυτό το πλαίσιο αποδείχθηκε δυσλειτουργικό. Τα γεγονότα του 1963–1964, με την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τα κρατικά όργανα και την εμφάνιση παράλληλων διοικητικών δομών, κατέδειξαν τα εγγενή ελαττώματα του συντάγματος. Η κρίση οδήγησε σε συγκρούσεις και επιδείνωσε την καχυποψία, ενισχύοντας την αντίληψη ότι οι δύο κοινότητες είναι ασύμβατες στο πλαίσιο ενός ενιαίου κράτους. Έτσι, ο θεσμός των κοινοτήτων δεν λειτούργησε ως εγγύηση συνύπαρξης αλλά ως εργαλείο διαχωρισμού.

Ο Donald L. Horowitz (1985) έχει τεκμηριώσει ότι τα συστήματα θεσμοθετημένων εθνοτικών βέτο οδηγούν σε πολιτική ακινησία και κίνδυνο εμφύλιων συγκρούσεων. Ο Arend Lijphart (1977), παρότι υπερασπιστής της συναινετικής δημοκρατίας σε πολυεθνοτικές κοινωνίες, αναγνώρισε ότι τέτοιες λύσεις έχουν περιορισμένη διάρκεια: είναι ενδεχομένως χρήσιμες στη φάση μετάβασης, αλλά μακροπρόθεσμα δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από όσα λύνουν. Η κυπριακή περίπτωση το επιβεβαιώνει.

Η κοινοτική διάρθρωση έχει ως αποτέλεσμα οι πολίτες να αντιμετωπίζονται όχι ως άτομα με ισότιμα δικαιώματα, αλλά ως μέλη εθνοτικών ομάδων. Η πολιτική ισότητα των πολιτών αντικαθίσταται από θεσμική ισότητα των κοινοτήτων. Στην πράξη, αυτό δημιουργεί τρεις σοβαρές παθογένειες:

Πρώτον, οδηγεί σε πολιτική παράλυση, καθώς οι μηχανισμοί βέτο εμποδίζουν τη λήψη αποφάσεων. Δεύτερον, ενισχύει την κοινωνική απομόνωση, αφού οι πολίτες παραμένουν εγκλωβισμένοι σε χωριστά εκπαιδευτικά, πολιτιστικά και πολιτικά πλαίσια. Τρίτον, προκαλεί αδυναμία οικοδόμησης ενιαίας κρατικής ταυτότητας, αφού οι πολίτες δεν συναντώνται σε κοινό δημόσιο χώρο, αλλά διαχωρίζονται μόνιμα.

Ο Will Kymlicka (1995) υποστηρίζει ότι η αναγνώριση πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων μπορεί να είναι συμβατή με τη φιλελεύθερη δημοκρατία, εφόσον γίνεται στο πλαίσιο ενός συστήματος καθολικής ισότητας. Στην Κύπρο, όμως, η προστασία της διαφορετικότητας έχει μετατραπεί σε θεσμοθετημένη διάκριση. Το αποτέλεσμα δεν είναι η συνύπαρξη αλλά η διχοτόμηση.

Η εμπειρία άλλων κρατών δείχνει ότι τα συστήματα εθνοτικού διαχωρισμού είναι βραχυπρόθεσμα εύθραυστα και μακροπρόθεσμα αναποτελεσματικά.

Στον Λίβανο, το ομολογιακό σύστημα που κατανέμει τις κορυφαίες πολιτειακές θέσεις ανά θρησκευτική ομάδα (Πρόεδρος Χριστιανός, Πρωθυπουργός Μουσουλμάνος Σουνίτης, Πρόεδρος Βουλής Σιίτης) οδήγησε σε παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο και μέχρι σήμερα δημιουργεί χρόνια πολιτική αστάθεια.

Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η Συμφωνία του Dayton (1995) κατοχύρωσε μια δομή με τρεις εθνοτικές συνιστώσες, χωριστή εκπροσώπηση και μηχανισμούς βέτο. Το αποτέλεσμα είναι μια πολιτεία με περιορισμένη κυριαρχία, αδυναμία λήψης αποφάσεων και εξάρτηση από διεθνείς επιτηρητές.

