Γράφει ο Ιωάννης Κουρουτάκης *
Αντώνης Κυριαζής ήταν το πραγματικό όνομα του φλογερού πατριώτη και τραγουδιστή της ελευθερίας μας και κήρυκα της βαλκανικής ομοσπονδίας μα και εθνομάρτυρα Ρήγα Φεραίου.
Ο μικρός Αντώνης γεννήθηκε στα 1757 περίπου στο Βελεστίνο, ένα χωριό της Θεσσαλίας που στην αρχαιότητα λεγόταν Φεραί. Αργότερα σαν μεγάλωσε υπέγραφε Ρήγας Βελεστινλής ή Θεσσαλός. Ο πατέρας του ήταν από τους πλούσιους Έλληνες των Φερών, με πολλά κτήματα, εργοστάσια, βαφείο και βυρσοδεψεία. Τα πρώτα του γράμματα ο Ρήγας τα έμαθε από τον παπά του Βελεστίνου. Βλέποντας ο πατέρας του τη δίψα που είχε ο γιός του για γράμματα, τον έστειλε σε ένα ελληνικό σχολείο στα Αμπελάκια του Κισσάβου.
Αργότερα για λίγο διάστημα διετέλεσε δάσκαλος σ’ ένα χωριό του Πηλίου, τον Κισσό.
Γυρίζοντας όμως μια μέρα στο Βελεστίνο για να επισκεφθεί τον πατέρα του, μπήκε σε ένα μικρό εκκλησάκι για να λειτουργηθεί. Βγαίνοντας από την εκκλησία, μαζί με άλλους χωρικούς, τους άρπαξαν οι Τούρκοι και τους έβαλαν σε αγγαρεία. Προσπάθησε ο 20ετής, τότε, Ρήγας να αποφύγει την αγγαρεία, αλλά δεν μπόρεσε. Σαν τελείωσε και ετοιμαζόταν να περάσει ένα ποτάμι τον έπιασε ένας άλλος Τούρκος, και βρίζοντάς τον και χτυπώντας τον τον ανάγκασε να τον πάρει στη ράχη του, για να τον περάσει στην απέναντι όχθη.
Ο Ρήγας φορτώθηκε τον Τούρκο, μα όταν έφτασαν στη μέση περίπου του ποταμού, ο Ρήγας με μια αστραπιαία κίνηση τον έριξε στο νερό και τον έπνιξε.
Αυτό το γεγονός ανάγκασε τον Ρήγα να καταφύγει στον Όλυμπο, όπου κατετάγη στο σώμα του αρματωλού θείου Σπύρου Ζήρα, και τέλος πήγε στο Άγιο Όρος, και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη.
Το έτος 1786 ο ηγεμόνας Αλέξανδρος Υψηλάντης τον προσέλαβε γραμματέα του στη Μολδαβία αλλά όπως φαίνεται ο Ρήγας διεφώνησε μ’ αυτόν και τελικά έγινε ιδιαίτερος του ηγεμόνα της Βλαχίας Ν. Μαυρογένη στο Βουκουρέστι.
Εκεί συνέλαβε και το μεγάλο του σχέδιο να σπείρει τον σπόρο της ελευθερίας στις καρδιές των σκλαβωμένων Ελλήνων και όχι μόνο. Ήθελε να ξεσηκώσει ολοκληρη την Βαλκανική εναντίον του τυράννου Τούρκου.
Σαν πέθανε ο προστάτης του Μαυρογένης, ο Ρήγας διορίστηκε διερμηνέας στο Γαλλικό προξενείο στο Βουκουρέστι.
Η Γαλλική επανάσταση τον ενθουσιάζει, και από τη νέα του θέση γνωρίστηκε με πάρα πολλούς σημαίνοντες ανθρώπους (πλούσιους εμπόρους, οπλαρχηγούς, αρχιερείς) στους οποίους μιλά ανοιχτά και τους εξηγεί τα μεγαλόπνοα σχέδιά του για ξεσηκωμό του γένους μα και των άλλων υποδούλων Βαλκανικών κρατών.
