Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης
Όπου οι Τατσόπουλος, Σώτη, Χωμενίδης αποτυγχάνουν επιστρατεύεται ο Καβάφης, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των μνημονιακών και του ήθους τους. Ή μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, επιστρατεύονται οι τακτικές και τα διδάγματα του ναζιστή Γιόζεφ Γκέμπελς, του υπουργού Προπαγάνδας του Χίτλερ, ώστε να περάσουν εκείνα τα μηνύματα που θα δώσουν ποιητική αναγνώριση στα μισάνθρωπα μνημόνια και ιδεολογική νομιμοποίηση στη θεωρία των δύο άκρων και στη καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται.
Ο λόγος για την πρωτοβουλία του Ιδρύματος Ωνάση να αναρτηθούν επιλεγμένα αποσπάσματα από ποιήματα του μεγάλου Αλεξανδρινού Κ.Π. Καβάφη στα μέσα μαζικής μεταφοράς στην Αθήνα, ενταγμένα σε όμορφες εικαστικές εργασίες τύπου Pop Art, ως μια προσπάθεια το έργο του ποιητή να έρθει σε επαφή με ένα ευρύτερο πλήθος κόσμου και γιατί οι Έλληνες δικαιούνται να απολαμβάνουν τον Καβάφη και να έχουν αδιάλειπτη επικοινωνία μαζί του.
Όμως σε διάψευση των προσδοκιών τους το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που θα επιθυμούσε ένας λάτρης της ποίησης αλλά μάλλον ένα παιγνίδι επικίνδυνης διαστρέβλωσης των έργων του Καβάφη και όλων όσων ήθελε να μας πει. Οι στίχοι που επιλέχθηκαν, αποκομμένοι από το σύνολο του ποιήματος όπου βρίσκονται δημιουργούν παρανοήσεις που στην καλύτερη περίπτωση γελοιοποιούν το έργο του Καβάφη και στη χειρότερη περνάνε αντίθετα νοήματα από αυτά που ήθελε να πει ο ποιητής. Αρχικά, ας δούμε κάποιους από τους στίχους του Καβάφη που χρησιμοποιήθηκαν: «Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά», «Ξένος εγώ ξένος πολύ» «Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις» «Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός» «Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό» «Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή» «Είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία». Όπως παρατηρούμε και υποψιάζομαι πως αυτή ήταν η λογική και από την πλευρά των εμπνευστών της πρωτοβουλίας, οι περισσότεροι στίχοι επιλέχθηκαν για να αποτελέσουν ένα μήνυμα συμπαράστασης και συντροφιάς στον εργαζόμενο που ούτε μια στάση δε προλαβαίνει να κάνει μέσα στις καθημερινές δουλειές και υποχρεώσεις του, ως ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, ως ένδειξη αλληλεγγύης. Όσο και να είναι θεμιτή μια τέτοια κίνηση, το θέμα είναι ότι απομονώνοντας στίχους από ολόκληρα ποιήματα (που είναι πιο μικρά κι από ένα τουίτ των 140 χαρακτήρων) δημιουργείται μια σύγχυση η οποία στο τέλος ούτε τον επιβάτη ωφέλει εφόσον δεν έχει κάποια ουσιαστική επαφή με το έργο του Καβάφη (οι τίτλοι των ποιημάτων έπρεπε να αναγράφονται κάτω από τα αποσπάσματα ώστε να υπάρχει ευκαιρία να ανατρέξει σε αυτά ο υποψήφιος αναγνώστης) αλλά αποτελεί και ύβρη απέναντι στον ποιητή και το έργο του. Είναι όμως και κάποια αποσπάσματα που προκαλούν με την εξόφθαλμη διαστρέβλωση του ποιητικού νοήματος και είναι αυτή η χρήση τους που επιβεβαιώνει τη θέση μου για «γκεμπελικές» μεθόδους από την πλευρά των οργανωτών ή έστω, αυτού που έκανε την επιλογή των στίχων.
