Μια από τις πιο διαδεδομένες φράσεις που αποδίδονται στον Αϊνστάιν είναι πως «όταν εξαφανιστούν οι μέλισσες η ανθρωπότητα θα έχει ακόμα τέσσερα χρόνια ζωής». Αν και η πατρότητα αυτού του αφορισμού ελέγχεται, ωστόσο, ουδείς αμφιβάλλει για τη σημασία που έχουν αυτά – αλλά όχι μόνο αυτά – τα έντομα για τη διατήρηση της ζωής στον πλανήτη.
Οι μέλισσες είναι οι διασημότεροι – όχι όμως και οι μοναδικοί – επικονιαστές, δηλαδή γονιμοποιητές, των φυτών. Μεταφέρουν τη γύρη, που είναι τα γονιμοποιητικά κύτταρα των φυτών, από το ένα φυτό στο άλλο, συντελώντας καταλυτικά στην αναπαραγωγή τους. Δίχως αυτούς τους φτερωτούς επικονιαστές – και με δεδομένο ότι ο αέρας, επίσης ικανός επικονιαστής, δεν αρκεί για να να καλύψει… όλες τις ανάγκες – οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η τροφή μας θα περιοριζόταν δραματικά στο καλαμπόκι, το ρύζι και το σιτάρι. Είναι τόση και τέτοιας η σημασία τους, που μία μέση αποικία μελισσών υπολογίζεται ότι έχει 20 έως 40 φορές περισσότερη αξία για την επικονίαση των φυτών, παρά για την παραγωγή μελιού.
Δεδομένου επίσης ότι οι μέλισσες είναι υπεύθυνες για το 60 – 70% – κάποιες μελέτες ανεβάζουν το ποσοστό και στο 80% – της γονιμοποίησης των φυτών και τουλάχιστον του 1/3 της γονιμοποίησης των καλλιεργειών, είναι προφανής ο κίνδυνος για το οικοσύστημα και για την παραγωγή τροφίμων, από την εξαφάνισή τους.
Αυτό, φυσικά, διόλου εμποδίζει την ανθρωπότητα να τις απειλεί με εξαφάνιση. Υπάρχουν περισσότερα από 800 είδη άγριας μέλισσας στην Ευρώπη, 7 από τα οποία ταξινομούνται από τη Διεθνή Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN) ως κρίσιμα απειλούμενα. Περίπου 46 είδη απειλούνται, 24 έχουν καταχωρηθεί ως ευάλωτα και 101 ως πολύ κοντά στο να απειληθούν. Αν και προς το παρόν θεωρείται απίθανο να εξαφανιστούν όλα τα είδη της μέλισσας, οποιαδήποτε στιγμή, ωστόσο, η απώλεια αυτών των απειλούμενων ειδών θα έχει μεγάλη επίδραση στην επικονίαση σε όλο τον κόσμο, εξαφανίζοντας φυτικά είδη, πάνω σε μερικά από τα οποία βασίζουμε και το καθημερινό φαγητό μας.
Το πρόβλημα όμως ξεπερνά τις μέλισσες. Υπάρχει μια ποικιλία από άλλα έντομα συμπεριλαμβανομένων των πεταλούδων, των «μπάμπουρων» κ.ά που κάνουν την υπόλοιπη δουλειά της επικονίασης και για τα οποία η ζωή επίσης δεν είναι εύκολη. Μια πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι μέχρι και το 40% των ειδών εντόμων παγκοσμίων είναι σε αριθμητική πτώση. Τα έντομα αντιμετωπίζουν ποσοστά εξαφάνισης που είναι οκτώ φορές υψηλότερα από τα σπονδυλωτά. Στη Γερμανία, οι επιστήμονες κατέγραψαν απώλειες έως και 75% της συνολικής μάζας των εντόμων και μάλιστα σε προστατευόμενες περιοχές. Ας φανταστούμε τι γίνεται στις απροστάτευτες…
Αυτές οι τάσεις οδηγούν τους επιστήμονες να πιστεύουν ότι περίπου το ένα τρίτο όλων των ειδών εντόμων – που υπολογίζονται στα 2 εκατομμύρια – μπορεί να απειληθεί με εξαφάνιση. Και ο αριθμός αυτός αυξάνεται κατά πάνω από 100.000 είδη κάθε χρόνο.