Ο Αγώνας του Ρήγα στρέφεται κατά της τυραννίας και στην απελευθέρωση των λαών της Ανατολής. Στο σάλπισμά του ο Ρήγας τονίζει ιδιαιτέρως την ανεξιθρησκεία («στην πίστη του καθένας ελεύθερος να ζει») και επιδιώκει την αφύπνιση των Ελλήνων, με απώτερο σκοπό την αποκατάσταση ολόκληρου του Βυζαντινού Κράτους με πρωτεύουσα τη θρυλική πόλη του Κωνσταντίνου, την Κωνσταντινούπολη.
Για τον σκοπό αυτό ανοίγει αλληλογραφία με σπουδαία πρόσωπα, και μ’ αυτόν ακόμα τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που του υπόσχεται να τον βοηθήσει στον αγώνα του.
Εκδίδει διάφορα βιβλία, χάρτες, επαναστατικές προκηρύξεις, ποιήματα. Κατά πάσα πιθανότητα το έτος 1796 πήγε στη Βιέννη όπου απέκτησε ενθουσιώδεις συνεργάτες για την πραγματοποίηση των σχεδίων του.
Το 1790 εξέδωσε στη Βιέννη και το περίφημο σάλπισμα της ελευθερίας: «Ως πότε, παλικάρια να ζώμεν στα στενά μονάχοι σαν λιοντάρια, στις ράχες, στα βουνά;» κ.λπ. κ.λπ.
Μετά τη Βιέννη κατέβηκε στην Τεργέστη. Από εκεί είχε σκοπό να έλθει στην Ελλάδα να ξεσηκώσει τους Έλληνες. Εκεί όμως τον περίμεναν οιΑυστριακοί που ήσαν φίλοι των Τούρκων. Έψαξαν τις αποσκευές του και βρήκαν τις επαναστατικές προκηρύξεις του με τις οποίες ξεσήκωνε τους λαούς των Βαλκανίων. Τον συνέλαβαν και τον ξανάστειλαν πίσω στη Βιέννη. Η αυστριακή ανάκριση απήγγειλε κατά του Ρήγα και των συντρόφων του την κατηγορία ότι «επαρασκεύαζε στάσιν εναντίον της Τουρκίας».
Με πολύ θάρρος ο Ρήγας είπε στους ανακριτές του: «Έπειτα από τη σωτηρία της ψυχής μου, ο μόνος μου πόθος είναι να ελευθερώσω την πατρίδα μου από τους τυράννους».
Η Αυστριακή κυβέρνηση, σύμμαχος της Τουρκίας, έστειλε τον Ρήγα με επτά συντρόφους του στο Βελιγράδι για τα… περαιτέρω.
Εκεί ο Πασάς του Βελιγραδίου, κατόπιν εντολής της Υψηλής Πύλης, τους έριξε στις σκοτεινές φυλακές του φρουρίου. Και τον Ιούλιο του 1798, μια νύχτα, «εν πλήρει μυστηκότητι», τον εθνογέρτη, εθνομάρτυρα και πατριδολάτρη σαλπιγκτή Ρήγα, τον έπνιξαν μαζί με τους επτά συντρόφους του και πέταξαν το πτώμα του στον Δούναβη.
Πεθαίνοντας όμως ο Ρήγας είπε τα αθάνατα προφητικά του λόγια: «Αρκετόν σπόρο έσπειρα. Σε λίγο η πατρίδα μου θα θερίσει τους καρπούς του». Και πράγματι ο σπόρος που έσπειρε ο Ρήγας καρποφόρησε. Τα θούρια του Εθνομάρτυρα τραγουδιόταν σ’ όλη τη σκλαβωμένη Ελλάδα και θέρμαιναν τις ψυχές των ραγιάδων.
* Λογοτέχνης