Της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη
Η Στυλιανή ανηφόριζε το δρόμο που οδηγούσε, από το σπίτι της, στην πλατεία του χωριού. Ψηλόλινη και μαυροκουκουλωμένη έμοιαζε από μακριά σαν ορθόκορμο κυπαρίσσι που αντιστέκεται στους ανέμους. Βάδιζε με έκφραση απόκοσμη, με το βλέμμα καρφωμένο ίσια μπροστά, παραδομένη στις σκέψεις της.
Ολόγυρα η Άνοιξη έστηνε το χορό της, όπως πάντα κάθε Απρίλη μήνα. Στις όχθες του δρόμου και πάνω στο χορτάρι τα χαμομήλια άπλωναν ευωδιαστές λευκοκίτρινες φουρφουλιές. Οι αγριομολόχες, οι μαντηλίδες και οι κόκκινες παπαρούνες πρόσθεταν μενεξεδένια και πορφυρά χρώματα στις ανθισμένες δοξαστικές συνθέσεις.
Μόλις ένα χρόνο πριν η Στυλιανή θα σταματούσε, στη διάρκεια αυτής της διαδρομής, για να θαυμάσει το εκθαμβωτικό πανηγύρι της φύσης. Θα μάζευε, μαζί με τα παιδιά της, λίγα αγριολούλουδα για να τα πάει στον άντρα της, το Μανώλη, στο καφενείο. Θα έβαζε τα λουλούδια σ’ ένα ψηλό, γυάλινο ποτήρι πάνω στον πάγκο του μαγαζιού. Τα παιδιά θα σβούριζαν ανέμελα γύρω τους και ο Μανώλης θα τα κερνούσε λουκούμι ή πορτοκαλάδα.
Τώρα, όμως, η Στυλιανή προχωρούσε αλύγιστη και απόμακρη, απρόσιτη και ασύμβατη με μια Πλάση που πανηγύριζε, γεμάτη χρώματα και ζωή. Βάδιζε, πρώτη Κυριακή μετά την Ανάσταση, αποφασισμένη να αναζητήσει το Αναστάσιμο Φως, να κοινωνήσει το σώμα και το αίμα του Χριστού, που η απέραντη αγάπη του για τον άνθρωπο τον οδήγησε στο σταυρικό θάνατο. Να προσκυνήσει την ταφή και την Ανάσταση εκείνου που συγχώρεσε, πάνω στο σταυρό του μαρτυρίου, τους απηνείς διώκτες του και υποσχέθηκε τη Βασιλεία των Ουρανών στο μετανοημένο ληστή.,
Διάβαινε, και εκείνη, το δικό της Γολγοθά. Βρέθηκε ξαφνικά, λίγο πριν κλείσει τα τριάντα, χήρα με έξι παιδιά. Οι κραυγές και οι θρήνοι της διαπέρασαν τα ουράνια . Τα σπαρακτικά ερωτήματα «Γιατί;» έμειναν αναπάντητα να αιωρούνται , κρεμασμένα από κουρελιασμένα σύννεφα.
Αβάσταχτο το χτύπημα της Μοίρας. Απόμεινε μόνη με έξι μικρά παιδιά δίχως πατέρα, κι εκείνη έπρεπε να γίνει μάνα και πατέρας μαζί. Έπρεπε να επιβιώσει για χάρη τους, να αντιπαλεύει αδιάκοπα τα (προβλέψιμα και μη) βάσανα, τη μοναξιά, την ανέχεια, τον αβάσταχτο πόνο και τις πληγές της ψυχής.
