Του Αποστόλη Λουλουδάκη *
«τα τ’ εόντα προ τ’ εόντα τα τ’ εσόμενα»
– Ησίοδος
Ήταν το 1929 όταν στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου που οι ιστορικοί Λουσιέν Φεβρ και Μαρκ Μπλοχ ίδρυσαν το κλασικό έκτοτε περιοδικό Annales d’ Histoire Economique et Sociale (Χρονικά Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας) και που
ο Μαρκ Μπλοχ επεσήμανε ότι «η κατανόηση του παρελθόντος ξεκινάει από το παρόν και η κατανόηση του παρόντος να γίνεται με το φως του παρελθόντος» κάτι βέβαια που το είχε πρωτοπεί ο Ησίοδος.
Όταν η έκδοση του περιοδικού μεταφέρθηκε στο Παρίσι, εκεί θα ενταχθεί στους συνεργάτες του η καταλυτική μορφή του Φερνάν Μπρωντέλ που έλεγε επίσης : “Η ιστορία δεν αποτελεί απλή αφήγηση τετελεσμένων γεγονότων, αλλά προσπάθεια αναδόμησης και ερμηνείας του παρελθόντος, με στόχο συνήθως την ερμηνεία του παρόντος και την πρόβλεψη του μέλλοντος.”
Αφορμή αυτού του άρθρου είναι η έκδοση ενός βιβλίου για την “πολιτική του Ελσίνκι” από τον πρωθυπουργό που μας έβαλε στην ΟΝΕ με τα περίφημα greek statistics και που κορυφαία υπουργικά του στελέχη, έγιναν τρόφιμοι του σωφρονιστικού μας συστήματος, που ο Michel Foucault έγραψε σχετικό πόνημα.
Μία παρένθεση θέλω να κάνω εδώ, γιατί υπάρχει σε πολλούς μια ιστορική απορία, πώς είναι δυνατόν ο πατέρας του να βρίσκεται στο ίδιο μπαλκόνι με τον Άρη Βελουχιώτη στην ομιλία του στη Λαμία, 3 μέρες μετά την απελευθέρωση της από τα ναζιστικά στρατεύματα, στις 22 Οκτώβρη 1944, που χιλιάδες κόσμου συγχρόνως να τους επευφημούν, και μετά την Συνθήκη της Βάρκιζας ο Βελουχιώτης να είναι μόνος την τελευταία μέρα της ζωής του με με μερικούς μόνο συντρόφους στις 15 Ιουνίου του 1945 στη χαράδρα του Φάγγου στον Αχελώο ποταμό και απέναντι του όχι οι γερμανοί κατακτητές αλλά ελληνικό απόσπασμα να τον καταδιώκει και ο πατέρας του όπως και οι άλλοι χιλιάδες φίλοι του και σύντροφοι να είναι εξαφανισμένοι, σαν να είχαν γίνει οι σύγχρονοι λωτοφάγοι του αγώνα της αντίστασης από τον Θανάση Κλάρα. Άραγε ο τέως πρωθυπουργός έκανε ποτέ αυτή την ερώτηση στον πατέρα του και τι τυχόν του απάντησε ή έστω αν απλά διερωτήθηκε γι’ αυτό το γεγονός?
Ας κάνουμε όμως ένα μικρό ιστορικό για το “Ελσίνκι”, που ορισμένοι προσπαθούν να το αναδείξουν ως τη χαμένη ευκαιρία της εξωτερικής μας πολιτικής, όσον αφορά τις σχέσεις μας με την Τουρκία, που για να μη κρατάμε τον αναγνώστη σε αγωνία, ήταν ότι εμείς συμφωνήσαμε να γίνει η Τουρκία υποψήφιο μέλος της ΕΕ χωρίς η Ελλάδα να πάρει κάτι και που δυστυχώς ακόμα δεν έχει καταρριφθεί ο μύθος που το περιβάλλει.
Για να καταλάβουμε τι είναι το “Ελσίνκι” πρέπει πρώτα να πάμε στο 1974.
Το ΠΑΣΟΚ κτίστηκε στη βάση της διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη. Ένα πατριωτικό κείμενο που με τα χρόνια καταλαβαίνουμε την βαρύτητα του.
Ο κ. Σημίτης πέρασε από σαράντα κύματα μέχρι την στιγμή που ο θάνατος του ιδρυτή του κινήματος, τον έφερε στο πρωθυπουργικό αξίωμα και Πρόεδρο του κινήματος.
Προηγούμενα είχε αρχίσει να κτίζει το προφίλ του πατώντας σε δύο βάρκες, αυτή του εκσυγχρονισμού και την άλλη του κράτους πρόνοιας που το απέδειξε το 1993 καταψηφίζοντας τον προϋπολογισμό για τις αμυντικές δαπάνες μαζί με τον Θ. Πάγκαλο, κόντρα στη γραμμή του κινήματος.
