
Του Στρατή Παπαμανουσάκη
«Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν
και του τροχού π΄ ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν»
Γράφτηκαν άραγε αυτοί οι γενέθλιοι στίχοι της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας μόνο για τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα, ή μήπως και για ολόκληρη την Κρητική λογοτεχνία και το Κρητικό Θέατρο και την τέχνη γενικότερα;
«Θα με διαβάζουν ίσαμε εφτά χρόνια, ας βάλουμε εφτάμισυ κι΄ ύστερα θα ξεχάσουν», έγραψε ο Τσέχωφ το 1889. Το Δημοτικό Θέατρο Κρήτης τον διάψευσε το 1985, ανεβάζοντας τον Γλάρο, σε σκηνοθεσία Λυκούργου Καλλέργη, ύστερα από εκατό περίπου χρόνια. Αλλά μήπως δεν είχε προηγηθεί το ανέβασμα της Θυσίας του Αβραάμ του Κορνάρου, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, από την Εταιρεία Θεάτρου Κρήτης το 1974, πάνω από τριακόσια χρόνια μετά τη συγγραφή του; Και δεν ανέβηκε πάλι από το Θέατρο μας ο Ίων του Ευριπίδη το 1984, σε σκηνοθεσία Τηλέμαχου Μουδατσάκη, τόσους αιώνες από την αρχαία παράσταση του;
Ο χρόνος και η τέχνη συμβαδίζουν, ο Κρόνος καταβροχθίζει τα παιδιά του, αλλά η ψυχή, ως το θυμοειδές της πλατωνικής Πολιτείας, τείνει αιώνια προς την ιδέα του καλού. Ανεβοκατεβαίνει ο τροχός, ανάπτυξη και ύφεση αλληλοδιαδέχονται σε μια διαλεκτική σύνθεση, αλλά πάντα μένει κάτι σταθερό ανάμεσα στη γνώση και στην αρετή, το κάλλος. Ας θυμηθούμε τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκυ, που μας λέει πως «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Και πραγματικά έχομε ανάγκη και στην εποχή μας, οπότε προβάλλουν επικίνδυνες πια οι δυνάμεις της αμορφίας, να προσδεθούμε γερά στην πλούσια πνευματική παράδοση του τόπου μας, εμπλουτισμένη με την ανανέωση του χρόνου, για να ξεπεράσουμε και τη σημερινή κρίση της ιστορίας, τους πολέμους, την απανθρωπιά, τον κακοφορμισμό του πολιτισμού.
Αυτός ακριβώς ο σκοπός κυριάρχησε στην προσπάθεια αναβίωσης της μεγάλης θεατρικής παράδοσης της Κρήτης, πενήντα τώρα χρόνια. Ανάδειξη της θεατρικής κληρονομιάς της Κρητικής Αναγέννησης, ισόρροπος συγκρητισμός μεταξύ όλων των περιοχών της Κρήτης, παροχή υψηλής θεατρικής παιδείας στο σύνολο του πληθυσμού του τόπου μας. Και δεν ήταν αυτοί οι σκοποί μόνο μια απλή καλλιτεχνική επιδίωξη. Ήταν εξίσου και μια πράξη αντίστασης και μια πρόταση επαναπροσδιορισμού της θέσης μας απέναντι στα μεγάλα ζητήματα της εποχής της δικτατορικής επταετίας. Στο μεταξύ ο θεσμός του Κρητικού Θεάτρου εξελίχτηκε, νέες διοικητικές δομές δημιουργήθηκαν, προστέθηκαν κατά καιρούς στην κεντρική σκηνή, το αρχαιοελληνικό δράμα, το νεοελληνικό και το παγκόσμιο θέατρο, πειραματική και ερασιτεχνική σκηνή, πλαισιωμένα με πολλές εκθέσεις, εκδόσεις, φεστιβάλ και άλλες εκδηλώσεις. Και για όλα αυτά δεν ήταν αρκετά μόνο «δυο σανίδια κι ένα πάθος», χρειάστηκαν πολλοί αγώνες και μεγάλες θυσίες και άκαμπτη υπομονή και επιμονή από όλους τους ανθρώπους του Θεάτρου μας, με τη συνεργασία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, και την όποια βοήθεια του κράτους και προπάντων με την ανταπόκριση του θεατρικού κοινού μας.
Ο κρητικός πολιτισμός διακρίνεται για τον αντιστασιακό του χαρακτήρα, όπου η Ελευθερία προβάλλει ως το αριστοτελικό «αεί ζητούμενον», και το Πνεύμα υψώνεται στη σφαίρα του Ωραίου. Καρπούς αυτής της σταθερής αντίληψης αποτέλεσαν διαχρονικά η κρητική ιστορία, το κρητικό δίκαιο και το κρητικό θέατρο. Και με αυτό το πρίσμα πρέπει νομίζω να αντιμετωπίζομε τον θεσμό, το μέλλον, τη συνέχεια, του Θεάτρου μας.
Ο τροχός του Κρητικού Θεάτρου συνεχίζει τον κύκλο του.



