O Τζον πήγε στο Τέξας και αγόρασε από ένα αγρότη ένα γάιδαρο, έναντι του ποσού των 100 δολαρίων.
Ο αγρότης συμφώνησε να τον παραδώσει την άλλη μέρα. Την επομένη ημέρα ο αγρότης του λέει: «Συγγνώμη αλλά έχω άσχημα νέα, ο γάιδαρος ψόφησε».
Ο Τζον απάντησε: «Δεν πειράζει, δώσε τα λεφτά μου πίσω».
Ο αγρότης του λέει: «Δεν μπορώ να το κάνω, γιατί ήδη τα έχω ξοδέψει».
Ο Τζον δεν τα χάνει: «Εντάξει, τότε δώσε μου τον ψόφιο
γάιδαρο».
Ο αγρότης απορεί: «Τι θα τον κάνεις;» και ο Τζον απαντάει: «Θα τον βάλω σε
λοταρία».
Ο αγρότης, με μια δόση ειρωνείας: «Δεν μπορείς να βγάλεις σε λοταρία ένα
ψόφιο γάιδαρο».
Ο Τζον, όμως, επιμένει: «Φυσικά και μπορώ, απλά δεν θα πω σε κανέναν ότι ο γάιδαρος είναι ψόφιος». Ένα μήνα αργότερα ο αγρότης συναντάει τον Τζον και τον ρωτάει: « Τι έγινε με τον ψόφιο γάιδαρο;».
Ο Τζον απαντάει: «Τον έβγαλα σε λοταρία και πούλησα 500 λαχνούς, προς 2 δολάρια τον ένα, και έτσι κέρδισα 998 δολάρια».
Απορεί ο αγρότης: «Καλά κανένας δεν παραπονέθηκε;».
Και ο Τζον απαντάει: «Μόνο ο τύπος που τον κέρδισε, και για να μην φωνάζει, του έδωσα πίσω τα δύο δολάρια».
Ο Τζον προσελήφθη και εργάζεταi στη. GOLDMANSACHS.
Το ανέκδοτο αυτό κυκλοφορεί στους κύκλους των χρηματιστών, περιέχεται στο βιβλίο «Η τράπεζα» του Μαρκ Ρος και το θυμηθήκαμε εξαιτίας των «αγορών» που ξαναχτύπησαν.
—
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού – μη ελπίζεις-
(Καβαφης-Η πόλις)