Σ’ αυτά τα πολιτικά πρόσωπα η κρίση των Ιμίων του 96 τα ανάγκασε να προσεγγίσουν και την πραγματικότητα των εξοπλιστικών δαπανών, την οποία είχαν αμφισβητήσει εμπράκτως νωρίτερα.
Από την άλλη πλευρά όμως και συγκεκριμένα την 8η Ιουλίου 1997 στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Μαδρίτη και μετά από πολύμηνες και έντονες παρασκηνιακές πιέσεις της τότε ΥΠΕΞ των ΗΠΑ κ. Madeleine Albright, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας κ. Κώστας Σημίτης με τον Πρόεδρο της Τουρκίας κ. Suleyman Demirel συμφωνούν σε ένα «Κείμενο Αρχών» με σκοπό την αποφυγή εντάσεων στο Αιγαίο και την απομάκρυνση του κινδύνου στρατιωτικής εμπλοκής Ελλάδος-Τουρκίας. Το συμφωνηθέν αυτό κείμενο ονομάσθηκε όπως πλέον όλοι το γνωρίζουμε «Κοινό Ανακοινωθέν της Μαδρίτης».Τι έλεγε :
-
Αμοιβαία δέσμευση για την ειρήνη, την ασφάλεια και τη συνεχή ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας.
-
Σεβασμό της κυριαρχίας της κάθε χώρας.
-
Σεβασμό των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών.
-
Σεβασμό στα θεμιτά , ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία τους.
-
Δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας, ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξήγηση, και
-
Δέσμευση διευθέτησης των διαφορών τους με ειρηνικά μέσα, στη βάση αμοιβαίας συναίνεσης και χωρίς τη χρήση βίας ή την απειλή βίας».
Εν τω μεταξύ επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου έχει κυρωθεί η Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (Unclos) που στο άρθρο 2 του Ν. 2321/1995 (ΦΕΚ 136/Α/23-6-1995) η Ελλάδα με απλό Προεδρικό διάταγμα μπορεί να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα μέχρι τα 12 ν.μ., το τουρκικό κοινοβούλιο αντί να κυρώσει την Unclos, ψηφίζει το γνωστό casus belli, γιατί γνωρίζει ότι η υφαλοκρηπίδα ξεκινά από κει που σταματούν τα χωρικά μας ύδατα και που δυστυχώς δεν υπάρχει ουδεμία αντίδραση εκ μέρους της τότε κυβέρνησης.
Ας δούμε λοιπόν πως «διάβασε» η τουρκική πλευρά αυτήν την συμφωνία ενώ εμείς δεσμευμένοι από την “Μαδρίτη” περί αποφυγής μονομερών ενεργειών, αφήσαμε στις διερευνητικές καλένδες την επέκταση των χωρικών μας υδάτων, που ξεκίνησαν το 2002.
Το 1998 εκδόθηκε το βιβλίο από το Ανώτατο Ίδρυμα Κουλτούρας, Γλώσσας και Ιστορίας «Κεμάλ Ατατούρκ», με τίτλο «Το θεμελιώδες πρόβλημα στο Αιγαίο, τα νησιά αμφισβητούμενης κυριαρχίας» που περιγράφει από τότε τις τουρκικές απόψεις (και επιδιώξεις) για τις «γκρίζες ζώνες» και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις γενικότερα και το 2001 ο Τούρκος αντιστράτηγος Αττίλα Ατές, διοικητής των Τουρκικών Πολεμικών Ακαδημιών, παρουσιάζει μία εμπεριστατωμένη έκθεση σε 150 σελίδες των τουρκικών απόψεων για το πρόβλημα του Αιγαίου, που εκεί γράφει: «Το έγγραφο αυτό που προετοιμάστηκε από την Ακαδημία του Πολεμικού Ναυτικού έχει διατεθεί για χρήση με στόχο οι εργασίες που θα γίνουν σχετικά με τα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες του Αιγαίου στο άμεσο μέλλον να θεμελιωθούν πάνω σε επιστημονικές βάσεις και αλήθειες» και από τον πρόλογο ξεκαθαρίζει:
«Καμία νομική αντίληψη και κανόνας δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της Τουρκίας στα χωρικά της ύδατα και την απομόνωσή της από τη θάλασσα που επί εκατοντάδες χρόνια χρησιμοποιούσε μόνη της και με την οποία έχει άρρηκτους δεσμούς γεωγραφικής, ιστορικής, οικονομικής, κοινωνικής υφής, και δεσμούς ασφάλειας. Το γεγονός ότι το Αιγαίο, που είναι μία ημίκλειστη θάλασσα με πολλά νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που ανήκουν στην Ελλάδα και βρίσκονται πολύ κοντά στην ηπειρωτική Τουρκία, καθώς και το ότι πολλά νησιά βρίσκονται σε καθεστώς “διαφιλονικούμενης νήσου”
»Επειδή στο πλαίσιο των διατάξεων της Σύμβασης Διεθνούς Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών τα κατοικημένα και ακατοίκητα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες έχουν χωρικά ύδατα και τα κατοικημένα νησιά, τα οποία έχουν δική τους οικονομική δραστηριότητα, έχουν υφαλοκρηπίδα και ιδιαίτερες οικονομικές περιοχές (ΑΟΖ), η υπάρχουσα διαφωνία καθίσταται ακόμη πιο ζωτική».