Δημιουργώντας… σύνδρομα στα έντομα
Τι συμβαίνει λοιπόν; Ας περιοριστούμε στις μέλισσες, αν και πολλές από τις αιτίες που τις απειλούν, αφορούν όλα τα έντομα. Αν και οι πρώτες παρατηρήσεις για την μείωση του πληθυσμού τους έγιναν κατά την δεκαετία του ’80, ωστόσο, χρειάστηκε να φτάσουμε την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα για να αρχίσουν να βαράνε «συναγερμοί» και τους επιστήμονες να αναφέρονται πλέον στο λεγόμενο Σύνδρομο Εγκατάλειψης Αποικιών Κυψελών (Colony collapse disorder).
Πρόκειται για το φαινόμενο που συμβαίνει όταν η πλειοψηφία των εργατριών μελισσών σε μια αποικία εξαφανίζεται και αφήνει πίσω τη βασίλισσα, πολλές προμήθειες και μερικές μέλισσες «νοσοκόμες» για να φροντίσουν τις υπόλοιπες ανώριμες μέλισσες. Αλλά χωρίς τις εργάτριες, η αποικία έχει ελάχιστο χρόνο ζωής και πεθαίνει.
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες κατέγραψαν το φαινόμενο από το 1998. Ιδιαίτερα έντονο ήταν στο Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ελβετία και τη Γερμανία. Στην Ιρλανδία είχαν φτάσει αναφορές για μείωση του πληθυσμού ακόμη και σε ποσοστό άνω του 50%. Κανονική γενοκτονία. Το φαινόμενο άρχισε να γίνεται παγκόσμιο όταν άγγιξε κάποιες ασιατικές και αφρικανικές χώρες.
Μέσα σε έξι χρόνια, πριν από το 2013, χάθηκαν πάνω από 10 εκατομμύρια αποικίεςλόγω του συνδρόμου, σχεδόν διπλάσιες από το κανονικό ποσοστό απωλειών λόγω άλλων παραγόντων.
Το σύνδρομο μπορεί να προκαλέσει σημαντικές οικονομικές απώλειες. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, η αξία των παγκόσμιων καλλιεργειών που επικονιάζονται με μέλισσες υπολογίστηκε σε περίπου 200 δισεκατομμύρια δολάρια το 2005.
Εκτός όμως από την έμμεση οικονομική συμβολή των μελισσών υπάρχει και η άμεση, αφού η μελισσοκομία είναι από τους δυναμικότερους κλάδους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, το παγκόσμιο μελισσοκομικό απόθεμα αυξήθηκε από περίπου 50 εκατομμύρια τόνους το 1961 σε περίπου 83 εκατομμύρια το 2014, όπερ σημαίνει περίπου 1,3% μέση ετήσια αύξηση. Η μέση ετήσια αύξηση επιταχύνθηκε στο 1,9% από το 2009, παρά την εμφάνιση του συνδρόμου.
Σύμφωνα με δικά της στοιχεία του 2018, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι δεύτερη σε παραγωγή μελιού στον κόσμο, μετά την Κίνα. Κάθε χρόνο, 600.000 περίπου χιλιάδες μελισσοκόμοι και 17 εκατομμύρια κυψέλες παράγουν περισσότερους από 250 τόνους μέλι. Για την ιστορία, η Ελλάδα είναι έκτη σε αριθμό κυψελών στην ΕΕ, 16η σε αριθμό μελισσοκόμων και 6η σε παραγωγή μελιού.
Ωστόσο, η παραγωγή δεν καλύπτει τη ζήτηση της ΕΕ για αυτό, μόνο το 2016, εισήχθησαν 200.000 τόνοι μέλι, κυρίως από την Κίνα.