Αντιθέτως, η Ελβετία και το Βέλγιο προσφέρουν παραδείγματα πιο λειτουργικών μοντέλων, όπου η πολυγλωσσία και η πολιτισμική ποικιλομορφία αναγνωρίζονται θεσμικά, χωρίς όμως να εγκλωβίζουν τους πολίτες σε αυστηρές κατηγορίες. Στην Ελβετία, η συναινετική δημοκρατία βασίζεται στη συνεργασία κομμάτων και καντονιών, ενώ στο Βέλγιο, παρά τις εντάσεις, οι θεσμοί εξακολουθούν να λειτουργούν στη βάση της ομοσπονδιακής ισότητας.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το παράδειγμα της Φινλανδίας, όπου η σουηδόφωνη μειονότητα απολαμβάνει εκτεταμένα γλωσσικά και πολιτισμικά δικαιώματα, αλλά στο πλαίσιο ενός ενιαίου κράτους. Το φινλανδικό σύνταγμα προβλέπει την ισότητα όλων των πολιτών και ειδικές εγγυήσεις για την εκπαίδευση και τη χρήση της γλώσσας, χωρίς να δημιουργεί χωριστή πολιτειακή υπόσταση. Αυτό δείχνει ότι είναι εφικτό να προστατευθεί μια μειονότητα χωρίς να υπονομευθεί η κρατική ενότητα.

Η σύγκριση καθιστά σαφές ότι το κυπριακό κοινοτικό σύστημα είναι αναχρονιστικό: επαναλαμβάνει τις αποτυχίες του Λιβάνου και της Βοσνίας, ενώ αγνοεί τα θετικά παραδείγματα της Ελβετίας, του Βελγίου και της Φινλανδίας, όπου η πολυπολιτισμικότητα δεν συνεπάγεται θεσμοθετημένο διαχωρισμό.

Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 προσέδωσε νέα διάσταση στο ζήτημα της κοινοτικής διάρθρωσης. Η ΕΕ στηρίζεται σε θεμελιώδεις αρχές που αποκλείουν την εθνοτική κατηγοριοποίηση των πολιτών. Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (άρθρο 21) απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω φυλής, εθνοτικής καταγωγής ή γλώσσας, ενώ η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ έχει κατ’ επανάληψη επιβεβαιώσει ότι η αρχή της ισότητας αποτελεί γενικό κανόνα με άμεση εφαρμογή.

Στην υπόθεση Grzelczyk (C-184/99, 2001), το ΔΕΕ υπογράμμισε ότι «η ιθαγένεια της Ένωσης προορίζεται να είναι το θεμελιώδες καθεστώς των υπηκόων των κρατών-μελών». Αυτό σημαίνει ότι ο πολίτης δεν πρέπει να ταυτίζεται με εθνοτική ή κοινοτική κατηγορία, αλλά να απολαμβάνει αδιακρίτως όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο.

Η κυπριακή κοινοτική δομή βρίσκεται σε προφανή αντίθεση με αυτήν τη θεμελιώδη αρχή. Η κατηγοριοποίηση των πολιτών σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους δεν είναι ζήτημα ελεύθερης ταυτότητας αλλά συνταγματική επιταγή. Αυτό δημιουργεί μια παραδοξότητα: ενώ σε όλα τα κράτη-μέλη οι πολίτες της Ένωσης θεωρούνται ίσοι, στην Κύπρο παραμένουν εγκλωβισμένοι σε νομικές κατηγορίες που αντιβαίνουν στην έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας.

Ο Neil MacCormick (1999) και ο Neil Walker (2002) έχουν αναλύσει την έννοια της «μετα-κυριαρχίας» στην ΕΕ, όπου η παραδοσιακή εθνική κυριαρχία υποκαθίσταται από ένα πολυεπίπεδο συνταγματικό πλαίσιο. Στην περίπτωση της Κύπρου, το πολυεπίπεδο αυτό πλαίσιο καθιστά ακόμη πιο εμφανή τον αναχρονισμό του κοινοτικού θεσμού: το ενωσιακό δίκαιο απαιτεί υπέρβαση της εθνοτικής διάκρισης, την ώρα που το κυπριακό Σύνταγμα την αναπαράγει.