Η πείνα ήταν η πρώτη και μεγαλύτερη απειλή για τα παιδιά της. Η περήφανη Στυλιανή στην αρχή δεν ήθελε να δέχεται βοήθεια ούτε από την οικογένειά της. Ήρθαν, όμως, μέρες, που δεν είχε κάτι να μαγειρέψει. Ήρθαν νύχτες που έπρεπε να παρηγορήσει τα νηστικά παιδιά της. Καθόταν μαζί τους πλάι στην πυροστιά , όπως συνήθιζαν τους ευτυχισμένους καιρούς, και άρχιζε να τους λέει παραμύθια, «όσο να ψηθεί το φαγητό». Στη χύτρα έβραζε νερό και η Στυλιανή έβαζε μέσα κάποιο κουτσουράκι. Τα μεγαλύτερα παιδιά, που καταλάβαιναν τι συμβαίνει, δε μιλούσαν. «Άντε, να πούμε ένα παραμύθι ώσπου να βράσει το κρέας», έλεγε στα μικρότερα παιδιά, μέχρις ότου εκείνα, αποκαμωμένα πια, έπαυαν το κλάμα για ν’ αποκοιμηθούν ακούγοντας τις ιστορίες της Μάνας.
Ο πατέρας της είχε πεθάνει και η μάνα της, ηλικιωμένη κι άρρωστη, αδυνατούσε να της συμπαρασταθεί. Ευτυχώς υπήρχε η Πολυτίμη, μια από τις αδελφές της, που είχε μείνει κι αυτή στο χωριό. Η Πολυτίμη, μετά από πολύ αγώνα, υποχρέωσε τη Στυλιανή να δέχεται φαγητό για τα παιδιά της. Μάνα κι εκείνη, με τέσσερα παιδιά, ξεχώριζε, κάθε μέρα, μερίδιο για τα ορφανά. Ο άντρας της ο δάσκαλος, το μεσημέρι που γύριζε στο σπίτι άκουγε, τάχα έκπληκτος, τη γυναίκα του να του λέει: «Μπήκε ο κάτης στην κουζίνα κι έφαε το μαγειρευτό από την κατσαρόλα!» ή: «Εκάηκέ μου το φαγητό ίσαμε ν’ απλώσω την πλύση στην αυλή!». Ο αγαθός εκείνος άνθρωπος αναγνώριζε την προσπάθεια της γυναίκας του να βοηθήσει το ορφανεμένο σπίτι της αδελφής της. Αυτή η αγωνιώδης προσπάθεια την ανάγκαζε να αφαιρεί από το –έτσι κι αλλιώς λιγοστό- φαγητό της οικογένειάς της. Όπως και η Πολυτίμη, από καρδιάς κι εκείνος συμπονούσε τη χήρα κουνιάδα και τα ανίψια του. Κάποια μέρα, λοιπόν, της είπε:
-Αντί ν’ αφήνεις να καίγεται το φαγητό και να το πετάς δεν είναι καλύτερα να το στέλνεις στα ανίψια σου; Έχε το νου σου, άλλη φορά, όταν μαγειρεύεις, και μην ασχολείσαι με άλλες δουλειές…
Η Πολυτίμη πήγε να πετάξει από τη χαρά της με αυτή τη διακριτική έκφραση αλληλεγγύης από πλευράς του δασκάλου.
Από το χαμό του Μανώλη και μετά η Στυλιανή πέρασε πολλές εβδομάδες παθών. Όταν ήρθε η Μεγαλοβδομάδα κατανόησε, όσο ποτέ άλλοτε, τα νοήματα των λόγων των ψαλμών και των ευαγγελίων. Στ’ αυτιά της αντηχούσε, λέξη τη λέξη, το μήνυμα της άφατης οδύνης:
«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας…»
Δεν πήγε στην εκκλησία όλες εκείνες τις μέρες. Μα έτσι κι αλλιώς, δεν εσίμωνε στην εκκλησία από τη μέρα που έχασε το Μανώλη. Πέρα από τη μέρα της κηδείας του και πέρα από τα μνημόσυνά του, δεν έβρισκε κανένα λόγο ή κίνητρο για να διαβεί το κατώφλι του ναού. Εκείνη, κόρη αναγνώστη και παιδί θεοσεβούμενης οικογένειας, είχε αποστρέψει το πρόσωπό της από τον Οίκο του Θεού. Είχε απαρνηθεί το χώρο της ουράνιας αναψυχής και γαλήνης, όπου οι κατανυκτικές μορφές των αγίων την υποδέχονταν και όπου ο Χριστός, η Παναγία και ο Άη Γιάννης ο Πρόδρομος χοροστατούσαν σε κάθε λειτουργία, αντάμα με τους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Σήμερα, όμως, πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα, ανηφόριζε με σταθερό βήμα προς την εκκλησιά, για να λειτουργηθεί και να γίνει κοινωνός των Αχράντων Μυστηρίων.