Και οι τουρκικές αμφισβητήσεις για το καθεστώς νησιών και νησίδων συνοψίζεται στην έκθεση Ατές ως εξής και που έχουν μετατρέψει το πρόβλημα του Αιγαίου σε μία από τις πιο σημαντικές τρέχουσες πιθανές εστίες σύγκρουσης στις θάλασσες του κόσμου.
«Η κυριαρχία της Τουρκίας, που είναι διάδοχος του Οθωμανικού Κράτους, συνεχίζεται στο Βόρειο Αιγαίο πάνω σε νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που δεν έχει καταλάβει η Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και στο Νότιο Αιγαίο στα νησιά Mentese και στα παρακείμενα νησιά (σύμπλεγμα 46 νησιών), εκτός από τη Ρόδο, το Καστελόριζο και τα Δωδεκάνησα».
Ο Αττίλα Ατές ήταν αυτός που χρησιμοποίησε την φράση :το Αιγαίο ως ελληνική λίμνη και που απ’ αυτόν την έχουν κάνει σύνθημα ορισμένοι Έλληνες πολιτικοί, καθηγητές πανεπιστημίων, οπαδοί για να δικαιολογήσουν την δική τους φαναριώτικη πολιτική υποτέλειας.
Έγραφε λοιπόν στην έκθεση του :
“Για να μπορέσει η Ελλάδα να μετατρέψει όλο το Αιγαίο σε μία ελληνική λίμνη, πρέπει να οικειοποιηθεί ακριβώς αυτές τις νήσους, νησίδες και βραχονησίδες που βρίσκονται υπό τουρκική κυριαρχία. Κατά συνέπεια η κρίση των Ikizce / Kardak [Ίμια] στις αρχές του έτους 1996 προέκυψε γι’ αυτόν τον λόγο. Με την κρίση των βραχονησίδων εξαιτίας της προβολής δικαιωμάτων εκ μέρους της Ελλάδας επί άνω των 100 νήσων, νησίδων και βραχονησίδων που βρίσκονται σήμερα υπό τουρκική κυριαρχία στο Αιγαίο, έχει έλθει στην επικαιρότητα το πρόβλημα των “διαφιλονικούμενων νησιών’’.
Δηλαδή αμφισβητεί την εθνική κυριαρχία των νήσων μας του Αιγαίου και υπάρχουν Έλληνες που συμμερίζονται τα επιχειρήματα του γιατί αγνοούν τις διεθνείς συνθήκες.
Για να φτάσουμε στην Σύνοδο του Ελσίνκι που έγινε 10-11 Δεκέμβρη 1999, ας θυμηθούμε ακόμα τι γεγονότα προηγήθηκαν.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1999, σκάει σα βόμβα στην Αθήνα, η είδηση ότι ο Κούρδος ηγέτης Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ο οποίος φιλοξενούνταν… για δεκαπέντε μέρες στην Ελληνική πρεσβεία στο Ναϊρόμπι της Κένυας, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πρεσβεία και η επίσημη ανακοίνωση ανέφερε ότι τα ίχνη του χάθηκαν και μετά μάθαμε όλοι τι συνέβη μετά τις παραιτήσεις αρκετών υπουργών της κυβέρνησης του.
Στις 24 Μαρτίου του 1999 ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί της Σερβίας από τις νατοϊκές δυνάμεις. Προηγουμένως, όλες οι προσπάθειες για μία ειρηνική επίλυση της διένεξης στο Κοσσυφοπέδιο είχαν καταλήξει σε αδιέξοδο. Στόχος της συντονισμένης επίθεσης της νατοϊκής συμμαχίας ήταν ο τερματισμός των σερβικών στρατιωτικών επιχειρήσεων σε βάρος των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου.
Από την ιταλική στρατιωτική βάση Πιατσέντσα απογειώθηκαν και γερμανικά μαχητικά. Τότε, ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ σε τηλεοπτικό του διάγγελμα τόνιζε ότι οι σερβικές δυνάμεις ενέτειναν την «τρομοκρατική τακτική» τους κατά των Κοσοβάρων, ότι το Βελιγράδι έχει παραβιάσει κάθε συμφωνία και ότι «η χρήση βίας είναι η τελευταία επιλογή που μας απομένει». Ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος, ο οποίος ηγούνταν ενός συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων υπογράμμισε στο διάγγελμα ότι με τη συμμετοχή γερμανικών μαχητικών στις νατοϊκές επιχειρήσεις είναι η πρώτη φορά από το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου που γερμανοί στρατιώτες εμπλέκονται σε εχθροπραξίες.