Γιατί όταν επιλέγεις τον στίχο «Είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία» και τον αναρτάς πάνω σε λεωφορεία, χωρίς να τον συμπληρώνεις όπως τον έγραψε ο ποιητής τότε πονηρέ δημαγωγέ άλλο νόημα θέλεις να περάσεις. Όταν όλοι μας αυτή την περίοδο συζητάμε για τη θεωρία των δύο άκρων και για την βία, εάν είναι «καλή» ή «κακή», για το ποιά βία είναι αναγκαία και ποια όχι, σε μια συζήτηση που δεν ξεκινήσαμε εμείς αλλά οι φορείς της κρατικής και μνημονιακής βίας εναντίον σε εμάς που αντιδρούμε με απεργίες και καταλήψεις ενάντια στην καταστροφή του κοινωνικού πλούτου, των δημοκρατικών δικαιωμάτων μας και ενάντια στη φασιστική απειλή, είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο ότι προσπαθείς να νομιμοποιήσεις την καταδίκη της βίας «από όπου κι αν προέρχεται» χρησιμοποιώντας τα λόγια ενός ποιητή, ενός ανθρώπου που ο ίδιος έζησε μέσα σε ένα κλίμα βίας και αποστροφής της πραγματικής του ταυτότητας. Αποκρύπτεις επίσης ότι ο Καβάφης δεν αναφέρεται στη βία σα να μιλάει για τη Βία των δύο άκρων, όπως θέλεις να μας πείσεις, αλλά αναφέρεται στη βία ως τη βιασύνη, αν και εμείς διαβάζουμε και κατανοούμε άλλο. Αυτό είναι ένα αισχρό και πολύ πονηρό κόλπο, που μόνο ο Γκέμπελς θα έκανε και ίσως ούτε και ο Γκέμπελς, γιατί στις μέρες μας είναι πάρα πολύ εύκολο να ανατρέξουμε στην πηγή και να ξεσκεπάσουμε τον λεκτικό και ιδεολογικό σφετερισμό σου. Και είναι χειρότερη αυτή η τακτική γιατί το ποίημα όπου αλιεύθηκε αυτός ο στίχος είναι ένα σαρκαστικό, πολιτικό ποίημα του Καβάφη το οποίο βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά από όσα οι διάφοροι γκεμπελίσκοι υποστηρίζουν και προωθούν. Το ποίημα «Εν μεγάλη ελληνική αποικία, 200 π.Χ.» του Καβάφη είναι ένα ποίημα που ειρωνεύεται τους διάφορους ανά τους αιώνες πολιτικούς αναμορφωτές και στην ουσία αποτελεί ένα πρώτης τάξεως πολιτικό σχόλιο για τις θυσίες που πάντοτε απαιτούν από τους φτωχούς και κατατρεγμένους ώστε να έρθει η μια ωφέλιμη μεταρρύθμιση και να αντικαταστήσει την άλλη χωρίς ποτέ να ενδιαφέρεται για τις πραγματικές ανάγκες του λαού. Κι ο Καβάφης δεν ήταν ένας εστέτ ποιητής, ένας λιμοκοντόρος της αστικής τάξης για να ικανοποιεί ποταπά πολιτικά σχέδια αλλά ένας ποιητής με βαθύτατη γνώση της Ιστορίας που ήθελε να αφήσει μηνύματα στις νεότερες γενιές αλλά και να επικοινωνήσεις με τους συγχρόνους του ώστε ούτε τους βάρβαρους να περιμένουμε να δώσουν λύσεις στα προβλήματα μας, ούτε πολιτικούς αναμορφωτές που «όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε / βρίσκουν και βρίσκουν περιττά / και να παυθούν ζητούνε / πράγματα που όμως δύσκολα / τα καταργεί κανείς».Ο Καβάφης ήταν πάντα απέναντι στην κοινωνία και κυρίως στις αντιλήψεις που δεν καταλάβαιναν τη σημασία της διαφορετικότητας ή μάλλον καταλάβαιναν αλλά δεν ήθελαν να της δώσουν χρόνο και τόπο για να εκφραστεί. Και ενώ είχαμε καταφέρει να ανατρέψουμε αυτές τις αντιλήψεις να που έρχονται σα φαντάσματα να καταστρέψουν ότι ωραίο χτίσαμε.
Αλλά αυτά έίναι τα συμπτώματα της πολιτικής και οικονομικής κρίσης και τηις ιδεολογικής ξηρασίας της άρχουσας τάξης που όσο δεν καταφέρνουν να περάσουν τα σχέδια τους πάνω στην εργαζόμενη πλειοψηφία, τόσο θα σκαρφίζονται τρόπους για να κοροιδέψουν τους εργαζόμενους. Θέλω να πω ότι η απίθανη όσο και επικίνδυνη αυτή μονταζιέρα με τα ποιήματα του Καβάφη δεν είναι ένα περιθωριακό γεγονός αλλά ένα επεισόδιο υψίστης σημασίας. Πρέπει να είμαστε πολύ ξεκάθαροι σε αυτό, και είμαστε όπως αποδεικνύεται από τις χιλιάδες χιουμοριστικές και μαχητικές αντιδράσεις στα social media και αλλού όπου η προπαγάνδα ξεσκεπάστηκε και αναδείχτηκε το υψηλό φρόνημα αυτού του λαού που νόμιζαν ότι μπορούσαν να κοροιδέψουν αυτών και τους ποιητές του.