Δυο μέρες πριν την Ανάσταση είχε ονειρευτεί το Μανώλη. Φορούσε άσπρο πουκάμισο και φεγγοβολούσε σαν ήλιος το πρόσωπό του. Τον άκουσε να μιλά και να της λέει μ’ εκείνο το γλυκό και πράο χαμόγελό του:
-Έχω καιρό να λάβω μαντάτα σου…
Εκείνη άπλωσε τα χέρια της να τον ακουμπήσει, να τον αγκαλιάσει και έβγαλε μια δυνατή φωνή άφατης συγκίνησης, αγωνίας, λαχτάρας:
-Μανώωωληηη!!!
Όμως αμέσως μετά ο Μανώλης χάθηκε και εκείνη ξύπνησε με μια παράξενη χαρμολύπη, που τη συντρόφεψε όλη μέρα. Είχε, από τη στιγμή εκείνη, την αίσθηση ότι ο άντρας της, ο αγαπημένος σύντροφος των πιο ευτυχισμένων χρόνων της ζωής της, ο πατέρας των παιδιών της, είχε αναστηθεί για λίγο. Ένιωσε μια απέραντη ευγνωμοσύνη για τούτο το θαύμα. Παράλληλα, όμως, μπήκε σε μεγάλες σκέψεις.
Στη βορειοανατολική άκρη της πλατείας, σε υπερυψωμένο πλάτωμα, έστεκε, περίβλεπτο αλλά και περίλυπο, το κλειστό καφενείο. Δίπλα ακριβώς ήταν το καφενείο του Σταματομιχάλη. Απέναντι και στο επίπεδο της πλατείας ήταν τα κατωμερίτικα καφενεία του Κανταρογιώργη, του Ψαρονικόλα και του Βεζιροθανάση. Όλα αυτά τα μαγαζιά έζωναν την ιστορική πλατεία, ενώ πάνω από τα δυο υπερυψωμένα καφενεία δεύτερη σκάλα οδηγούσε στην αυλή του Αγίου Αθανασίου. Ο παλαιότατος ναός βίγλιζε ολόγυρα το ορεινό χωριό και τις χαράδρες που οδηγούσαν σε γειτονικά χωριά, , ενώ στα νοτιοδυτικά έβλεπε τα Λευκά Όρη. Γύρω του χόρευαν μνήμες από συνάξεις αγωνιστών και ψυχωμένους ξεσηκωμούς ενάντια στον Τούρκο δυνάστη. «Αετοφωλιά» ήταν το όνομα του χωριού , όνομα απόλυτα ταιριαστό0 με τη γεωμορφολογία και την ιστορική διαδρομή του τόπου. Στη νοτιοανατολική άκρη της αυλής ένα μικρό κελί και πιο κει λιγοστά μνήματα θύμιζαν κάποιους μοναχούς που έζησαν και διακόνησαν στον τόπο τούτο.