Η Γερμανία συμμετείχε με μαχητικά της σε επιχείρηση του ΝΑΤΟ, η οποία ωστόσο δεν είχε εντολή από τον ΟΗΕ. Η Δύση αιτιολόγησε τότε τους βομβαρδισμούς της Σερβίας με το αδιέξοδο των διπλωματικών προσπαθειών.
Έτσι στις 13 Ιουνίου 1999 το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα υπέστη πανωλεθρία στις ευρωεκλογές και ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ γεύθηκε για πρώτη φορά μια βαριά προσωπική ήττα.
Στις 7 Σεπτεμβρίου γίνεται σεισμός στην Αθήνα, βαθμών 5,9 Ρίχτερ, Το εργοστάσιο της εταιρείας Ρικομέξ καταρρέει, με 39 νεκρούς εργαζόμενους. Οι νεκροί από το σεισμό υπολογίζονται γύρω στους 145.
Στις 14 Σεπτεμβρίου γίνεται η τρομερή αεροπορική τραγωδία σε κυβερνητικό αεροσκάφος λίγο πριν την προσγείωσή του στο Βουκουρέστι λόγω αναταράξεων με απολογισμό 6 νεκρών , ανάμεσά τους κι ο τότε αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών Γιάννος Κρανιδιώτης.
Στις 17 Σεπτεμβρίου αρχίζει το μεγάλο κραχ του Χρηματιστηρίου Αθηνών, από το μέγιστο επίπεδο των 6.355 μονάδων όπου είχε φθάσει.
Αλλά λίγο πριν την Σύνοδο στο Ελσίνκι έχουμε επίσης στις 3 Δεκεμβρίου 1999 στην Νέα Υόρκη, ξανά εκ του σύνεγγυς συνομιλίες για προετοιμασία του εδάφους για ουσιαστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκου Κληρίδη, που με το ψευδώνυμο Υπερείδης διακρίθηκε στον αγώνα της ΕΟΚΑ και του Ραούφ Ντενκτάς, ηγέτη τότε των Τουρκοκύπριων που υπηρέτησε πιστά τους Άγγλους στη διάρκεια του αγώνα της Κύπρου κατά της αποικιοκρατίας και ήταν αυτός που ως εισαγγελέας καταδίκασε τον Μιχαλάκη Καραολή σε θάνατο δια απαγχονισμού και που ο Αλμπέρ Καμύ είχε γράψει επιστολή στην γαλλική εφημερίδα Λ’ Εξπρές στις 6 Δεκεμβρίου 1955 όπου έγραφε μεταξύ άλλων :
“Για μια ακόμη φορά, η ταπεινή διεκδίκηση ενός λαού που παρέμεινε επί χρόνια βωβή και φιμώθηκε ευθύς μόλις θέλησε να εκφραστεί, ξεσπά τώρα σε εξέγερση. Για μια ακόμη φορά, η τυφλή καταπίεση προηγήθηκε της εξέγερσης. […] Τώρα έρχεται η ώρα των μαρτύρων που ακούραστοι, όπως και οι καταπιεστές, κατορθώνουν να επιβάλουν σε έναν αδιάφορο κόσμο τη διεκδίκηση ενός λαού ξεχασμένου από όλους, εκτός από τον εαυτό του. […] Οι φίλοι της Αγγλίας την καλούν πρώτοι να σώσει, κατά πρώτο λόγο, τον Μιχαήλ Καραολή και ύστερα να του αποδώσει ελεύθερη την τρισχιλιετή πατρίδα του…”
Πριν αυτές τις συνομιλίες ο Γλαύκος Κληρίδης στον τομέα της Άμυνας είχε συνεργαστεί με την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου που είχε εξαγγείλει τη κήρυξη του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου. Ανάμεσα στα άλλα προχώρησε σε υλοποίηση προηγούμενων αποφάσεων για αγορά ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S 300 και στη δημιουργία αεροπορικής και ναυτική βάσης στην Κύπρο. Η αεροπορική βάση ολοκληρώθηκε στις 24 Ιανουαρίου 1999, αλλά οι ρωσικοί πύραυλοι δεν ήρθαν ποτέ στην Κύπρο, λόγω της έντονης διαφωνίας της Ελληνικής Κυβέρνησης Σημίτη όπως έχει γραφτεί.
Εδώ θα αναφέρουμε ότι οι συνομιλίες αυτές κατέληξαν στο γνωστό σχέδιο του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν για την υποτιθέμενη συνολική επίλυση του Κυπριακού που τόσο στήριξε η τότε κυβέρνηση Σημίτη. Το κείμενο αυτό γράφτηκε από το χέρι του λόρδου Χάνεϊ. Η αρχική του μορφή (το αποκαλούμενο σήμερα σχέδιο Ανάν Ι) παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 11 Νοεμβρίου 2002 και το δεύτερο αναθεωρημένο σχέδιο στις 10 Δεκεμβρίου 2002 (Σχέδιο Ανάν ΙΙ) το οποίο όμως πολέμησε ο Ραούφ Ντενκτάς άσχετα που στην Ελλάδα οι οπαδοί του σχεδίου Ανάν το αποκρύπτουν και μιλούν μόνο ότι η Τουρκοκυπριακή πλευρά στο δημοψήφισμα ψήφισε υπέρ.
