Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Η επανεμφάνιση του Σωτήρη Τσιόδρα στις ενημερώσεις για την πανδημία της Covid-19 είναι ενδεικτική της κυβερνητικής ανησυχίας, η οποία δεν κρύβεται. Αυτό ακριβώς κατέδειξε και η χθεσινή παρέμβαση του πρωθυπουργού.
Στο Μέγαρο Μαξίμου γνωρίζουν άριστα ότι, αυτό το καλοκαίρι, έπαιξαν με τη φωτιά στο όνομα της μεγαλύτερης δυνατής προσέλκυσης τουριστών, του περιορισμού της ύφεσης, της επανεκκίνησης του συνόλου της οικονομίας και της ελάττωσης των μόνιμων ζημιών σε επίπεδο επιχειρήσεων και ανεργίας.
Πριν αλέκτορα φωνήσαι, μια κοινωνία μπαφιασμένη από τον εγκλεισμό από την καραντίνα και την πλήρη ανατροπή της καθημερινότητάς της ξεχύθηκε προς διευθέτηση των εκκρεμοτήτων και των αναγκών της αφήνοντας πίσω κάθε μέσο προφύλαξης. Η κυβερνητική ελαφρότητα μετέδιδε εμμέσως το μήνυμα ότι έχουμε ξεμπερδέψει – τουλάχιστον για το καλοκαίρι, και από φθινόπωρο βλέπουμε.
Είναι καταφανής η ευθύνη της κυβέρνησης, η οποία όφειλε να μετράει περισσότερο τα λόγια της στην προσπάθειά της να διαφημίσει παγκοσμίως την Ελλάδα ως τον πλέον ασφαλή προορισμό. Και να διατηρεί μέτρα περιορισμού των «συνωστισμών» χωρίς διακρίσεις. Και να ελέγχει καλύτερα και περισσότερο τις εισόδους της χώρας. Και να ετοιμάζει το σύστημα υγείας για ενδεχόμενη ανατροπή σκηνικού.
Δεν το έκανε, ή σε κάποιες περιπτώσεις δεν το έκανε αρκετά, με αποτέλεσμα πολλοί να πιστέψουν ότι ο κορωνοϊός εξαφανίστηκε. Άλλοι, κυρίως νέοι και πιτσιρίκια, οι οποίοι και στην καραντίνα «ξεσάλωναν» συστηματικά, συχνά εν γνώσει των αρμοδίων, χωρίς αυτό να γίνεται θέμα, συνέχισαν και αύξησαν τις χωρίς προφύλαξη δραστηριότητές τους.
Με τη διαφορά ότι στην καραντίνα έκαναν ανοησίες μόνοι τους, ενόσω οι γέροντες και οι ευπαθείς ήταν σε καραντίνα, ενώ τώρα, με το γενικό «ξεκλείδωμα» και τον (περιορισμένο πάντως) τουρισμό, μετατράπηκαν σε μέσο ταχείας διάδοσης του κορωνοϊού. Με αποτέλεσμα σήμερα να τίθεται το δίλημμα περί καταστολής ή νουθεσίας. Στο πλαίσιο της πρώτης επιλογής κινήθηκε ο Χρυσοχοΐδης, στο δεύτερο ο Τσιόδρας.
Όμως το πιο ενδιαφέρον φαινόμενο του καιρού μας δεν είναι ούτε οι μπαφιασμένοι ούτε οι αδιάφοροι ούτε οι απληροφόρητοι. Είναι ένα κύμα φανατικών (ιδεολόγων, θρησκευόμενων, ιερωμένων κ.λπ.) οι οποίοι είτε πιστεύουν και αναπαράγουν θεωρίες συνωμοσίας – κοινώς φαντασιώνονται ότι ένα παγκόσμιο σύστημα εξουσίας επιχειρεί να τους ελέγξει… αυτοκτονώντας διά της οικονομικής καταστροφής – είτε απλώς εκμεταλλεύονται την αμάθεια και την απελπισία μεγάλου μέρους του πληθυσμού για να συγκροτήσουν κινήματα αντίστασης σε ανύπαρκτους εχθρούς.
Το ακόμη πιο ενδιαφέρον – και μάλλον ανησυχητικό – στοιχείο είναι ότι αυτή η συνομοταξία δεν έχει ένα και μοναδικό ιδεολογικό πρόσημο. Αντιθέτως – όπως και σε άλλες περιστάσεις, σχετιζόμενες με κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις των τελευταίων ετών – με ένα απλό ψάξιμο στο διαδίκτυο, και ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και στις αφίσες και τις δράσεις τους, θα διαπιστώσουμε πως το ιδεολογικό τους στίγμα μπορεί να είναι άνετα ακροδεξιό ή ακροαριστερό, χωρίς να αποκλείονται (κάθε άλλο!) οι ενδιάμεσες εκδοχές.
Με δεδομένο ότι, μέχρι στιγμής, οι βαριές οικονομικές επιπτώσεις έχουν κρυφτεί κάτω από το πέπλο των επιδοτήσεων και των επιδομάτων, οι επόμενοι μήνες αναμένεται να αποκαλύψουν το βάθος και το εύρος μιας ακόμη κοινωνικής καταστροφής. Και τότε η κυβέρνηση θα κινδυνεύει να αναμετρηθεί με τη δίκαιη αγανάκτηση των οικονομικά κατεστραμμένων.
Το ερώτημα όμως είναι αν η κοινωνία θα εκφράσει τον θυμό ή/και τις διεκδικήσεις της με αγώνες ή θα ξεπέσει στην παραλογιά, στην οποία προσπαθούν να τη σύρουν οι φανατικοί και οι ψεκασμένοι κάθε απόχρωσης.