Δυο θεόρατοι πλάτανοι έδιναν τον ίσκιο τους εκεί γύρω, και οι δυο στη βορειοδυτική πλευρά, ο ένας στο υπερυψωμένο πλάτωμα με τα καφενεία και ο άλλος στην αυλή του ναού. Η Στυλιανή ανέβηκε τα σκαλοπάτια μέχρι το πρώτο πλάτωμα και κοντοστάθηκε για λίγο κάτω από τον πλάτανο, όσο να ρίξει μια κλεφτή ματιά στο κλειστό καφενείο. Ο πόνος τη λύγισε μεμιάς. Τα τζάμια της εξώθυρας είχαν θαμπώσει από τη σκόνη. Κολιτσάνια ξεφύτρωναν χαμηλά στον τοίχο του μαγαζιού ενώ μια χλωμή γαριφαλιά, ξεχασμένη σ’ ένα μικρό πιθάρι, έδινε ακόμα αγώνα για ζωή.
Δυο σκάλες οδηγούσαν στο ναό του Αγίου Αθανασίου. Η μια, η κεντρική, άρχιζε από το νότιο γύρο της πλατείας του χωριού και ανέβαινε στο πλάτωμα με τα δυο καφενεία. Ύστερα ξεκινούσε άλλη σκάλα από κει, μέχρι το προαύλιο του ναού. Η δεύτερη σκάλα βρισκόταν στην αρχή του δρόμου που άρχιζε από το δυτικό άκρο της πλατείας. Ανέβαινε κι αυτή μέχρι το πλάτωμα κι ύστερα ακολουθούσε η συνέχεια μέσω της μοναδικής σκάλας προς το ναό.
Το καφενείο του Σταματομιχάλη δεν είχε ανοίξει ακόμα. Η Στυλιανή πήρε μια βαθειά ανάσα κι ετοιμάστηκε ν’ ανεβεί τη δεύτερη σκάλα. Τότε, ξαφνικά, μαρμάρωσε. Είδε μια αδύνατη, σκυφτή φιγούρα με στολή χωροφύλακα ν’ αναβαίνει από τη δυτική σκάλα προς το πλάτωμα.
Ήταν ο Γιώργης ο Φλαμουριάς. Όμως έμοιαζε περισσότερο με ίσκιο, με στοιχειό, με φάντασμα του εαυτού του.
Ένιωσε το αίμα να φεύγει απ’ το κεφάλι της και ένα παγωμένο χέρι να της σφίγγει την καρδιά.
Η σκυφτή σιλουέττα, ακόμα πιο σκυφτή τώρα, κατευθυνόταν από το πλάτωμα προς τη σκάλα που οδηγεί στο ναό.
Η Στυλιανή πήρε άλλη μια ανάσα και ξεστόμισε, με όση δύναμη της είχε απομείνει, μια λέξη:
-Γιώργη!
Εκείνος, σα να χτυπήθηκε από κεραυνό, σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο. Ύστερα όμως προχώρησε μπροστά και πάτησε στο πρώτο σκαλοπάτι..
-Γιώργη!
Ακούστηκε, πιο δυνατή και περισσότερο επιτακτική, η φωνή της χήρας.
Εκείνος στράφηκε αργά προς τα πίσω και η Στυλιανή είδε το πρόσωπό του. Ένα πρόσωπο κάτισχνο, πελιδνό, με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια.
-Εσύ είσαι που είπες τ’ όνομά μου; Ρώτησε.
-Ναι, εγώ είμαι, απάντησε βιαστικά η Στυλιανή, λες και για μια στιγμή φοβήθηκε μήπως αλλάξει την απάντησή της.
Ο Γιώργης ο Φλαμουριάς, νέος στερεοελλαδίτης χωροφύλακας, είχε σταλεί να υπηρετήσει στην Αετοφωλιά. Φτωχόπαιδο εκείνος, δίχως να έχει στον ήλιο μοίρα, κατατάγηκε στο Σώμα για να εξασφαλίσει ένα κομμάτι ψωμί.
Στην Αετοφωλιά, όπου υπήρχε Σταθμός Χωροφυλακής, υπηρετούσαν τότε άλλοι δυο χωροφύλακες. Τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα είχαν να κάνουν κύρια με διενέξεις μεταξύ συγχωριανών, γειτόνων ή συγγενών σχετικά με θέματα κυριότητας ή σχετικά με «λόγους τιμής».