Η εμμονή στη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, όπως προτείνεται στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, σημαίνει διαιώνιση του διαχωρισμού. Αντί να επιδιωχθεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο βασισμένο στην ατομική ισότητα, η λύση ανακυκλώνει τις παθογένειες του παρελθόντος. Αυτό συνιστά όχι μόνο πολιτική αδυναμία, αλλά και θεσμική οπισθοδρόμηση σε σχέση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να αναλάβει τον ρόλο εγγυητή σε μια λύση που θα προβλέπει συνταγματική αναγνώριση εθνοτικών κατηγοριών. Όπως παρατηρεί ο Habermas (2012), η ευρωπαϊκή ταυτότητα οικοδομείται πάνω στην «συνταγματική πατριωτική» αρχή, δηλαδή στον σεβασμό των κοινών θεσμών και αξιών, και όχι σε εθνοτικά κριτήρια. Η Κύπρος, για να ενσωματωθεί πλήρως στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη, χρειάζεται να υπερβεί τον αναχρονισμό των κοινοτήτων και να θεμελιώσει την πολιτειακή της δομή σε ατομικά δικαιώματα.

Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 υπήρξε ιστορικό ορόσημο, αλλά συνοδεύτηκε από μια ιδιομορφία. Το Πρωτόκολλο 10 της Συνθήκης Προσχώρησης προβλέπει ότι η εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου «αναστέλλεται» στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, όπου η Δημοκρατία δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο. Η αναστολή αυτή ισχύει μέχρι την επίτευξη συνολικής πολιτικής λύσης, με αποτέλεσμα οι Τουρκοκύπριοι – αν και πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατ’ επέκταση της ΕΕ – να ζουν σε έδαφος όπου δεν εφαρμόζεται το ενωσιακό δίκαιο.

Για να αποφευχθεί η πλήρης απομόνωση, η ΕΕ θέσπισε δύο καίριους κανονισμούς. Ο πρώτος είναι ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 866/2004, γνωστός ως Κανονισμός της Πράσινης Γραμμής. Είναι κανονισμός του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με ένα ειδικό καθεστώς που προβλέπεται από το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου 10 της Πράξης Προσχώρησης (Act of Accession) — αφορά δηλαδή ειδική ρύθμιση που συνδέεται με το ζήτημα της Κύπρου.   [Ο Κανονισμός έχει τροποποιηθεί αρκετές φορές με μεταγενέστερους κανονισμούς (για παράδειγμα, Κανονισμοί 293/2005, 601/2005, 1283/2005, 587/2008, 685/2013, και Κανονισμός (ΕU) 2015/1472) για να προσαρμοστεί η εφαρμογή του και να επεκταθεί η λίστα των σημείων διέλευσης.]

Ορίζει τους όρους διακίνησης προσώπων και αγαθών μέσω της γραμμής αντιπαράθεσης. Οι Τουρκοκύπριοι μπορούν να μετακινούνται χρησιμοποιώντας ταυτότητα ή διαβατήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ αγαθά που παράγονται στο βορρά επιτρέπεται να διακινηθούν προς το νότο ή την υπόλοιπη ΕΕ μόνο αν πληρούν τα ευρωπαϊκά πρότυπα και συνοδεύονται από τα απαραίτητα πιστοποιητικά. Η ρύθμιση αυτή διευκολύνει τις καθημερινές επαφές και ένα περιορισμένο διακοινοτικό εμπόριο, χωρίς να συνεπάγεται οποιαδήποτε μορφή αναγνώρισης του κατοχικού καθεστώτος. Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εφαρμογή του Κανονισμού (π.χ. COM(2023) 415 final), οι ροές αγαθών παραμένουν περιορισμένες, ενώ το διακοινοτικό εμπόριο συναντά εμπόδια κυρίως λόγω τεχνικών και διοικητικών διαφορών στα πρότυπα πιστοποίησης.