Έτσι μέσα σ’ αυτό το κλίμα, μετά την λήξη της Ευρωπαϊκής Συνόδου στο Ελσίνκι που κράτησε από τις 10-11 Δεκέμβρη ας δούμε όμως τι καταγράφει το κείμενο των συμπερασμάτων του Ελσίνκι σχετικά με την Τουρκία και τις υπόλοιπες υποψήφιες χώρες προς ένταξη στην ΕΕ (παράγραφος 4): Η ΕΕ «παροτρύνει τα υποψήφια κράτη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων». Καλεί δε «να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του “Διεθνούς Δικαστηρίου”» και επισημαίνει ότι «το αργότερο στα τέλη του 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει την κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά» χωρίς όμως να ξεκαθαρίζει ότι πρώτα η Τουρκία οφείλει να κυρώσει την Unclos και να αναγνωρίσει την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης γιατί προσφυγή στη Χάγη σημαίνει υπογραφή συνυποσχετικού.
Γιατί τα κείμενα είναι σαφή. Αντί η τότε κυβέρνηση να επιμείνει ότι η μοναδική διαφορά με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα, υπέγραψε ότι αναγνωρίζει το δικαίωμα της Τουρκίας να εγείρει θέμα «συνοριακών διαφορών» με την Ελλάδα, η επίλυση μάλιστα των οποίων – πέρα από τη Χάγη – τίθεται και υπό τη δικαιοδοσία της ΕΕ που βάσει του άρθρου 28 του Συντάγματος μας στην παράγραφο 3 διαβάζουμε :
H Eλλάδα προβαίνει ελεύθερα, με νόμο που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, δεν θίγει τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και γίνεται με βάση τις αρχές της ισότητας και με τον όρο της αμοιβαιότητας. και διαβάζουμε στην Ερμηνευτική δήλωση: Το άρθρο 28 αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Δηλαδή η ΕΕ ουσιαστικά μεταφέρει με την απόφαση του Ελσίνκι το πρόβλημα των ελληνοτουρκικών διαφορών στους δύο ενδιαφερόμενους και δεν φαίνεται να επιθυμεί την άμεση εμπλοκή της στις εξελίξεις ούτε δείχνει να επείγεται για την επίλυσή του. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι η όλη στάση της για μια ακόμη φορά λειτουργεί μάλλον υπέρ της Τουρκίας και όχι όπως το ‘πουλούν” εδώ οι οπαδοί του Ελσίνκι, ότι κατάφερε η τότε ελληνική κυβέρνηση να κάνει την διαφορά μας με την Τουρκία, διαφορά ΕΕ – Τουρκίας.
Γιατί όμως αυτό το ενδιαφέρον της ΕΕ για την Τουρκία?
Εδώ υπάρχουν δύο παράγοντες που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο.
Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ και ο πόλεμος στα Βαλκάνια που οι Γερμανοί ήταν οι πρωτεργάτες της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας.
Επειδή η Τεχεράνη είχε καταφέρει να διεισδύσει στη πρώτη φάση του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, ειδικά κατά τη διάρκεια του πολέμου της Βοσνίας το 1992-95, αν και ο Βόσνιος ηγέτης Αλί Αϊζεμπέκοβιτς ενισχύονταν από το Ιράν ήδη από τη δεκαετία του 1980 και το Ιράν βοήθησε πολύ στην συγκρότηση και εκπαίδευση των βοσνιακών δυνάμεων και επίσης παρείχε υποστήριξη σε όπλα, πυρομαχικά και εφόδια.
Όλο αυτό ανάγκασε την ΕΕ να δει με άλλο μάτι την Τουρκία που μαζί με τις ΗΠΑ έπρεπε να βγάλουν τον Ιράν από τη μέση (παρόμοιο σκηνικό βλέπουμε στη Συρία με την εμπλοκή των φρουρών της Επανάστασης και της Χεζμπολάχ και που έφερε τους Πέρσες ξανά στη Μεσόγειο, μετά την διάλυση της Αυτοκρατορίας τους από τον Μέγα Αλέξανδρο), ουσιαστικά από εκείνη την στιγμή ξεκινούσε ένας γεωπολιτικός ρόλος της Τουρκίας που μέχρι τώρα δεν ξέρουμε κατά πόσο ήταν εν γνώσει της τότε πολιτικής ηγεσίας μας. Γιατί έτσι η Τουρκία δεν βρέθηκε στα Βαλκάνια μέσα στα πλαίσια της νεο-οθωμανικής της στρατηγικής όπως καλλιεργείται αυτή η άποψη στην Ελλάδα, αλλά οι δυτικοί μας σύμμαχοι την έφεραν στη γειτονιά μας καθ’ υπόδειξη τους. Και δεν πρόκειται να αποδυναμωθεί ο ρόλος της, επειδή όπως εδώ λέγεται, μας έδωσε το ΝΑΤΟ τον ρόλο να περιπολούν στον εναέριο χώρο της Αλβανίας, Μαυροβουνίου εναλλάξ μαζί με την Ιταλική πολεμική αεροπορία και πρόσφατα της Βόρειας Μακεδονίας τα ελληνικά F 16.