Η αύξηση της παραγωγής μελιού, δεν σημαίνει αναγκαστικά αύξηση κυψελών ή μελισσών. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο αριθμός των κυψελών μειώθηκε στο μισό στις ΗΠΑ και κατά το 1/3 στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1960 και παρόλο που σταθεροποιήθηκε σε περίπου 17 εκατομμύρια στην Ευρώπη και 2,6 εκατομμύρια στις ΗΠΑ την τελευταία δεκαετία, ο αριθμός των μελισσοκόμων εξακολουθεί να μειώνεται. Αυτό συμβαίνει λόγω της συγκεντροποίησης της παραγωγής σε όλο και λιγότερες επιχειρήσεις, φαινόμενο που αποτελεί συστατικό στοιχείο όλων των κλάδων της καπιταλιστικής οικονομίας. Οι μεγάλες επιχειρήσεις σήμερα έχουν περισσότερες κυψέλες, αλλά αντί αυτό να σημαίνει χαμηλότερα κόστη – όπως παρατηρείται σε άλλους κλάδους που συγκεντροποιούνται – στην μελισσοκομία εμφανίζονται υψηλότερα έξοδα, λόγω ακριβώς της μείωσης του πληθυσμού των μελισσών.
Έτσι, η σταθερότητα και αύξηση του πληθυσμού έχει εξελιχθεί σε μεγαλύτερη ανησυχία από την παραγωγή μελιού, με πολλούς μελισσοκόμους να αναγκάζονται να αγοράζουν αποικίες από ειδικές μονάδες. Η Ιταλία έχει καταστεί σημαντικός προμηθευτής μελισσών στην Ευρώπη. Η Νέα Ζηλανδία τις εξάγει στον Καναδά. Οι μελισσοκόμοι πρέπει επίσης να εκτρέφουν βασίλισσες ή να τις αγοράζουν από επαγγελματίες κτηνοτρόφους, να αντικαταστήσουν τις βασίλισσες σε μη παραγωγικές κυψέλες και να επιταχύνουν την παραγωγή αποικιών.
Το να βγάζεις μεγαλύτερη παραγωγή εξαντλώντας τους πόρους είναι μια πρακτική που, στην περίπτωση της μελισσοκομίας, επιδρά και στην διαμόρφωση του περιβάλλοντος και της φυσικής δίαιτας των μελισσών. Οι μελισσοκόμοι παίρνουν τόσο πολύ μέλι από τις αποικίες τους ώστε τα αποθέματα που αφήνουν στις μέλισσες να μην επαρκούν για το χειμώνα. Δίνουν επομένως σε κάθε αποικία μεταξύ δύο και πέντε κιλών ζάχαρης το φθινόπωρο, σε μορφή σιροπιού. Αυτό αρέσει στις μέλισσες και είναι εξαιρετικά επωφελές για τον μελισσοκόμο, καθώς το μέλι αξίζει πολύ περισσότερο από την τιμή της ζάχαρης. Βέβαια, υπάρχουν αντιρρήσεις σχετικά με τα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματα της διατροφής των μελισσών με ζάχαρη και μερικοί μελισσοκόμοι προσπαθούν να τη διατηρήσουν στο ελάχιστο, αλλά οι περισσότεροι ασχολούνται κυρίως με την εξεύρεση του καλύτερου ή φθηνότερου σιροπιού.
Ποιες θεωρούνται οι βασικότερες απειλές για τις μέλισσες;
1. Τα εισαγώμενα είδη
Η κλιματική αλλαγή, με την άνοδο της θερμοκρασίας, επέτρεψε σε είδη που ζουν σε θερμότερα κλίματα να επεκταθούν βορειότερα. Θηρευτές από άλλες ηπείρους, παθογόνα παράσιτα και βακτήρια ενοχοποιούνται για την κατάρρευση των αποικιών των μελισσών σε όλο τον κόσμο.