Ήταν μάλλον ψηλός και αδύνατος, με ίσια μαύρα μαλλιά και βαθουλωμένα μάγουλα, φρύδια που έγερναν προς τα κάτω και μάτια με μιαν αδιόρατα μελαγχολική έκφραση. Σιγανό και συνεσταλμένο τον είχαν χαρακτηρίσει οι χωριανοί, από τις πρώτες κιόλας μέρες της παραμονής του στην Αετοφωλιά. Θα ‘λεγε κανείς πως προτιμούσε να περνά τελείως απαρατήρητη η παρουσία του. Δεν μιλούσε πολύ και γενικά ήταν πολύ μετρημένος. Στα καφενεία πήγαινε το απόγευμα, εκ περιτροπής, κάθε μέρα και σε άλλο, «για να κρατά τις ισορροπίες», όπως έλεγε χαριτολογώντας, κάποιες φορές. Έπινε τον καφέ του, αντάλλασσε μια-δυο κουβέντες με τους άλλους θαμώνες και έφευγε.
Στο μόνο καφενείο που καθόταν περισσότερο ήταν εκείνο του Μανώλη. Ο Μανώλης, αν και αρκετά μεγαλύτερος από το Γιώργη, ήταν ωστόσο ο νεότερος από τους καφετζήδες του χωριού. Η πραότητα του χαρακτήρα του και το συμπονετικό ενδιαφέρον του για τον ξένο έκαναν το Γιώργη να τον εμπιστευτεί και να ανοίξει την καρδιά του. Του μιλούσε για το χωριό του, για τους γονείς του και για την Τριανταφυλλιά, που της είχε τάξει, πως θα την παντρευτεί τη μέρα κιόλας που θα γυρίσει στο χωριό.
Σιγά-σιγά η φιλία και η εμπιστοσύνη που αναπτύχθηκε ανάμεσά τους αύξαινε. Ο Γιώργης βρήκε ένα μεγαλύτερο αδελφό και ο Μανώλης ένα μεγάλο γιο. Έδειχνε στο Γιώργη πώς φτιάχνει τα στιβάνια (γιατί ο Μανώλης ήτανε και καλός τσαγκάρης) και του εξηγούσε πώς αναγνωρίζουμε την καλή ρακή.
-Πού ξέρεις, μπορεί κι εγώ καμιά φορά να φύγω απ’ τη Χωροφυλακή, ν’ ανοίξω ένα καφενείο στο χωριό μου και να φτιάχνω και στιβάνια! Μονολογούσε ο Γιώργης.
Κάποτε οι δυο φίλοι, όταν είχαν πιει καμιά ρακή, έβρισκαν την ευκαιρία για ένα αθώο πείραγμα ή αστείο:
-Ε, βρε Μανώλη, εσείς στο χωριό σας όλοι καπεταναίοι είστε, πού βρέθηκαν τόσα καπετανάτα, μου λες; Τάχα ρωτούσε ο Γιώργης.
-Εμείς ναι, είμαστε καπεταναίοι, εσείς, όμως, που είσαστε ζαφτιγέδες, κατέχετε να μοιράσετε δυο γαϊδουριών άχερα; Ήταν η απάντηση του Μανώλη.
Έτσι περνούσε ο καιρός, αλλάζανε οι εποχές και ο νέος χειμώνας ήρθε πάλι με τα χιόνια. Ο Γιώργης άκουγε από το Μανώλη ιστορίες για τα περασμένα χρόνια, τότε που οι Τούρκοι έκαναν επιδρομές και έκαιγαν, κάθε τόσο, τα σπίτια της Αετοφωλιάς για να εκδικηθούν τους χωριανούς, που πρωτοστατούσαν σε όλους τους αγώνες για ελευθερία. Ο ίδιος, πάλι, εκμυστηρευόταν στο Μανώλη τους καημούς του. Ιδιαίτερα μάλιστα τον τελευταίο καιρό, που η νοσταλγία τον είχε πνίξει και η καλή του είχε καιρό να δώσει σημείο ζωής, μιλούσε με βουρκωμένα μάτια για τη στενοχώρια που τον έζωνε.
