Γράφει ο Cogito ergo sum
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται πέντε χρόνια από τότε που η Ελλάδα άρχισε να ζη και να αναπνέει στους ασφυκτικούς ρυθμούς τους οποίους επέβαλαν τα περιβόητα μνημόνια. Τα μνημόνια τα οποία συμφωνήσαμε (ως χώρα) από κοινού με τους πιστωτές μας και, όπως όλοι αντιληφθήκαμε, οδήγησαν στην λεηλασία αυτού του τόπου προς χάριν της διεθνούς των τοκογλύφων. Τα μνημόνια-βωμοί, στα οποία θυσιάστηκε μια ολόκληρη χώρα κι ένας ολόκληρος λαός, προκειμένου να μη ζημιωθεί το διεθνές κεφάλαιο. Με την ευκαιρία αυτής της μαύρης επετείου, λοιπόν, ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια ανακεφαλαίωση του τρόπου με τον οποίο έδρασαν αυτά τα επάρατα μνημόνια.
Στην αρχή χρησιμοποιήθηκε το όπλο του φόβου. Οι επιδρομείς έπρεπε να δημιουργήσουν μια κατάσταση πανικού, ώστε να διευκολυνθεί η επέλασή τους. Στο πλευρό τους στάθηκαν, ως εξαίρετοι σύμμαχοι, όλες οι κυβερνήσεις, μαζί με τους παρατρεχάμενούς τους, κυρίως δε τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης. Οι έλληνες άρχισαν να υβρίζονται ως διεφθαρμένοι, τεμπέληδες, χαραμοφάηδες, βολεψάκηδες, ανεπρόκοποι, απατεώνες κλπ κλπ. Σκοπός τους ήταν να τρομοκρατηθούμε και να πιστέψουμε ότι καταστρεφόμαστε ώστε, στην συνέχεια, να αποδεχτούμε ευκολώτερα κάθε είδους κατακεφαλιά.
Μόλις βασίλεψε απ” άκρη σ” άκρη ο τρόμος, ακολούθησαν τα επιλεγμένα δεδομένα, όπως π.χ. ότι έπρεπε επειγόντως να βρούμε δανεικά για να μη βουλιάξουμε. Δηλαδή, παρουσιάστηκε ως ζήτημα επιβίωσης της χώρας το να μη χάσουν λεφτά οι τοκογλύφοι πιστωτές μας. Κάθε διαφορετική φωνή φιμώθηκε, αφού οι έλληνες έπρεπε να ακούνε μόνο αυτό το φτιαχτό δεδομένο. Σκοπός; Να «ψηθεί» ο λαός ότι ήταν εξαιρετικά τυχερός που η χώρα μπορούσε να δανειστεί μέσω μνημονίου με επιτόκιο 5-6%, την ώρα που οι «αγορές» ζητούσαν 15%. Κανένας δεν τόλμησε να πει το αυτονόητο: αφού η χώρα δεν μπορούσε να αποπληρώσει δάνεια του 1,5-2,5%, πώς διάβολο θα κατάφερνε να αποπληρώσει τα δάνεια με 5-6%, τα οποία θα έπαιρνε για να καλύψει τα φτηνότερα προηγούμενα;
Εδώ ήρθε η στιγμή για το επόμενο βήμα: να αποδεχτεί ο λαός μια πολιτική αιματηρής λιτότητας. Μιας λιτότητας τάχα απαραίτητης για να «συμμαζευτούμε», μόνο που απώτερος σκοπός της ήταν το τσάκισμα όλων των λαϊκών κεκτημένων και η κατεδάφιση κάθε έννοιας κοινωνικού κράτους. Έτσι, οδηγηθήκαμε στην συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και στην απίσχναση μισθών και συντάξεων. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η επιτάχυνση της επερχόμενης ύφεσης. Κι ας μη ξεχνάμε ότι ύφεση σημαίνει μικρότερη παραγωγή, άρα μείωση του ΑΕΠ. Συνεπώς, ξαφνικά βρεθήκαμε υποχρεωμένοι να πληρώνουμε υψηλότερες δόσεις (λόγω υψηλότερου επιτοκίου) με μικρότερο ΑΕΠ. Ποιοί είναι αυτοί που νόμιζαν ότι θα τα καταφέρναμε εκεί που πρωτύτερα είχαμε αποτύχει; Προ μνημονίου, η χώρα χρωστούσε σκάρτα 300 δισ. ευρώ. Μετά από έναν χρόνο μνημόνιο, φτάσαμε να χρωστάμε 450. Κι αφού οι δόσεις μεγάλωναν και το ΑΕΠ μίκραινε, το πραγματικό βάρος κάθε δόσης όλο και αυξανόταν.