Ο δεύτερος, εξίσου κρίσιμος, είναι ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 389/2006, αφορά τη δημιουργία ενός εργαλείου χρηματοδοτικής ενίσχυσης για την οικονομική ανάπτυξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας (Turkish Cypriot community) και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΚ) 2667/2000 σχετικά με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ανασυγκρότησης. Ο κανονισμός αυτός αποτέλεσε το εργαλείο μέσω του οποίου η ΕΕ δεσμεύτηκε να βοηθήσει το βόρειο τμήμα να προσεγγίσει σταδιακά το κεκτημένο. Από το 2006 μέχρι σήμερα έχουν διατεθεί πάνω από 650 εκατομμύρια ευρώ σε προγράμματα που καλύπτουν τρεις βασικούς άξονες:

1. Υποδομές και περιβάλλον: έργα αναβάθμισης υδάτινων πόρων, βελτίωσης του συστήματος διαχείρισης απορριμμάτων, ενεργειακές αναβαθμίσεις και προετοιμασία του ηλεκτρικού δικτύου για διασύνδεση με το νότο.

2. Εκπαίδευση και ανθρώπινο κεφάλαιο: υποτροφίες για νέους Τουρκοκύπριους σε πανεπιστήμια κρατών-μελών, προγράμματα εκμάθησης γλωσσών, ενίσχυση επαγγελματικής κατάρτισης και εναρμόνιση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα εκπαίδευσης.

3. Κοινωνία των πολιτών και διακοινοτική συνεργασία: χρηματοδότηση ΜΚΟ, πολιτιστικών πρωτοβουλιών και δικοινοτικών δράσεων που ενθαρρύνουν την επαφή και τη συνεργασία ανάμεσα στις δύο κοινότητες.

Στην Ετήσια Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2023 σχετικά με την εφαρμογή του Κανονισμού 389/2006, επισημαίνεται ότι η απορρόφηση των πόρων από την τουρκοκυπριακή κοινότητα συναντά σημαντικές προκλήσεις. Η έλλειψη αναγνωρισμένων αρχών στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, δηλαδή η απουσία νομιμοποιημένων εκπροσώπων που η ΕΕ θεωρεί ως αρμόδιες αρχές, δυσχεραίνει την υλοποίηση των έργων. Ως αποτέλεσμα, η ΕΕ αναγκάζεται σε ορισμένες περιπτώσεις να διαχειρίζεται τα προγράμματα μέσω διεθνών ή μη κυβερνητικών οργανισμών, όπως το UNDP, ή να προχωρά σε απευθείας διαχείριση (indirect management), γεγονός που προκαλεί καθυστερήσεις και αυξάνει τα διοικητικά βάρη. Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι τοπικοί φορείς της τουρκοκυπριακής κοινότητας εμφανίζουν περιορισμένη διοικητική και θεσμική ικανότητα, γεγονός που επηρεάζει την ταχύτητα και την αποδοτικότητα της υλοποίησης των δράσεων.

Παρά τις προκλήσεις αυτές, δεν μπορεί να συναχθεί ότι τα προγράμματα δεν υλοποιούνται καθόλου. Υπάρχουν επιτυχείς παρεμβάσεις, όπως έργα υποδομής, προγράμματα υποτροφιών, υπηρεσίες προς τους πολίτες και δράσεις αγροτικής ανάπτυξης. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα διαφέρει σημαντικά ανά έργο, καθώς ορισμένα προχωρούν σχετικά ομαλά, ενώ άλλα αντιμετωπίζουν καθυστερήσεις ή δυσκολίες στη μεταφορά της νομοθεσίας (acquis) στις περιοχές όπου η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο. Οι καθυστερήσεις αυτές δεν οφείλονται αποκλειστικά στην έλλειψη αναγνωρισμένων αρχών, αλλά και σε τεχνικές και διοικητικές λεπτομέρειες, όπως η επαλήθευση της ιδιοκτησίας γης, η χορήγηση αδειών και η διασφάλιση της συμμόρφωσης με τα πρότυπα της ΕΕ. Συνολικά, η κατάσταση αντικατοπτρίζει τη σύνθετη φύση της εφαρμογής πολιτικών της ΕΕ σε περιοχές με περιορισμένη διοικητική υποδομή και ειδικές πολιτικές συνθήκες.