-Εγώ, τώρα, τι ζω και κάνω; Αναρωτιόταν.
Ο Μανώλης τον λυπόταν κατάκαρδα και προσπαθούσε να τον παρηγορήσει:
-Θα πας και στο χωριό σου, μην απελπίζεσαι. Όλα θα πάνε καλά, πρώτα ο Θεός, δεν σε πήρανε δα και τα χρόνια, κοπέλι είσαι ακόμα!
Ο Γιώργης, πάλι, αναζητούσε, όλο και πιο πολύ, παρηγοριά στη ρακή.
Εκείνο το γεναριάτικο σούρουπο, παραμονή της εορτής Αγίου, τα καφενεία είχαν ασυνήθιστα μεγάλη κίνηση. Παραδοσιακοί οργανοπαίχτες από γειτονικά χωριά είχαν έρθει για να βοηθήσουν το γλέντι να κρατήσει καλά.. Μετά τον εσπερινό, χωριανοί και κοντοχωριανοί που είχαν μαζευτεί από τα γύρω μέρη, αναζητούσαν λίγη ζεστασιά στα καφενεία, όπου έκαιγε φωτιά στο τζάκι και όπου ο δίσκος του καφετζή έκανε συνεχώς γυροβολιές για νέα τραταρίσματα.
Ο Μανώλης κερνούσε τσικουδιές, καρύδια και σταφίδες. Ύστερα έφερνε και το βραστό κρέας, αχνιστό μέσα στο ζωμό.
-Άντε, βάλε άλλη μια να πιούμε, έλεγε κάποιος.
-Εβίβα, να πεθάνει ο χάρος! Ευχόταν ο άλλος.
Η Πολυτίμη με το δάσκαλο και τα παιδιά τους είχαν περάσει για λίγο από το καφενείο του Μανώλη. Χαιρέτισαν, ευχήθηκαν για τη μέρα, κεράστηκαν και ύστερα από λίγο σηκώθηκαν να φύγουν. Πήγαιναν στο σπίτι του Μανώλη, να δουν το μεγαλύτερο γιο του, το Λέανδρο, που είχε πυρετό. Ο χιονιάς έφερνε πάντα πολλά κρυώματα στο χωριό. Η Στυλιανή με τα παιδιά της παραστεκόταν στο Λέανδρο και περίμεναν να τελειώσει το πανηγύρι για να κλείσει ο Μανώλης το καφενείο και να ‘ρθει στο σπίτι. Δεν γινόταν να μείνει το καφενείο κλειστό τέτοια μέρα, εορτή του Αγίου που προστάτευε όλο το χωριό.
Σιγά-σιγά και αφού ακούστηκαν οι σκοποί της Κρήτης και χόρεψαν όλοι οι πανηγυριώτες, οι δοξαριές του βιολιού και οι κοντυλιές του λαγούτου αραίωσαν και σιγάνεψαν, σημάδι πως το γλέντι κόντευε να τελειώσει.
Ο Γιώργης, που, λόγω της ημέρας, είχε κάνει το γύρο των καφενείων για να ευχηθεί σε όλους, καθόταν τώρα στον καφενέ του Μανώλη. Τα μάγουλά του είχαν αναψοκοκκινήσει, τα μάτια του έλαμπαν σα να ‘χε πυρετό, η μιλιά του ήταν λίγο μπερδεμένη και η διάθεσή του είχε στραφεί προς την ευθυμία.
