Του Δημήτρη Μηλάκα
Για τους «οπαδούς» του (εντός και εκτός ΠΑΣΟΚ) ο Κώστας Σημίτης ήταν αυτός που «μας έβαλε στο ευρώ» που «νοικοκύρεψε το κράτος» έκανε «τα μεγάλα έργα» και «έβαλε την Κύπρο στην ΕΕ». Αυτή είναι, ωστόσο, η μια πλευρά του νομίσματος…
Μια ματιά στην άλλη πλευρά αυτού του νομίσματος μπορεί να ξεκινήσει με την εικόνα του Κώστα Σημίτη να καταψηφίζει (μαζί με τον Πάγκαλο) τις αμυντικές δαπάνες στον τελευταίο προϋπολογισμό που κατέθεσε ως πρωθυπουργός ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Πέραν των εσωκομματικών (και άλλων «πατροκτονικών») κινήτρων με την επιλογή της καταψήφισης των αμυντικών δαπανών ο Σημίτης «δήλωνε» τη διάθεσή του να αμφισβητήσει το τίμημα που συνεπάγεται η αμερικανική προστασία και να την αναζητήσει προσδένοντας τη χώρα πίσω από το γερμανικό άρμα που εκεί την εποχή ανέπτυσσε μεγάλες ταχύτητες οικονομικής ανάπτυξης…
Δεν πέρασε πολύς χρόνος από την «βέβηλη» πράξη της καταψήφισης των αμυντικών δαπανών και μάλιστα στον προϋπολογισμό του κόμματος στο οποίο ήταν ιδρυτικό μέλος, και ο Κώστας Σημίτης, ως πρωθυπουργός πια ανέλαβε να υλοποιήσει το μεγαλύτερο (μέχρι εκείνη της εποχή) εξοπλιστικό πρόγραμμα της χώρας. Είχε μεσολαβήσει η περιπετειώδης διαδοχή του ασθενή Ανδρέα Παπανδρέου (με τις ψήφους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας) η κρίση των Ιμίων , η ανάληψη της προεδρίας του ΠΑΣΟΚ (σε μια μεγάλη μάχη στο Συνέδριο του κόμματος) και η νίκη στις εκλογές το καλοκαίρι του 1996.
Τα Ίμια
Ο Σημίτης (ο ευρωπαϊκός του φιλογερμανικός προσανατολισμός) δέχθηκε ισχυρότατο πλήγμα με τις πρώτες μέρες (στην κυριολεξία) της πρωθυπουργίας του, όταν συνειδητοποίησε πως η μόνη δύναμη που στέκει ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, δεν είναι ούτε η ΕΕ ούτε η Γερμανία, ούτε καν το ΝΑΤΟ.
Αυτή η ανώμαλη προσγείωση του Κώστα Σημίτη, συνοψίζεται στο περίφημο «ευχαριστούμε τις ΗΠΑ» που εκστόμισε από το βήμα της βουλής ακριβώς μετά την εμπλοκή που δεν εξελίχθηκε σε θερμή αναμέτρηση μόνο χάρη στην Αμερικανική παρέμβαση.
Ο εκσυγχρονισμός που ευαγγελίζονταν οι κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη θα μπορούσε να προχωρήσει μόνο αν η χώρα δεν αμφισβητούσε τους «δεσμούς» με την Ουάσιγκτον.
Η αμερικανική διπλωματία ήταν άλλωστε αυτή που προετοίμασε το κείμενο (Συμφωνία της Μαδρίτης) με την οποία έγιναν απτά τα κέρδη που πέτυχε η Τουρκία με την κρίση των Ιμίων. Σ αυτό το κείμενο η Ελλάδα για πρώτη φορά αναγνώρισε την ύπαρξη ζωτικών τουρκικών συμφερόντων στο Αιγαίο αποδεχόμενη, με άλλα λόγια, την επιχειρηματολογία της Αγκυρας, σύμφωνα με την οποία στο Αιγαίο υπάρχουν νησιά, νησίδες και βραχονησίδες των οποίων το καθεστώς δεν διευκρινίζεται από τις συνθήκες.
Ανάμεσα σ αυτά τα νησιά είναι τα Ίμια, καθώς και πάνω από 100 ακόμη, κάποια από τα οποία είναι κατοικημένα (από Ελληνες, προφανώς)
Είναι περιττό να σημειωθεί ότι το «επίτευγμα» Σημίτη (η Συμφωνία της Μαδρίτης) ακολουθεί ακόμη ως ανυπόφορο βάρος κάθε διπλωματική προσπάθεια διευθέτησης των ελληνοτουρκικών.
Αυτό που ωστόσο θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι πως αμέσως μετά τα Ίμια και τη Συμφωνία της Μαδρίτης (ένα χρόνο αργότερα, 1997) οι κυβερνήσεις Σημίτη κατέβαλαν ασύλληπτα ποσά σε αμερικανικές και γερμανικές πολεμικές βιομηχανίες καθώς και σε άλλα «ευαγή» ιδρύματα προκειμένου να ευοδωθεί (και) ο στόχος της ένταξης της χώρας στο (ευρώ) σκληρό πυρήνα της ΕΕ για κάτι που επίσης οι «οπαδοί» του θα θυμούνται τον Κώστα Σημίτη είναι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.
Αυτό, ενδεχομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί διπλωματική επιτυχία, καθώς οι κυβερνήσεις Σημίτη πέτυχαν να ενσωματώσουν ένα διεθνές πρόβλημα (το Κυπριακό) στις διαδικασίες της ΕΕ. Εκ του αποτελέσματος, ωστόσο, μπορεί να συμπεράνει κανείς πως παρά την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ το κυπριακό όχι μόνο παραμένει άλυτο, αλλά η πιθανότερη «διευθέτησή» του στο κοντινό μέλλον , είναι η «»νομιμοποίηση» της διχοτόμησής του νησιού.