Η καθημερινή ζωή των Τουρκοκυπρίων αποκαλύπτει την ιδιομορφία της κατάστασης. Ως πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας δικαιούνται διαβατήρια και ταυτότητες που αναγνωρίζονται σε όλη την ΕΕ. Έτσι, χιλιάδες Τουρκοκύπριοι ταξιδεύουν και εργάζονται στο εξωτερικό με πλήρη δικαιώματα Ευρωπαίου πολίτη. Αντίθετα, τα «διαβατήρια» που εκδίδονται από τις κατοχικές αρχές έχουν ισχύ μόνο στην Τουρκία και δεν αναγνωρίζονται διεθνώς. Αυτό αναγκάζει τους περισσότερους Τουρκοκύπριους να καταφεύγουν στα νόμιμα έγγραφα της Κυπριακής Δημοκρατίας, γεγονός που ενισχύει έμμεσα τη σύνδεσή τους με το ενωσιακό πλαίσιο.

Η κατάσταση αυτή αναδεικνύει μια δομική αντίφαση: ενώ το ευρωπαϊκό κεκτημένο αναστέλλεται στο βόρειο τμήμα, οι κάτοικοί του συμμετέχουν de facto στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη μέσω της ιδιότητας του πολίτη της ΕΕ. Οι δύο κανονισμοί υπήρξαν αναγκαίες μεταβατικές λύσεις, αλλά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη συνολική επίλυση του πολιτικού προβλήματος. Αντίθετα, πρέπει να θεωρηθούν βάσεις για μια μελλοντική διαδικασία διαπραγματεύσεων, η οποία θα έχει ως στόχο την πλήρη εφαρμογή του κεκτημένου σε ολόκληρη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να σχεδιαστεί σε τρία στάδια:

(α) ενίσχυση της εναρμόνισης του βορρά σε τομείς όπως το περιβάλλον και η υγεία,

(β) συστηματική προετοιμασία διοικητικών δομών για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, και

(γ) θεσμοθετημένη συμμετοχή εκπροσώπων της τουρκοκυπριακής κοινότητας, υπό την αιγίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Με αυτόν τον τρόπο, η ΕΕ θα ξεπεράσει την παθητική αναστολή και θα αναλάβει ενεργό ρόλο στην επανένωση του νομικού και θεσμικού χώρου της Κύπρου.

Μια νέα συνταγματική αρχιτεκτονική για την Κύπρο δεν μπορεί να αγνοεί την ιστορική μνήμη και τις ευαισθησίες των δύο κοινοτήτων. Μπορεί όμως να συνδυάσει την προστασία της πολιτισμικής ταυτότητας με την ισότητα όλων των πολιτών. Το παράδειγμα της Φινλανδίας δείχνει ότι είναι δυνατό να θεσμοθετηθούν ισχυρές εγγυήσεις για μια μειονότητα (πλήρη γλωσσικά δικαιώματα, αυτονομία στην εκπαίδευση, πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες στη μητρική γλώσσα) χωρίς να δημιουργείται χωριστό πολιτειακό status.

