Όλοι μας εφροντίζαμε να έχομε θροφάρη
να ‘χομε τα Χριστούγεννα κρέας και τον Γενάρη.
Και τον εξεχωρίζαμε από τους άλλους χοίρους
δεν αγοράζαμε τροφές εις τους καιρούς εκείνους.
Βελάνια κι αγριάχλαδα έτρωγε και πυρίνα,
όχι τροφές αγοραστές τα μαύρα χρόνια εκείνα
Πολύ τον εφροντίζαμε τον χοίρο να παχύνει
πάνω απ’ οκάδες εκατό τον θέλαμε να γίνει.
Μα για αγοραστή τροφή δεν είχαμε παράδες
και τις περνούσε δύσκολα τις εκατό οκάδες.
Και όταν εζυμώναμε, τα πίτερα που βγάναν
κι απόπλυμα ζυμόσκαφης εις τον θροφάρη εβάναν.
Και κατά τις παραμονές κάναμε συνεργείο,
κάθε χρονιάς Χριστούγεννα, για έκτακτο σφαγείο.
Δυο – τρεις γειτόνοι εσμίγανε κι εκάναν συνεργεία,
για να ‘χουν καλοπέραση τη μέρα την Αγία.
Τον χοίρο που θα σφάζαμε, δυο άντρες τον επιάναν
τον εκρατούσανε σφιχτά και κάτων τον εβάναν.
Κι αυτός που ήταν ειδικός του ‘βάζει το μαχαίρι
και στον λαιμό τον κάρφωνε, στον τόπο όπου ξέρει.
Το συνεργείο δραστικά τη δράση του αρχίζει,
ο ένας γδέρνει, άλλος μαδεί κι ο άλλος τον ξεσχίζει.
Σε μπάγκο τονε βάζουνε, βραστό νερό του βάζουν,
λινάτσα του σκεπάζουνε, τις τρίχες του του βγάζουν.
Καλά τον εμαδούσανε, θέλανε την προβιά του
όπου την κατατάζανε με τα εδέσματά τους.
Άμα τον εμαδούσανε και καθαρό τον κάναν
στα πόδια του τα πισινά χοιρίξυλο του βάναν.
Τον εκρεμούσανε μετά, τον πλύναν, τον εσκίζαν,
εβγάζαν τα εντόστια όπου τα καθαρίζαν.
Μετά τον κατεβάζανε, στον πάγκο τον εβάναν,
όπου την πετσαλίδα του λουρίδες την εβγάναν.
Ως και του χοίρου την προβιά τα χρόνια μας εκείνα,
μαζί με τα φαγώσιμα την έβαζε η πείνα.
Ο θροφάρης: Από το υπό έκδοση βιβλίο του Κανάκη Γερωνυμάκη «Δοξασίες»
Ημερομηνία: