Θυμάμαι, μικρό κοριτσάκι, να μου αφηγείται η μητέρα μου, απ’ το Καστέλι Κισσάμου, τα παιδικά της χρόνια.
Να μου εξυμνεί την ομορφιά του Μπάλου καθώς τον αντίκρυζαν από ψηλά, εκεί στο τέλος του δύσβατου και επικίνδυνου μονοπατιού.
Τον τρόμο της, κάθε φορά, που μικρό κοριτσάκι, ο παππούς την έπαιρνε μαζί του, να μαζέψουν αλάτι απ’ την Γραμπούσα – όλη η παραθαλάσσια περιοχή μέχρι τον Μπάλο λέγεται Γραμπούσα – Πόσο φοβόταν το στενό μονοπάτι, τα γκρεμνά, την άγρια θάλασσα ακόμα και τις φυσικές αλυκές που για να τις φτάσει έπρεπε να κατεβαίνει απ’ το μονοπάτι και να μαζεύει το αλάτι.
Με εντυπωσίαζε, που μεγάλη γυναίκα πια, έβλεπα ακόμα τον τρόμο στα μάτια της. Έπειτα, μου ‘λεγε πως ξέχναγε τον φόβο της, μόλις αντίκρυζε τον Μπάλο. Αυτή η ομορφιά μου ‘λεγε είναι εξαίσια. Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα στον κόσμο. Η καϋμενούλα η μαννούλα μου, εκείνη την εποχή δεν πήγαιναν ταξίδια. Ήταν η δεκαετία του ‘50. Τον κόσμο τον φανταζόταν μόνο. Έτσι, πρέπει νάναι ο παράδεισος μου ‘λεγε. Κι έπειτα – συνέχιζε – αφήναμε τα τσουβάλια με το αλάτι πάνω και κατεβαίναμε κάτω στη θάλασσα. Σκάβαμε με τα χέρια μας μέσα στο νερό, την άμμο, και μαζεύαμε όστρακα. Μεγάλα! Νάαα! Και μου άνοι8γε τις δυό της χούφτες. Και γω, ονειρευόμουν τον Μπάλο, όχι όπως τον γνώρισα πηγαίνοντας με το καραβάκι, με τους χιλιάδες επισκέπτες και με τα ανύπαρκτα πλέον όστρακα.
Όπως μου τον έλεγε η μαμά μου.
Πολλά χρόνια με ακολουθούσε στις σκέψεις μου, σαν ένας παράδεισος χαμένος, ουτοπικός, ονειρικός, ο Μπάλος
Οπότε πριν 15 περίπου χρόνια αποφασίσαμε να πάμε εκτός τουριστικής εποχής με το αυτοκίνητο και μετά με τα πόδια Και να μαζέψομε καθ’ οδόν και αλάτι. Έτσι, ξεκινήσαμε, εγώ, ο άνδρας μου και η αδελφή μου. Αφήσαμε κάπου το αυτοκίνητο και πήραμε το μονοπάτι.
Έπρεπε, να κατεβούμε γκρεμνά, για να φτάσομε στις αλυκές. Το οποίο το κάναμε, με μεγάλη δυσκολία, αλλά και μεγάλη χαρά. Η μαμά μας είχε πεθάνει, αλλά εγώ και η αδελφή μου μιλούσαμε συνέχεια για το αλάτι που μάζευε μικρή. Και που φοβόταν πιο πολύ από μας. Ήταν «μαζί» μας. Και την παίζαμε, την λέγαμε φοβιτσιάρα. Και πως δεν ήταν τόσο τρομερά τα γκρεμνά ούτε τόσο άγρια η θάλασσα. Και τρέχαμε σαν αγριοκάτσικα και γλυστρούσαμε, και τσουροβολούσαμε την πλαγιά και συνοριζόμαστε ποια απ’ τις δυό μας, θα πρωτοφτάσει τις φυσικές αλυκές με το αλάτι
Κάποια στιγμή, η αδελφή μου και ο άντρας μου, με χάνουνε
– Άννουλα, Αννούλα, τους ακούω να με φωνάζουν
– Παναγιά μου, λέει η αδελφή μου τι έγινε; Κάπου, θα ‘πεσε έτσι που ‘τρεχε.
Και πραγματικά. Είχα γλυστρήσει, είχα τσουροβολήσει τον γκρεμό και θα σκοτωνόμουν αν δεν σταματούσε την κατρακύλα μου, μια μεγάλη αστιβίδα. Γεμάτη αγκάθια. Πρώτη φορά ευγνωμονεί κανείς τα αγκάθια! Γιατί αυτή η αστιβίδα με συγκράτησε. Βλέπετε τότε ήμουν πιο αδύνατη απ’ ότι είμαι τώρα. Καρφώθηκα στην αστυβίδα με το κεφάλι. Έκλεισα τα μάτια μου, να μην στραβωθώ και κρατούσα την αναπνοή μου, μην ξεπατωθεί η αστυβίδα. Το κεφάλι μου ήταν κάτω και τα πόδια μου έβγαιναν πάνω απ’ την αστυβίδα οι πατούσες μου. Τις οποίες τις κούναγα, και έτσι με είδαν η αδελφή μου και ο άντρας μου που ήρθαν και με προσοχή, μην πάρομε όλοι κάτω, με τράβηξαν.
Ααα! Είπαμε, η μαμά είχε δίκιο! Είδες που την κοροϊδεύαμε, φοβιτσιάρα; Μας έδειξε τι θα μπορούσαμε να παθαίναμε.
Μετά απ’ αυτή την περιπέτεια δεν αποσώσαμε στον Μπάλο. Είχαμε μαζέψει όμως αρκετό πεντακάθαρο αλάτι για τα ντάκος μας τις σαλάτες μας, τα τουρσιά μας για όλο τον χρόνο
Α.Κ.