Η νέα συνταγματική αρχιτεκτονική της Κύπρου θα μπορούσε να θεμελιωθεί σε μηχανισμούς που συνδυάζουν την προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων με την ατομική ισότητα και την αποτελεσματική διακυβέρνηση. Καταρχάς, η δημιουργία μειονοτικών συμβουλίων χωρίς δικαίωμα βέτο θα επέτρεπε στις κοινότητες να εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους σε ζητήματα εκπαίδευσης, πολιτισμού και γλώσσας, χωρίς να παραλύει η διαδικασία λήψης αποφάσεων για το σύνολο της πολιτείας. Παράλληλα, η συγκρότηση μιας ισχυρής, ανεξάρτητης αρχής ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εγγυητής της ισότητας όλων των πολιτών, παρέχοντας νομική και θεσμική προστασία απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή διακριτικής μεταχείρισης. Επιπλέον, η εισαγωγή μηχανισμών συμμετοχικής δημοκρατίας, όπως συστήματα δημόσιων διαβουλεύσεων, πολυεπίπεδα φόρα διαλόγου και συμβουλευτικές επιτροπές με αναλογική εκπροσώπηση, θα ενίσχυε την αίσθηση κοινού ανήκειν και θα προωθούσε την ενεργό συμμετοχή όλων των πολιτών στη λήψη αποφάσεων. Συνδυάζοντας αυτούς τους θεσμούς, η Κύπρος θα μπορούσε να μεταβεί από ένα καθεστώς εθνοτικής κατηγοριοποίησης σε μια «κοινοπολιτεία πολιτών», όπου οι πολιτικές διαδικασίες διασφαλίζουν τόσο την προστασία των πολιτισμικών ταυτοτήτων όσο και την ίση μεταχείριση όλων των πολιτών, χωρίς να απειλείται η λειτουργικότητα και η ενότητα του κράτους.

Η Κύπρος μπορεί να αντλήσει έμπνευση από αυτό το μοντέλο: να εξασφαλίσει στους Τουρκοκύπριους και σε κάθε άλλη μειονότητα ουσιαστικά δικαιώματα και θεσμικές εγγυήσεις, χωρίς να επιμένει σε θεσμούς που κατηγοριοποιούν τον πολίτη ως «Έλληνα» ή «Τούρκο». Έτσι, θα είναι δυνατή η μετάβαση σε μια «κοινοπολιτεία πολιτών» (polity of citizens), όπου το κράτος θα ανήκει σε όλους με ίσους όρους.

Η υπέρβαση του αναχρονισμού στην Κύπρο δεν αποτελεί μόνο εσωτερικό της ζήτημα, αλλά και μήνυμα για το μέλλον της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ένωση βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με την πρόκληση της διεύρυνσης προς τα Δυτικά Βαλκάνια – Σερβία, Μαυροβούνιο, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Κόσοβο. Σε όλες αυτές τις χώρες, τα εθνοτικά ζητήματα αποτελούν δομικό παράγοντα της πολιτικής ζωής και εμπόδιο στη θεσμική σταθερότητα.

Η εμπειρία της Βοσνίας, με το άκαμπτο σύστημα των τριών «συστατικών λαών», έχει ήδη δείξει τα όρια του εθνοτικού συνταγματισμού. Αν η ΕΕ επιχειρήσει να εντάξει χώρες με παρόμοια θεσμικά σχήματα, κινδυνεύει να εισαγάγει στην έννομη τάξη της μηχανισμούς που αντιστρατεύονται την ίδια της τη λογική.

Εδώ ακριβώς η Κύπρος μπορεί να λειτουργήσει ως καθοριστικό προηγούμενο. Αν η λύση του Κυπριακού κινηθεί προς την κατεύθυνση της υπέρβασης του κοινοτικού διαχωρισμού και της συγκρότησης ενός κράτους βασισμένου στην ισότητα των πολιτών, τότε η ΕΕ θα έχει στη διάθεσή της ένα θετικό παράδειγμα για το πώς μπορούν να επιλυθούν εθνοτικά ζητήματα χωρίς συνταγματική παγίωση των διαφορών. Αντίθετα, αν διατηρηθεί ή ενισχυθεί η κοινοτική λογική, θα αποσταλεί λανθασμένο μήνυμα στα Δυτικά Βαλκάνια, όπου οι φυγόκεντρες τάσεις είναι ήδη έντονες.

Η πολιτική της ΕΕ πρέπει επομένως να είναι συνεπής: να απορρίπτει θεσμούς που διαχωρίζουν τους πολίτες βάσει καταγωγής και να προωθεί λύσεις που εδράζονται στην ατομική ισότητα και στη συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων. Αυτό δεν είναι μόνο ζήτημα αρχών, αλλά και πρακτικής σταθερότητας. Όπως δείχνουν οι εμπειρίες της Ελβετίας και της Φινλανδίας, η μακροπρόθεσμη ειρήνη επιτυγχάνεται όχι με την κατηγοριοποίηση αλλά με την ισότητα.

