Νικηφόρος Λαός
Απ’ τις αρχαίες κορδιγιέρες
ξεφύτρωσαν οι δήμιοι σαν κόκκαλα,
σαν αγκάθια αμερικάνικα, πάνω
στη δασιά κορφή μιας γενεαλογίας
καταστροφών: κολλήσανε,
γίνανε βεντούζα πάνω στην αθλιότητα
όλης μας της φτωχολογιάς.
Κάθε μέρα το αίμα τους λέκιαζε
τα πέτα. Από τις κορδιγιέρες,
ίδια κοκκαλιάρικα χτήνη,
τους γένναγε το μαύρο μας το χώμα.
Ήτανε τίγρεις σερπετοί,
παγεροί δυνάστες, φρεσκοβγαλμένοι
απ’ τα χάλια μας και τις ήττες μας.
Έτσι ξεθάψανε και τα σαγόνια του Γόμες
κάτω από δρόμους βαμμένους,
από δω και πενήντα χρόνια, με το αίμα μας.
Το χτήνος σκούραινε τα χώματα
με τον παρά του, όταν μετά
τις εκτελέσεις έστριβε το μουστάκι του
κοντά στον Βορειοαμερικάνο Πρεσβευτή
που του σερβίριζε το τσάι.
Τα τέρατα ταπείνωσαν μα
δεν γίναν ταπεινά. Τώρα, στη γωνιά
που το φως φύλαγε για την αγνότητα,
για τη χιονισμένη λευκή πατρίδα την
Αραουκανία, ένα προδότης
χαμογελάει πάνω σ’ ένα σάπιο θρόνο…..
……………………………………………
……………………………………………