O Μπερνάρντο Μπερτολούτσι γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου του 1940, στην Πάρμα της Ιταλίας, μέσα σε μία ατμόσφαιρα πολυτέλειας και διανόησης. Ο πατέρας του, γνωστός ποιητής και ιστορικός τέχνης, ήταν φανατικός σινεφίλ και ήταν ο πρώτος που οδήγησε τον μικρό Μπερνάρντο σε μια σκοτεινή αίθουσα, μπροστά σε μια μεγάλη οθόνη. Στην ηλικία των 15, ο Μπερτολούτσι δημιούργησε δύο παιδικές ταινίες, ενώ λίγο αργότερα η Ιταλία γνώρισε για πρώτη φορά το συγγραφικό του ταλέντο. Το πρώτο του βιβλίο, η μοναδική δημοσιευμένη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ψάχνοντας το Μυστήριο», κέρδισε το γνωστό λογοτεχνικό βραβείο Premio Viareggio.

Στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, όπου σπούδαζε Σύγχρονη Λογοτεχνία, κατά την περίοδο 1958-1961, ο Μπερτολούτσι γνώρισε τον ήδη μεγάλο Ιταλό σκηνοθέτη Pier Paolo Pasolini, δίπλα στον οποίο ουσιαστικά ξεκίνησε τη σκηνοθετική του καριέρα ως βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία «Accatone». Ήταν τότε, στα 20 του χρόνια, που ο Μπερτολούτσι αποφάσισε να εγκαταλείψει το Πανεπιστήμιο της Ρώμης και να επιδοθεί σε μια μοναχική μελέτη του κινηματογράφου.

Στα 21 του χρόνια ο Μπερτολούτσι πήρε το επίσημο βάπτισμά του ως σκηνοθέτης πραγματοποιώντας ένα όνειρο του δασκάλου του, την ταινία«La commare secca». Η αποδοχή της ταινίας δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντική για το ξεκίνημά του. Οι κριτικοί της εποχής τον συμβούλευαν να αφοσιωθεί στην ποίηση, η οποία του είχε ήδη χαρίσει ένα σημαντικό βραβείο. O νεαρός σκηνοθέτης επέμεινε ωστόσο και το 1964, όντας μόλις 23 χρόνων, έκανε μια «πρόβα ωριμότητας» με την ταινία του «Πριν την επανάσταση», μια ταινία που η προσωπική του σφραγίδα ήταν πλέον καθαρή, χωρίς σημάδια και «στίγματα» από την επιρροή του Παζολίνι και του νεοραλιστικού Ιταλικού κινηματογράφου. Η ταινία, με κεντρικό της θέμα την αλλαγή του κόσμου, ανέδειξε τις υπαρξιακές αναζητήσεις των νέων της εποχής και εξέφρασε την ιδεολογική τους σύγχυση και την εσωτερική τους αναστάτωση σε μια εποχή που κυοφορούσε επαναστάσεις και αλλαγές, λίγο πριν το Μάη του 1968.

Ο Μπερτολούτσι δεν είναι ακριβώς ένας άνθρωπος της γενιάς του. Βρίσκεται λίγα βήματα πιο μπροστά απo αυτήν. Έτσι, στην ταραγμένη Ευρώπη του 1968, αυτός επέλεξε νa ασχοληθεί με μία άλλη σύγκρουση, εσωτερική, την οποία αποπνέει όλο το μετέπειτα έργο του. Μέσα από την ταινία του «Partner» έθεσε το ερώτημα της σχέσης του ατόμου με το είδωλό του, του ego με το alter-ego.

«Στρατηγική της αράχνης»
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο Μπερτολούτσι γυρίζει αυτήν την ονειρική, μυστηριώδη ταινία, επηρεασμένος από την ψυχαναλυτική εμπειρία του. Προσπαθεί να αντικρίσει το απύθμενο βάθος της ανθρώπινης ψυχής και να διεισδύσει στη χώρα του ασυνείδητου και του ονείρου.

Ακολουθούν μία σειρά από ταινίες, μεταξύ των οποίων «Το τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι», που θα σηκώσει θύελλα αντιδράσεων, θα του στερήσει τα πολιτικά του δικαιώματα για 5 χρόνια και θα του θέσει τον κίνδυνο να καεί στην πυρά, το «1900», «Το φεγγάρι» και το «Μια τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου», που θα ξαφνιάσει το κοινό του καθώς είναι ένα παιχνίδι με το διφορούμενο, ανάμεσα σε αυτό που βλέπουμε και σε αυτό που διαφεύγει της προσοχής μας.

Τα εσωτερικά ταξίδια του Μπερτολούτσι θα τον οδηγήσουν στην ανάγκη να γνωρίσει καινούριους τόπους και νέες φιλοσοφίες. Θα σταματήσει για λίγο να ψάχνει τον «άλλον» που κρύβεται μέσα του και θα αναζητήσει το «αλλού». Η αποκαλούμενη «τριλογία του αλλού» ξεκινά με ένα ταξίδι στην Κίνα, στη χώρα του «Τελευταίου Αυτοκράτορα». Ο Μπερτολούτσι δε δημιουργεί μια εξωτική ιστορία ενός μακρινού πολιτισμού, αλλά προσπαθεί να διεισδύσει στην παράδοση και τη σκέψη της Κίνας, μέσα από τη ζωή ενός παιδιού «καταδικασμένου» να ζήσει στο κελί της ιστορίας ως αυτοκράτορας.

