Του Ανδρέα Κοσιάρη
Ένας βασικός μάρτυρας κατηγορίας στην υπόθεση της αίτησης του αμερικανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης για την έκδοση του Τζούλιαν Ασάνζ στις ΗΠΑ, παραδέχτηκε σε συνέντευξή του ότι είπε ψέμματα για τον φυλακισμένο δημοσιογράφο, με αντάλλαγμα ασυλία για διώξεις από τις αμερικανικές αρχές.
Πρόκειται για τον Σίγκουρντουρ Ίνγκι Θόρνταρσον, «Σίγκι» όπως είναι το παρατσούκλι του, ή «Έφηβος», όπως αναφέρεται στα δικαστικά έγγραφα της υπόθεσης Ασάνζ, με το τελευταίο ψευδώνυμο να μην είναι αναφορά στην ηλικία του (είναι 28 χρονών), αλλά στο νεανικό του παρουσιαστικό. Στα ίδια έγγραφα, η χώρα καταγωγής του Θόρνταρσον, Ισλανδία, αναφέρεται ως «Χώρα του ΝΑΤΟ 1».
Η αποκάλυψη του Θόρνταρσον πως ουσιαστικά ψευδόρκησε εναντίον του Ασάνζ με αντάλλαγμα τη μη δίωξή του από τις αρχές των ΗΠΑ, έγινε στη διεβδομαδιαία Ισλανδική εφημερίδα Stundin.
Στη συνέντευξή του, ο Θόρνταρσον καταρρίπτει τις βασικότερες κατηγορίες κατά του Ασάνζ, που περιέχονται στο αναθεωρημένο κατηγορητήριο το οποίο κατέθεσαν εκπρόσωποι του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ στις βρετανικές δικαστικές αρχές τον Ιούνιο του 2020.
Σύμφωνα με αυτό το κατηγορητήριο, ο Ασάνζ έδωσε εντολές στον «Έφηβο» Θόρνταρσον να διενεργήσει ηλεκτρονική πειρατεία για λογαριασμό του, «εισβάλλοντας» στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές μελών του κοινοβουλίου της «Χώρας του ΝΑΤΟ 1» Ισλανδίας.
Η προσθήκη αυτή, που έγινε μήνες αφότου είχε αρχίσει η δίκη για την έκδοση του Ασάνζ, έγινε για να «υποστηριχθούν» οι κατηγορίες πως ο Ασάνζ μαζί με την πληροφοριοδότρια δημοσίου συμφέροντος Τσέλσι Μάνινγκ «χάκαραν» υπολογιστικά συστήματα στις ΗΠΑ για να αποκτήσουν τις πληροφορίες που αργότερα δημοσίευσε ο ιστότοπος Wikileaks.
Η «λογική» των αμερικανικών διωκτικών αρχών ήταν πως, αν ο Ασάνζ αποδεικνυόταν ότι έδινε εντολές για «χακάρισμα» σε άσχετη υπόθεση, θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί πως δεν είναι δημοσιογράφος ή εκδότης, αλλά ένας απλός «εγκληματίας χάκερ». Έτσι, θα έπρεπε να θεωρηθεί πιθανό ότι οι διαβαθμισμένες πληροφορίες που ήρθαν στην κατοχή του Ασάνζ ήταν αποτέλεσμα μιας τέτοιας εγκληματικής ενέργειας, κάτι που οι ΗΠΑ δεν έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να στοιχειοθετήσουν, αν και αποτελεί το βασικό τους «όπλο» στην επιθυμητή εφαρμογή του Νόμου περί Κατασκοπείας εναντίον του.
Οι υποτιθέμενες εγκληματικές πράξεις του Ασάνζ και του Θόρνταρσον, ξεκίνησαν σύμφωνα με το κατηγορητήριο το καλοκαίρι του 2010, όταν ο Ασάνζ όντως βρισκόταν στην Ισλανδία, συνεργαζόμενος με τοπικούς δημοσιογράφους.
Ο Θόρνταρσον παρουσιάζεται από τις ΗΠΑ ως μέλος των Wikileaks, κάτι που ο οργανισμός αρνείται και που ο ίδιος ο Θόρνταρσον λέει τώρα ότι είναι αναληθές. Αποτελούσε, στην καλύτερη, «εξωτερικό συνεργάτη» του οργανισμού, καθώς είχε εθελοντικά αναλάβει ένα τμήμα των πωλήσεων εμπορευμάτων του ιστότοπου, από τις οποίες μάλιστα εν τέλει καταχράστηκε περίπου 50.000 δολάρια.