Εδώ ακριβώς περάσαμε στην επόμενη φάση. Άρχισαν οι συζητήσεις για τάχα «διευκόλυνση» της χώρας και δήθεν «επιβράβευση» των λαϊκών θυσιών με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και, ίσως, με κούρεμα του χρέους. Κι αφού προηγήθηκαν επίμονες προσπάθειες να πειστεί ο λαός ότι το κούρεμα του χρέους έπρεπε πάση θυσία να αποφευχθεί, φτάσαμε στο ζουμί: για να καλυφθεί η έλλειψη ρευστότητας της χώρας πρέπει να προχωρήσουμε σε ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας.
Βέβαια, οι λογής-λογής διαμορφωτές της κοινής γνώμης απέφυγαν -και ακόμα αποφεύγουν- να μας πουν τι θα γίνει μετά το ξεπούλημα. Όταν, δηλαδή, θα πάψει η χώρα να προσμετρά στα έσοδά της τα έσοδα από τις πουλημένες δημόσιες επιχειρήσεις. Κάποτε το κράτος εισέπραττε από ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΟΠΑΠ, ΔΕΠ κλπ κλπ αλλά μετά το ξεπούλημα (κι αυτό μπιρ-παρά) δεν θα ξαναεισπράξει ποτέ δεκάρα τσακιστή. Πώς θα καλυφθούν αυτές οι απώλειες σταθερών ετησίων εσόδων; Έλα ντε! Το να υποστηρίζεις μια τέτοια πολιτική μοιάζει σαν να επιβραβεύεις εκείνον ο οποίος ξεκοκκαλίζει την πατρική περιουσία που κληρονόμησε, αδιαφορώντας αν έτσι πετάει τα παιδιά του στον δρόμο..
Μόλις δρομολογήθηκαν οι ιδιωτικοποιήσεις και ψήθηκαν οι πολίτες ότι αυτές έπρεπε να γίνουν για το καλό της χώρας (αφού «όλοι οι ευρωπαίοι έτσι κάνουν»), ήρθε η θεία φώτιση να μας δείξει ότι και το κούρεμα τους χρέους είναι ωφέλιμο, αντίθετα με όσα νομίζαμε ως τότε. Εντελώς συμπτωματικά, αυτή η θεία φώτιση ήρθε την στιγμή που διαπιστώθηκε ότι το παραπέρα ξεζούμισμα του λαού δεν μπορεί να αποδώσει παρά μόνο μερικές σταγόνες, οπότε έπρεπε να αναζητηθούν αλλού λεφτά. Έτσι, από το κουρείο πέρασαν νοσοκομεία, πανεπιστήμια, επιμελητήρια, μικροκαταθέτες κλπ, δηλαδή πάλι εμείς οι φουκαράδες, αφού όλοι οι «μεγάλοι» είχαν προλάβει να «ξεφορτώσουν» έγκαιρα. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να καταλάβουμε με τίποτε το πώς γίνεται να έχει αβγατίσει σήμερα το χρέος μας από τα 280 στα 340 δισ. παρά το κούρεμα που του κάναμε.
Κάπως έτσι πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια. Σήμερα βρισκόμαστε στο σημείο όπου η εξουσία διαπιστώνει πως έχει ξεμείνει από ιδέες σχετικές με το πώς θα διαχειριστεί την ενδεχόμενη λαϊκή έκρηξη και, αντί να αλλάξει πολιτική, αποφασίζει να αρχίσει τα βαφτίσια: η λιτότητα έγινε λιτός βίος, το φορολογικό ξεζούμισμα έγινε πατριωτικό καθήκον, η παράταση των μνημονίων έγινε γέφυρα και η τρόικα πήρε δυο ονόματα (όπως όλες οι κόρες καλαμοκαβαλλημένων γονιών) κι έγινε Θεσμοί-Brussels group. Παράλληλα δε, γνωρίζοντας ότι η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών έχει προ πολλού φτάσει στα όριά της, μπορεί να πουλήσει τον πιασάρικο ανέξοδο τσαμπουκά της άρνησης επιβολής νέων φόρων (άλλωστε, τον ίδιο τσαμπουκά πούλαγαν και οι προηγούμενοι τα τελευταία χρόνια).
Η ουσία είναι πως η πενταετία των μνημονίων ήταν μια πενταετία κατεδάφισης. Από εκείνα που χρόνια και χρόνια έχτιζε ο λαός με κόπο, ιδρώτα και αίμα, έχουν απομείνει όρθια μόνο κάτι ερείπια. Είναι πια καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι τα ερείπια δεν χρειάζονται σοβάντισμα. Γιατί σοβάντισμα είναι και τα συσσίτια και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και η επιδότηση του πετρελαίου θέρμανσης και τα voucher και οι 100 δόσεις της εφορίας και όλα όσα δεν θα χρειαζόμασταν αν δεν είχαν γίνει όσα έγιναν σε πέντε χρόνια.
Ας πάψουμε, λοιπόν, να ψάχνουμε σοβαντζήδες. Χτιστάδες χρειαζόμαστε. Και χτιστάδες πρέπει να γίνουμε κι εμείς. Άιντε, λοιπόν, να σηκώσουμε τα μανίκια.