Ο δεύτερος σταθμός είναι η Αίγυπτος και η ταινία «Τσάι στη Σαχάρα», η οποία, μέσα από την ιστορία ενός ζευγαριού με φόντο την Αίγυπτο, προσπαθεί να καθρεφτίσει τις φθαρμένες αξίες της δύσης.

Το ταξίδι στο «άλλο» θα ολοκληρωθεί στην Ινδία με την ιστορία του πρίγκιπα Σιντάρτα, του Βούδα, παράλληλα με τη σύγχρονη ιστορία μετενσάρκωσης ενός βουδιστή δασκάλου. Ο «Μικρός Βούδας» ζωντανεύει επί της οθόνης μερικούς από τους μύθους που συνοδεύουν τη μορφή του Βούδα και προσπαθεί να περάσει το μήνυμα πως ο άνθρωπος πρέπει να ξεκινήσει από την καρδιά του το ταξίδι εκείνο που θα τον οδηγήσει στο Απόλυτο και στην κατάκτηση της εσωτερικής του γαλήνης. Η ταινία ξεκινά σαν παραμύθι, με τη φράση «μια φορά κι έναν καιρό» και αναγκάζει τον Δαλάι Λάμα να πάει για πρώτη φορά στη ζωή του σινεμά, στην απογευματινή παγκόσμια πρώτη προβολή της ταινίας, έτσι ώστε να μην αλλάξει η ώρα του βραδινού ύπνου στις 9 ακριβώς.

Ο Μπερτολούτσι, ο οποίος έγραψε και το σενάριο του Μικρού Βούδα, ομολογεί σε μια συνέντευξή του, μερικά χρόνια αργότερα, ότι αυτήν την ταινία τη χρωστούσε στον εαυτό του και ότι ήταν μια εσωτερική ανάγκη που τον οδήγησε να την πραγματώσει. Ο Μπερτολούτσι «βαπτίζει» τις ιστορίες και τις εικόνες του με ένα φωτισμό που δημιουργεί συναισθήματα και διαθέσεις και ζωγραφίζει στα αντικείμενα αύρες. Οι ταινίες δράσης και μυστηρίου του κινούνται μέσα σε ένα μπλε φως, το «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» είναι μια γκρι ταινία, ενδεικτική της παρακμής του δυτικού πολιτισμού που προβλημάτιζε τον σκηνοθέτη, ενώ οι ταινίες στην Κίνα, την Ινδία και την Αίγυπτο έχουν ένα παράξενο κίτρινο φως.

Ο συγγραφέας Αλμπέρτο Μοράβια αποκάλεσε τον Μπερτολούτσι «ρομαντικό και παρακμιακό δημιουργό». Το σύνολο του έργου του αποκαλύπτει έναν αυθεντικό δημιουργό, που αναζητά την κινηματογραφική άρθρωση των θεμάτων του και προσπαθεί να προσεγγίσει ουσιαστικά, όπως όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί, την ανθρώπινη ψυχή. Ο πειραματισμός είναι σύμφυτος με τη φύση του.

Ο Μπερτολούτσι καταφέρνει να δημιουργήσει ένα δικό του κόσμο, όπου τα πράγματα έχουν τη δική τους εικόνα, και να κάνει το θεατή του κοινωνό του κόσμου αυτού. Το έργο του Μπερτολούτσι είναι ένα ταξίδι στον εξωτερικό και εσωτερικό κόσμο, η αναζήτηση του Άλλου και η αναζήτηση του Αλλού. Για τον ίδιο, οι ταινίες είναι ένας τρόπος να ζει στο χρόνο το παιχνίδι των κύκλων. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Πιστεύω ότι μετά από κάθε ταινία υπάρχει ένα είδος τέλους, σχεδόν ένα είδος θανάτου, και μετά η επόμενη ταινία είναι μια ανάσταση. Λέω ότι πρόκειται για ένα είδος θανάτου με την έννοια ότι όταν δεν γυρίζω ταινίες αισθάνομαι να ανήκω στον κόσμο των φυτών μάλλον παρά στον κόσμο των ανθρώπων». «Τα δύο στοιχεία που κατά τη γνώμη μου είναι τα πιο ποιητικά, συγκινητικά, ουσιαστικά για τον κινηματογράφο, είναι ο χρόνος και το φως. (…) Κάθε ταινία έχει τη δική της ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Ο θεατής θυμάται πάντα την ατμόσφαιρα».

ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ

  • La commare secca (1962)
  • Before the Revolution (Prima della rivoluzione, 1964)
  • La via del petrolio (1965)
  • Il canale (1966)
  • Partner (1968)
  • Amore e rabbia (1969, segment “Agonia”)
  • The Conformist (Il conformista, 1970)
  • The Spider’s Stratagem (Strategia del ragno, 1970)
  • La salute è malata (1971)
  • 12 dicembre (1971)
  • Last Tango in Paris (Ultimo tango a Parigi, 1972)
  • 1900 (Novecento, 1976)
  • La luna (1979)
  • Tragedy of a Ridiculous Man (La tragedia di un uomo ridicolo, 1981)
  • L’addio an Enrico Berlinguer (1984)
  • The Last Emperor (1987)
  • 12 registi per 12 città (1989, segment “Bologna”)
  • The Sheltering Sky (1990)
  • Little Buddha (1993)
  • Stealing Beauty (1996)
  • Besieged (1999)
  • Ten Minutes Older: The Cello (2002, segment “Histoire d’eaux”)
  • The Dreamers (2003)
  • Me and You (2012)
popaganda.gr, topontiki.gr