Σύμφωνα πάλι με το κατηγορητήριο:
– ο Ασάνζ ζήτησε από τον Θόρνταρσον να υποκλέψει πληροφορίες και ηχητικά από μέλη του Ισλανδικού κοινοβουλίου | ο Θόρνταρσον σήμερα λέει πως δεν υπήρξε καμία τέτοια επικοινωνία, πως το υλικό του δόθηκε από τρίτη άσχετη με τα Wikileaks πηγή και πως ο ίδιος πρότεινε να το δείξει στον Ασάνζ χωρίς να γνωρίζει τι περιέχει.
– οι δυο τους απέτυχαν να αποκρυπτογραφήσουν υλικό υποκλαπέν από Ισλανδική τράπεζα | σύμφωνα με τον Θόρνταρσον πρόκειται για κρυπτογραφημένα αρχεία που σχετίζονται με την κατάρρευση της Ισλανδικής Landbanski το 2008, τα οποία κυκλοφορούσαν ευρέως στο διαδίκτυο, έπειτα από διαρροή από άγνωστη πηγή. Δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι είναι κάπως αναμεμειγμένος ο Ασάνζ.
– ο Ασάνζ «εισέβαλε» σε κρατικό ιστότοπο της Ισλανδίας μέσω του οποίου μπορούσε να παρακολουθήσει αστυνομικά οχήματα | ο Θόρνταρσον λέει πως είχε πρόσβαση σε αυτόν τον ιστότοπο ως εθελοντής σε ένα πρόγραμμα αναζήτησης και διάσωσης, και πως ο Ασάνζ δεν ζήτησε ποτέ να έχει πρόσβαση σε αυτόν.
– ο Ασάνζ επίβλεψε και ενέκρινε το 2011 τις επαφές του Θόρνταρσον με τον Χέκτορ Ξαβιέρ Μοντσεγκούρ, επικεφαλής του Lulzsec, μιας οργάνωσης χάκερ, με σκοπό κυβερνο-επιθέσεις κατά της Ισλανδίας | σύμφωνα με έγγραφα που παρείχε ο Θόρνταρσον στους συντάκτες της Stundin, δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι ο Ασάνζ ή άλλο μέλος των Wikileaks είχε γνώση για αυτήν την επικοινωνία.
Ο Θόρνταρσον επικοινώνησε για πρώτη φορά με το FBI τον Αύγουστο του 2011, όταν πλέον μέλη των Wikileaks τον αναζητούσαν, για εκείνα τα 50.000 δολάρια που είχε καταχραστεί.
Όταν όμως το 2013 και το 2014, ο Θόρνταρσον καταδικάστηκε επανειλημμένα για υπεξαίρεση (από τα Wikileaks και άλλους), για πλαστοπροσωπία (υπέγραφε σε έγγραφα με το όνομα του Ασάνζ), αλλά και για σεξουαλικές επιθέσεις σε ανήλικα αγόρια, οι αμερικανικές αρχές φαινομενικά διέκοψαν τη συνεργασία τους μαζί του.
Τον ξαναπροσέγγισαν το 2019, αφότου είχαν πλέον ενορχηστρώσει την «έξωση» του Ασάνζ από την πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο και τη σύλληψή του από τις βρετανικές αρχές. Το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης σύναψε συμφωνία με τον Θόρνταρσον, υποσχόμενο ασυλία από οποιαδήποτε δίωξη στις ΗΠΑ, αλλά και υποσχόμενο να μην αποκαλύψει τη δράση του σε άλλες κυβερνήσεις και διωκτικές αρχές, ακόμα και αν αυτή θα ήταν επιζήμια για την εθνική τους ασφάλεια. Το μόνο τίμημα ήταν να καταθέσει τα ψεύδη του για τον Ασάνζ.
Ο Θόρνταρσον αμέσως εκμεταλλεύτηκε τη συμφωνία, διαπράττοντας σειρά εγκλημάτων σχετιζόμενων με κλοπές μεγάλων ποσών, πλαστογραφία και οικονομική απάτη. Σήμερα, για τους δικούς του λόγους, αποκαλύπτει στους δημοσιογράφους της Stundin την απάτη πάνω στην οποία έχει βασιστεί η δίωξη του Ασάνζ ως «εγκληματία» και η συνεχιζόμενη κράτησή του στη Μ. Βρετανία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Δικαστής Βανέσα Μπαράιτσερ, που αποφάσισε πρωτόδικα τη μη έκδοση του Ασάνζ στις ΗΠΑ, το έπραξε για «ανθρωπιστικούς λόγους» σχετιζόμενους με την υγεία του και όχι επειδή δεν πείστηκε από το ψευδές κατηγορητήριο. Αντίθετα, οι κατηγορίες που σχετίζονταν με τις καταθέσεις του Θόρνταρσον χρησιμοποιήθηκαν από τη Μπαράιτσερ για ταχθεί με το μέρος των αμερικανικών διωκτικών αρχών.