Πρόσφατα, η εξάπλωση της ασιατικής σφήκας στην Ευρώπη προκάλεσε μεγάλη ανησυχία. Αυτό το ιδιαίτερα ικανό και επιθετικό είδος είναι ο απόλυτος εξολοθρευτής. Εισβάλλει στις κυψέλες, εξολοθρεύει τις μέλισσες – κυρίως δια αποκεφαλισμού – και αρκεί μία ασιατική σφήκα για να σκοτώσει μια ολόκληρη αποικία.
Σε ό,τι αφορά στους παθογόνους οργανισμούς, οι επιστήμονες θεωρούν ότι, δεδομένου πως ανέκαθεν αυτοί υπήρχαν, το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται μεγαλύτερες απώλειες από ασθένειες, ο χαμός των μελισσών από τέτοιες αιτίες συνδέεται πιθανότατα με την αυξημένη έκθεσή τους σε φυτοφάρμακα, η οποία μπορεί να βλάψει το ανοσοποιητικό τους σύστημα.
2. Τα φυτοφάρμακα
Η ρύπανση – ιδιαίτερα από την έκθεση σε φυτοφάρμακα – αποτελεί βασική αιτία της μείωσης των επικονιαστών.
Αν και τα εντομοκτόνα είναι το είδος των φυτοφαρμάκων που ενοχοποιούνται πρώτα, ωστόσο, τα ζιζανιοκτόνα χρησιμοποιούνται πέντε φορές περισσότερο στις καλλιέργειες από τα εντομοκτόνα. Αυτοί οι δολοφόνοι ζιζανίων στοχεύουν τεράστια ποικιλία από άγρια φυτά που όμως είναι απαραίτητα στην μελισσοκομία. Η γλυφοσάτη, το διάσημο ζιζανιοκτόνο της Monsanto που βρίσκεται στο στόχαστρο των οικολογικών κινημάτων και στο επίκεντρο δικαστικών υποθέσεων για πρόκληση καρκίνου σε ανθρώπους, θεωρείται ότι μπορεί να έχει καταστροφικές επιπτώσεις και στην υγεία των μελισσών.
3. Η υπερθέρμανση
Η υπερθέρμανση του πλανήτη θεωρείται ότι είναι ένας σημαντικός παράγοντας της μείωσης των άγριων μελισσών. Μερικές άγριες μέλισσες μπορούν να επιβιώσουν μόνο σε ένα στενό εύρος θερμοκρασιών. Καθώς τα οικοσυστήματά τους θερμαίνονται, οι περιοχές όπου μπορούν να ζήσουν, στενεύουν. Για παράδειγμα, ορισμένες μπορεί να αναγκαστούν να μεταφέρουν τις απεοικίες του σε υψηλότερα υψόμετρα, όπου είναι πιο δροσερό, μειώνοντας όμως έτσι το χρόνο ζωής τους.
4. Η καταστροφή οικοτόπων
Ο τρόπος καλλιέργειας της γης συνδέεται με την πτώση της βιοποικιλότητας και την επικονίαση. Η γεωργία καταστρέφει τα μέρη που χρησιμοποιούν οι μέλισσες για να φτιάξουν τις αποικίες τους και μειώνει την ποικιλία της διατροφής τους.
Από την άλλη, ενώ αμέτρητα είδη εντόμων εξαφανίζονται σήμερα, αυτά που επιβιώνουν παίρνουν τη θέση τους, οπότε είναι απίθανο οι καλλιέργειες να σταματήσουν να επικονιάζονται σύντομα. Είδη όπως οι μπάμπουρες, η ευρωπαϊκή μέλισσα και οι κοινές μικρές μαύρες μύγες, που μπορούν να επιβιώσουν σε ένα τεράστιο εύρος θερμοκρασιών και συνθηκών, θα αποτελέσουν το κύριο είδος που επικονιάζει τις πηγές τροφίμων μας. Τουλάχιστον μέχρι να τα εξαφανίσουμε κι αυτά.