-Μωρέ Μανώλη, είπε σε μια στιγμή αστειευόμενος και ενώ περιεργαζόταν το όπλο που είχε βγάλει από τη ζώνη του, να σου παίξω μια, μωρέ;
-Και δεν μου παίζεις… Απάντησε ο Μανώλης από τον πάγκο με βαρυεστημένη καλοσύνη, καθώς το χωρατό αυτό του ήταν γνωστό.
-Να σου παίξω, μωρέ, να σου παίξω… Επανέλαβε χασκογελώντας ο Γιώργης, και σημάδεψε. Αυτό ήταν όλο.
Με τον κρότο που ακούστηκε, ο Μανώλης είχε πέσει νεκρός στο πάτωμα του καφενείου και το γλέντι έληξε ακαριαία, για να δώσει τη θέση του σε μια πρωτόγνωρη ταραχή και στο γενικευμένο πένθος.
Οι επόμενες ώρες και μέρες βρήκαν το χωριό παγωμένο και μουδιασμένο, με ένα σωρό αναπάντητα ερωτήματα να στροβιλίζονται γύρω:
-Πώς έγινε το κακό;
Μήπως ο Γιώργης είχε παρεξηγηθεί με το Μανώλη;
-Πώς βρέθηκε η σφαίρα στο όπλο του Γιώργη;
-Μήπως ο Γιώργης ήτανε βαλτός από μια μεγάλη οικογένεια του χωριού, της οποίας ένας γιος μάταια είχε στείλει προξενητή στη Στυλιανή, αφού εκείνη λίγο μετά παντρεύτηκε τον εκλεκτό της καρδιάς της;
Οι ανακρίσεις που ακολούθησαν δεν έβγαλαν άκρη, καθώς διαπιστώθηκε, από τις σχετικές μαρτυρίες, πως ο χωροφύλακας τελούσε σε κατάσταση μέθης. Οι συνάδελφοι του Γιώργη επιβεβαίωσαν πως εκείνος πάντοτε άδειαζε το όπλο του, όταν βρισκόταν εκτός υπηρεσίας. Οι αρμόδιοι έμειναν με την εντύπωση πως η οινοποσία, που είχε ξεκινήσει από νωρίς στη διάρκεια εκείνης της μέρας, ήταν η αιτία που ο χωροφύλακας έμεινε με τη λαθεμένη εντύπωση πως είχε αδειάσει το όπλο του. Κανα-δυο αυτήκοες μάρτυρες ανέφεραν τη στιχομυθία μεταξύ του Γιώργη και του Μανώλη, κρίθηκε λοιπόν τελικά το όλο περιστατικό ως «κακιά ώρα».
Πέρασε καιρός ώσπου να κατασιγάσει η φωτιά που είχε ανάψει. Οι θρήνοι της Στυλιανής και οι κατάρες της για το φονιά αντιλαλούσαν πολλές μέρες στα γύρω όρη. Η θλίψη και η οργή όργωναν αδιάκοπα το πρόσωπό της, που κάποτε έλαμπε σαν αμυγδαλανθός.
Εκείνη άφησε το σαράκι της απελπισίας να κατατρώγει τα σωθικά της. Κλείστηκε στο σπίτι με τα διπλομανταλωμένα πορτοπαράθυρα και μόνη της έγνοια ήταν τα παιδιά της. Προσπαθούσε, άτσαλα και όσο άντεχε, να τα στηρίζει. Όμως το χαμόγελο δεν ξαναφάνηκε στα χείλη της και η αγριεμένη όψη της μετάγγιζε στα παιδιά όλη την πίκρα και τη μελαγχολία που διαφέντευε πια τη μοίρα τους.
Όλα αυτά ώσπου η Στυλιανή είδε εκείνο το όνειρο με το Μανώλη. Εκείνες τις μέρες είχε ακούσει πως ο Γιώργης είχε πάρει μετάθεση και πως θα έφευγε από το χωριό. Θα πήγαινε στον τόπο του; Ποιος να ξέρει, αφού είχε ακουστεί πως η αρραβωνιαστικιά του δεν τον ήθελε πια και η μάνα του είχε πεθάνει από τη στενοχώρια της.