Έτσι η Τουρκία λαμβάνοντας τότε το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι πίστευαν ότι συνεισέφερε στην ασφάλεια της περιοχής και γινόταν γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής.
Βέβαια οι ΗΠΑ θεωρούσαν τότε ότι μπορούσε να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο σε πολλαπλά περιφερειακά υποσυστήματα με κύρια αυτά της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων και του Καυκάσου.
Για την τότε στάση υπέρ της Τουρκίας συνέβαλε το γεγονός ότι από το 1998 που στην εξουσία ανήλθε ο Σοσιαλδημοκράτης Γκέρχαρντ Σρέντερ ήταν αυτός που μετέβαλε την πολιτική της Γερμανίας απέναντι στην Τουρκία και στήριξε επίσημα την υποψηφιότητα της σε συνάρτηση βέβαια με την υποστήριξη της Μεγάλης Βρετανίας του εργατικού Τόνι Μπλερ.
Εδώ όμως πρέπει να παραθέσουμε την μαρτυρία του πρώην καγκελάριου Χέλμουτ Κολ που μετά τις εκλογές του 2002 ερμηνεύοντας την αμφίρροπη στάση των Σρέντερ και Φίσερ στο θέμα της αποκατάστασης των σχέσεων Ουάσιγκτον – Βερολίνου, διαταραγμένων λόγω του γερμανικού, προεκλογικού «Οχι» έναντι μιας επίθεσης κατά του Ιράκ είπε ότι ανταλλάξιμο προϊόν είναι, η εύνοια προς την Τουρκία, «ούτως ώστε να ικανοποιηθούν οι αμερικανικές επιθυμίες».
Αξίζει να δούμε όμως πώς το εκλογικό ευρωπαϊκό σώμα είδε την απόφαση της Συνόδου του Ελσίνκι παρά την εδώ ευφορία.
Στη Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, αντιμετώπισαν με αυξανόμενο σκεπτικισμό την προοπτική της ένταξης της Τουρκίας με τάσεις που κυμαίνονται από την άρνηση για πλήρη ένταξη στη Γαλλία μέχρι την αποδοχή μιας άλλης «προνομιακής σχέσης» σε Γερμανία, Ολλανδία και εν μέρει ορισμένοι στη Γαλλία.
Και όταν στις 3/5/2005 ο Γερμανός καγκελάριος Σρέντερ έκανε το τελευταίο του ταξίδι στην Τουρκία αυτά τα σχόλια κυριαρχούσαν στο σύνολο του γερμανικού τύπου.
Süddeutsche Zeitung: «Η άνοδος της τουρκικής οικονομίας και οι άριστες οικονομικές γερμανοτουρκικές σχέσεις δεν θα είναι σίγουρα ούτε το μοναδικό θέμα, αλλά ούτε και το σημαντικότερο θέμα στην ατζέντα Σρέντερ κατά την επίσκεψή του στην Τουρκία. Μετά την 17η Δεκεμβρίου, όπου η Τουρκία εξασφάλισε για την 3η Οκτωβρίου την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων, άρχισαν να κινητοποιούνται στη χώρα εθνικιστές, ευρωσκεπτικιστές και φονταμενταλιστές σε τέτοιο βαθμό που πολλοί πιστεύουν ότι άλλαξε η στάση της Τουρκίας: το κυβερνητικό κόμμα ΑΚΠ απογοητεύτηκε από την Ευρώπη, διότι επένδυσε πολλές ελπίδες του στην διαδικασία προς την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Έτσι ήλπιζε πως η ΕΕ θα βοηθήσει την Τουρκία να απαλλαγεί από τις κεμαλικές χειροπέδες που της επιβάλλουν μέχρι τώρα την απαγόρευση της ισλαμικής μαντίλας σε δημόσιους χώρους. Οι προσπάθειες της τουρκικής κυβέρνησης να χαλαρώσει τις σχετικές διατάξεις απετράπησαν με την σθεναρή παρέμβαση του στρατιωτικού κατεστημένου, του ανώτατου δικαστικού σώματος και της σοσιαλδημοκρατικής αντιπολίτευσης. Στο θέμα αυτό κανείς από την ΕΕ δεν ανεμείχθη, διότι πρόκειται για ένα ευαίσθητο και ακανθώδες ζήτημα. Από την άλλη όμως η ΕΕ απαιτεί περισσότερα δικαιώματα για τις χριστιανικές κοινότητες της Τουρκίας. Αυτό εξάλλου είναι και το μήνυμα της επίσκεψης του καγκελάριου Σρέντερ στο ορθόδοξο πατριαρχείο Κων/πόλεως. Η Τουρκία είναι μια χώρα που πολλά, ακόμη και στην πολιτική, εξαρτώνται από τη συναισθηματική φόρτιση και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα γι’ αυτό η τακτική της ΕΕ ερμηνεύτηκε ως μη φιλική. Τα πρώτα σημάδια κόπωσης για το ευρωπαϊκό όραμα εισπράττει τώρα το κυβερνών κόμμα: στις δημοσκοπήσεις μόνον το 63% των Τούρκων επιμένουν για ένταξη στην ΕΕ, έναντι του περσινού 70%. Μπορεί ο Σρέντερ να πηγαίνει στην Τουρκία ως καλός φίλος και εταίρος, όμως η αλλαγή νοοτροπίας που δήλωσε ότι απαιτείται για την ένταξη της χώρας στην ΕΕ ήδη επιβεβαιώνει αυτό που είπε ο Ερντογάν ‘στις Βρυξέλλες έσπασε ένα σκοινί’ , υπονοώντας τη διένεξη για το κυπριακό και κατ’ επέκταση την διαπίστωση πως στην ΕΕ μπορεί κάποια επιτροπή να φαλκιδεύσει για οποιοδήποτε θέμα την πορεία ένταξης της χώρας του.»