Ο θεσμός των κοινοτήτων στην Κύπρο αποτελεί σήμερα έναν εμφανή αναχρονισμό. Αντί να προωθεί τη συνύπαρξη, εγκλωβίζει τους πολίτες σε κατηγορίες που αντιστρατεύονται την έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας. 

Η ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου δεν μπορεί να στηριχθεί σε θεσμούς διαχωρισμού. Χρειάζεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, που θα εγγυάται τα πολιτισμικά δικαιώματα όλων αλλά θα αποφεύγει την κατηγοριοποίηση των πολιτών. Μόνο έτσι η Κύπρος θα μπορέσει να μεταβεί από μια ιστορία συγκρούσεων σε ένα μέλλον κοινής πολιτειακής ταυτότητας.

Ταυτόχρονα, η κυπριακή εμπειρία προσφέρει πολύτιμο μάθημα για την ΕΕ εν όψει της ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων. Η Ένωση χρειάζεται ένα συνεκτικό όραμα που να υπερβαίνει τις εθνοτικές διαιρέσεις και να εδραιώνει την ισότητα των πολιτών ως θεμελιώδη αρχή. Μια τέτοια πολιτική δεν είναι μόνο προϋπόθεση για τη σταθερότητα της Κύπρου, αλλά και κλειδί για την ενοποίηση μιας Ευρώπης που εξακολουθεί να δοκιμάζεται από εθνοτικές συγκρούσεις και ιστορικές μνήμες.

Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όπως την οραματίστηκε ο Habermas, δεν μπορεί να περιορίζεται σε οικονομική ενοποίηση. Απαιτεί τη δημιουργία μιας κοινότητας δικαίου όπου κάθε πολίτης, ανεξαρτήτως καταγωγής, απολαμβάνει ισότητα και ελευθερία. Η Κύπρος, με την υπέρβαση του θεσμικού της αναχρονισμού, μπορεί να γίνει το εργαστήριο αυτού του νέου οράματος και ο οδηγός για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων στον δρόμο προς την ΕΕ.

Το ξέρουμε…

Το να βλέπετε αυτά τα μηνύματα μπορεί να είναι κουραστικό. Και να είστε σίγουροί ότι ούτε κι εμείς βρίσκουμε κάποια ευχαρίστηση από το να τα γράφουμε... Όμως αυτό το μήνυμα δεν αφορά εμάς. Αφορά κάτι πολύ πιο σημαντικό: την επιβίωση της ανεξάρτητης, μαχητικής δημοσιογραφίας στην Kρήτη.

Η στήριξη σας είναι σημαντική γιατί μας επιτρέπει να:

  1. - Κάνουμε ρεπορτάζ χωρίς φόβο και εξαρτήσεις. Κανείς δεν μας υπαγορεύει τι να πούμε ή τι να αποσιωπήσουμε.
  2. - Κρατάμε τη δημοσιογραφία μας προσβάσιμη σε όλους, ακόμη και σε αυτούς που δεν έχουν την ικανότητα να πληρώσουν. Χωρίς paywall, χωρίς προνόμια μόνο για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα.

Η απλή αλήθεια είναι ότι τα έσοδα διαρκώς συρρικνώνονται. Αν πιστεύετε ότι μια πραγματικά ελεύθερη ενημέρωση είναι ζωτικής σημασίας για τη δημοκρατία και τον έλεγχο της εξουσίας, τότε δώστε μας τη δύναμη να συνεχίσουμε.

Γίνε συνδρομητής

Σας ευχαριστούμε θερμά.

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις - Γίνετε συνδρομητές!

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Ναυάγιο στη Χρυσή: Δε φτάνουν οι θάλαμοι στα ψυγεία του νεκροτομείου για τους νεκρούς

Της Ευαγγελίας Καρεκλάκη Στο νεκροτομείο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου θα μεταφερθούν...

Το ΠΑΣΟΚ «φρενάρει» τον Τσίπρα

Με την παρουσίαση του βιβλίου του στην Αθήνα και το θέατρο...