-Να φύγει, ο τρισκατάρατος, είχε πει η Στυλιανή. Χώμα να πιάνει και στάχτη να γίνεται. Να μη βρίσκει τόπο να σταθεί. Να του στείλει ο Θεός τις πληγές του Φαραώ!
Ήταν αμέσως μετά το ξέσπασμα της φουρτουνιασμένης ψυχής της που την επισκέφτηκε στο όνειρο ο νεκρός άντρας της. Τον είδε μπροστά της ολοζώντανο, με τα λιγοστά κοκκινωπά μαλλιά του, το στρογγυλό πρόσωπο με τις φακίδες και με το χαρακτηριστικό χαμόγελο, που σχημάτιζε δυο μικρά βαθουλώματα στα μάγουλά του. Τον ονειρεύτηκε καλοδιάθετο και τον άκουσε να της μιλάει.
Μπήκε σε μεγάλες σκέψεις. Τι ήθελε να της πει ο Μανώλης; Ήθελε να την παρηγορήσει; Γιατί της είπε «‘Έχω καιρό που δεν έχω λάβει νέα σου»; Μήπως εννοούσε «καλά νέα»; Μήπως ο Μανώλης στενοχωριόταν για την κατάσταση της ψυχής της;
Με όλες αυτές τις σκέψεις πέρασαν ώρες, εκείνη τη μέρα. Άγνωστο τι ακριβώς συνέβη στη Στυλιανή. Το βέβαιο, πάντως, είναι πως, μετά από κείνο το όνειρο, δεν ξανακαταράστηκε ούτε ευχήθηκε, σιωπηλά έστω, το χαμό του Γιώργη.
Και να που σήμερα, αποφασισμένη να περπατήσει ξανά, μαζί με τα παιδιά της, στο Φως της Ανάστασης και της ελπίδας, είδε μπροστά της το φονιά του άντρα της. Και να που φώναξε τ’ όνομά του.
Ο Γιώργης, ή μάλλον το σκέλεθρο του παλιού Γιώργη, στεκόταν απέναντί της με χαμηλωμένα μάτια, καθώς την άκουσε να απαντά:
-Ναι, εγώ είμαι.
-Και λες το όνομά μου εσύ, που σκότωσα τον πατέρα των παιδιών σου; Ρώτησε με τρεμάμενη φωνή ο Γιώργης.
-Δεν έφταιγες εσύ, ήταν η κακιά ώρα. Απάντησε αποφασιστικά η Στυλιανή, κι αμέσως μετά πρόσθεσε:
-Σε φώναξα για να με συγχωρέσεις που σε καταράστηκα για το θάνατο του Μανώλη…
Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε. Την ιστορία αυτή τη διηγήθηκε η ίδια η Στυλιανή στα παιδιά της και αργότερα τη διηγήθηκε και στα εγγόνια της, όταν κάποια φορά τους μιλούσε για την αξία της συγχώρεσης.
Κανείς δεν έμαθε τι απόγινε ο Γιώργης. Τα παιδιά της Στυλιανής μεγάλωσαν και πρόκοψαν, τα εγγόνια της θυμούνται ακόμα με δέος την επιβλητική και σεβάσμια μορφή μιας σωστής ιέρειας, που είχε το χάρισμα του λόγου και διηγόταν μοναδικά όμορφες ιστορίες. Όσο για τα δισέγγονά της, αυτά κρατούν, ως πολύτιμο κειμήλιο, μια φωτογραφία της. Σ’ εκείνη τη φωτογραφία η Στυλιανή, ηλικιωμένη πια, αλλά με πρόσωπο πάντα φεγγερό, κάθεται κάτω από μια ελιά περιτριγυρισμένη από τα παιδόγγονά της, ενώ οι άκρες της μαύρης μαντήλας που φορά στο κεφάλι της ακουμπούν στο έδαφος.