Frankfurter Allgemeine Zeitung: «Ακόμη και ο καγκελάριος Σρέντερ απαιτεί από την Τουρκία αλλαγή νοοτροπίας. Ίσως αντελήφθη πόσο διαδεδομένη είναι η κόπωση όλων των χωρών-μελών της ΕΕ από την διεύρυνση και πόσο αρνητικά επιδρά στους πολίτες της η συζήτηση για την ένταξη ή μη της Τουρκίας. Ενόψει εκλογών στο πολυπληθέστερο κρατίδιο της Γερμανίας εμφανίζεται συγκρατημένος.»
Tageszeitung: «Η κυβέρνηση Ερντογάν απειλείται από το εθνικιστικό κύμα που κατακλύζει σιγά-σιγά την Τουρκία. Ο τουρκικός λαός αισθάνεται ανασφαλής, δεν γνωρίζει πια τι πρέπει να πιστεύει και εάν θα πρέπει όντως να στηρίζει την ένταξη στην ΕΕ. Πολλοί είναι οι Τούρκοι πολίτες που αισθάνονται αδικημένοι και παραγκωνισμένοι. Η ευρωπαϊκή πολιτική του Ερντογάν απειλείται με αποτυχία. Τί θα του προσφέρει ο Σρέντερ; Είδομεν».
Frankfurter Rundschau: «Η ευφορία του Ερντογάν μετατράπηκε σε λίγους μήνες σε απογοήτευση. Η κριτική για τον ρυθμό των μεταρρυθμίσεων στην Τουρκία προκάλεσε πικρία στον Τούρκο πρωθυπουργό που δεν μπορεί να αντιληφθεί γιατί ασκείται τόση κριτική, ενώ στην χώρα του έχουν γίνει τόσο πολλά, ενώ οι προσπάθειες είναι τεράστιες. ‘Αν κάπου κυριαρχεί λήθαργος, είναι στην ΕΕ και όχι στην Τουρκία’ εμμένει ο Τούρκος πρωθυπουργός και επισημαίνει ότι εθίγη με την κριτική ο λαός του. Ταυτόχρονα για πρώτη φορά μετά την στράτευσή του υπέρ της Ευρώπης ο άλλοτε ισλαμιστής Ερντογάν δηλώνει επίσημα πως είναι εθνικιστής και χρησιμοποιεί όλο και συχνότερα εθνικιστικούς τόνους. Στο μεταξύ είναι γεγονός ότι το στρατιωτικό κατεστημένο έχει ήδη αποφανθεί ότι περαιτέρω υποχωρήσεις στο κυπριακό και στο κουρδικό δεν πρόκειται να ανεχθεί. Ο Σρέντερ κάνει ένα δύσκολο ταξίδι.»
Για να καταλάβουμε όμως καλύτερα τον ρόλο του Σρέντερ ας δούμε όμως πάλι, πώς αλλάζει τη στάση του και τι ακριβώς ανέφερε σε συνέδριο τον Μάρτη του 2014 που διοργάνωσε η εφημερίδα Die Zeit με θέμα την κρίση στην Ουκρανία. Εκεί στιγμάτισε τη λογική της Δύσης για δύο μέτρα και δύο σταθμά στις διεθνείς διενέξεις, επισημαίνοντας πως δεν μπορεί να επικαλείται το διεθνές δίκαιο στην Κριμαία, όταν και οι ΝΑΤΟϊκοί βομβαρδισμοί του’ 99 στην Γιουγκοσλαβία ήταν επίσης παράνομοι.
«Αυτό που συμβαίνει στην Κριμαία είναι παραβίαση του διεθνούς δικαίου, όπως παραβίαση ήταν και ο βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας. Εμείς (η Γερμανία) μαζί με το ΝΑΤΟ στείλαμε τα αεροσκάφη στη Σερβία για να βομβαρδίσουν ένα κυρίαρχο κράτος, χωρίς να υπάρχει έγκριση από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ» επεσήμανε ο πρώην καγκελάριος.
«Γι’ αυτόν τον λόγο, θα πρέπει να είναι προσεκτικοί όσοι σήμερα κουνούν το δάχτυλο” στη Ρωσία, συμπλήρωσε με νόημα ο Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Ο λόγος που τα λέει όλα αυτά δεν είναι άλλος από τις προνομιακές σχέσεις που ανέπτυξε με τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, όπως και ο Ερντογάν εξ άλλου, ως επικεφαλής του εποπτικού συμβουλίου της μεγαλύτερης ρωσικής πετρελαϊκής εταιρείας, της Rosneft και πρόεδρος του αγωγού Nord Stream 2.
Αυτό που πρέπει όμως να μας προβληματίζει δεν αφορούν τις άριστες σχέσεις του με την Ρωσία αλλά αυτά που γράφει στο τελευταίο του βιβλίο, με τον τίτλο «Η τελευταία ευκαιρία», που φιλοδοξεί να επιδράσει καταλυτικά και σε ένα άλλο μέτωπο, εξίσου κρίσιμο για τη χώρα του και την ΕΕ: Τις σχέσεις τους με την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν.
Η θέση που διατυπώνει σε αυτό είναι σαφέστατη. Αρχικά, επιρρίπτει ευθέως στην Ευρώπη και τη Γερμανία το κακό επίπεδο στο οποίο αυτές έχουν βρεθεί: «Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην Τουρκία και τη Δύση είναι αποτέλεσμα των λανθασμένων πολιτικών της ΕΕ. Εμείς οι Ευρωπαίοι και ειδικά οι Γερμανοί, αντιμετωπίσαμε αυτή τη χώρα και τους πολίτες της με ταπεινωτικό και υποκριτικό τρόπο», γράφει, σύμφωνα με το απόσπασμα που δημοσιοποιεί η τουρκική εφημερίδα Turkish Daily News.
Και συνεχίζει: «Η Ευρώπη οφείλει να αποδεχθεί το γεγονός ότι η Τουρκία έχει γίνει μια κυρίαρχη δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο. Είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι». Και συνεχίζει: «Μια νέα παγκόσμια τάξη, την οποία έχουμε ανάγκη, αποτελεί την τελευταία ευκαιρία για τη Δύση. Η Τουρκία, η Κίνα και η Ρωσία είναι σημαντικοί παίκτες στη διεθνή πολιτική. Η Δύση θα χάσει εάν αντιμετωπίσει αυτές τις χώρες με τη λογική του Ψυχρού Πολέμου».
Ο ίδιος, μάλιστα, δεν διστάζει να δικαιολογήσει τις στρατιωτικές επεμβάσεις της Άγκυρας σε Ιράκ, Συρία, Λιβύη και Καύκασο, ενώ επιχειρεί να απαντήσει προκαταβολικά σε όσους πιστεύουν πως μετά τον Ερντογάν τα πράγματα θα αλλάξουν. «Η σκέψη ότι μια νέα κυβέρνηση που θα αναλάβει μετά τον Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, γράφει, θα αναθεωρήσει την εξωτερική πολιτική της χώρας και θα πάψει να είναι μια δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο, παραπέμπει σε εκείνους που δεν ξέρουν να ξεχωρίσουν την κιμωλία από το τυρί».
Για να μην τον “αδικούμε” τελείως τον Σρέντερ, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι και ο άλλος εργατικός πρώην πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, ο Τόνι Μπλερ, δουλεύει για ένα ανταγωνιστικό αγωγό, τον γνωστό μας ΤΑΡ, που διοχετεύει φυσικό αέριο από τον σύμμαχο του Ερντογάν στο πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ, το Αζερμπαϊτζάν.
Ας θυμηθούμε ξανά την φράση του Θουκυδίδη:
“τῶν τε πατέρων μὴ χείρους κατ᾽ ἀμφότερα φανῆναι, οἳ μετὰ πόνων καὶ οὐ παρ᾽ ἄλλων δεξάμενοι κατέσχον τε καὶ προσέτι διασώσαντες παρέδοσαν ὑμῖν αὐτά (αἴσχιον δὲ ἔχοντας ἀφαιρεθῆναι ἢ κτωμένους ἀτυχῆσαι)” δηλαδή,
“Μην φανείτε διπλά κατώτεροι απ᾽ τους προγόνους σας που δεν κληρονόμησαν τόση δύναμη, αλλά την απόκτησαν με τον μόχθο τους, την διατήρησαν και μας την παράδωσαν. Είναι μεγαλύτερη ντροπή ν᾽ αφήσει κανείς να του πάρουν εκείνο που έχει παρά ν᾽ αποτύχει όταν επιχειρεί ν᾽ αποκτήσει κάτι.”
* Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΜέΡΑ25