Της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη
“Θα ήμουν μαθήτρια της δευτέρας τάξης του Δημοτικού όταν είδα για πρώτη φορά τη Δημοτική Αγορά των Χανίων, όπου ο πατέρας μου είχε παντοπωλείο. Η μητέρα μου με περίμενε έξω από το σχολείο, που ήταν κοντά στην Ευαγγελίστρια, έπαιρνε τη μαθητική τσάντα μου και μου παρέδιδε το “σεφέρ-τασί”, μεταλλικό φαγητοδοχείο, δεμένο εξωτερικά με μια καρώ πετσέτα.
Εγώ ανηφόριζα μέχρι τη στάση του λεωφορείου, το οποίο με μετέφερε ακριβώς στην ανατολική πλευρά της Αγοράς. Διάβαινα τη χαμηλή είσοδο που υπήρχε στην πλευρά εκείνη και βρισκόμουν στο κατάστημα του πατέρα μου. Στο χώρο εκεί με κύκλωναν μυρωδιές από τις σαρδέλλες “Καλλονής” που μοσχομύριζαν, από τις ρέγγες, τους μπακαλιάρους,τα ξερά χταπόδια, άλλά και από τα αλίπαστα προϊόντα της βιοτεχνίας Παπάζογλου (παστουρμάς, σαλάμια και λουκάνικα) καθώς επίσης από τον φρεσκοαλεσμένο καφέ του καφεκοπτείου Παντελάκη.
Θυμάμαι ότι περισσότερο οι άνδρες πήγαιναν να ψωνίσουν από την Αγορά. Τους πιο ευκατάστατους οικονομικά ακολουθούσε κάποιος χαμάλης, που αναλάμβανε να μεταφέρει τα ψώνια στην κατοικία του αγοραστή.Οι χαμάληδες φόρτωναν τα ψώνια σε ζεμπίλια και είχαν περασμένο χιαστί στην πλάτη τους κάποιο σκοινί.
Στη δυτική πλευρά της Αγοράς υπήρχαν τα ψαράδικα, ενώ τα κρεοπωλεία βρισκόταν ανατολικά. Στο κέντρο της Αγοράς, η οποία είχε σχήμα σταυροειδές, υπήρχε ένα μεγάλο περίπτερο, κατάφορτο από εφημερίδες και ψιλικά.
Είχε “πλούσια τα ελέη” η Αγορά. Εκεί που ήταν τα ψαράδικα υπήρχαν και δύο μαγειρεία, τα οποία σέρβιραν αχνιστό πατσά από νωρίς το πρωί. Τα μαγειρεία είχαν πολλή πελατεία, καθώς σταματούσαν εκεί και άνθρωποι από χωριά του νομού.
Θυμάμαι τη μεγάλη κίνηση που υπήρχε τις Καθαροδευτέρες. Οι άνθρωποι ψώνιζαν χαλβά, ταραμά, ελιές. Τη Μεγάλη εβδομάδα ψώνιζαν αυγά, βιούτυρα και αλεύρι για τα κουλουράκια και τα τσουρέκια της Λαμπρής. Τα Xριστούγεννα, πάλι, ψώνιζαν αλεύρι,βούτυρο και ζάχαρη άχνη, καρύδια και γαρύφαλλα, κανέλλα και μαστίχα χιώτικη. Από όλα τα μαγαζιά περνούσαν παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα. Θυμάμαι στα ψωμάδικα να πουλούν μεγάλες κουλούρες ψωμί “χάσικο”, όπως έλεγαν το άσπρο ψωμί.
Η Δημοτική Αγορά Χανίων ήταν ένας τόπος κοινωνίας, από όπου κάποιες φορές οι άνθρωποι περνούσαν περισσότερο για έναν περίπατο, παρά για κάτι που θα ψώνιζαν. Ήταν τόπος συνάντησης, τόπος ανταλλαγής απόψεων, όπως για παράδειγμα την προεκλογική περίοδο.
Οι καταστηματάρχες φορούσαν υπόλευκες υφασμάτινες “μπλούζες” και καλημέριζαν τους επισκέπτες της Αγοράς.
Στο κέντρο του σταυροειδούς χώρου υπήρχε ένα μεγάλο περίπτερο, με εφημερίδες και περιοδικά κρεμασμένα ολόγυρα. Ήταν σημαντικό δέλεαρ για τα παιδιά, καθώς εκεί έβρισκαν σοκολάτες, καραμέλες, τσίχλες, σφυρίχτρες. Υπήρχαν, ακόμα, για τους μεγαλύτερους σε ηλικία πελάτες, κομπολόγια, τσιγάρα, φακοί,γενικά ό,τι θα αναζητούσε κάποιος σε ένα κατάστημα ψιλικών…”
Αυτά μου αφηγήθηκε μία καλή φίλη, η οποία δεν ήθελε να καταχωρηθεί το όνομά της και εγώ παραθέτω αυτούσια την αφήγηση που μας οδηγεί, όλους όσοι ζήσαμε τη μαγεία της πάλαι ποτέ πρωτεύουσας της Κρήτης και των ιστορικών κτισμάτων της, στην καρδιά της αυθεντικής ζωής της πόλης.
Η παραπάπανω αφήγηση μου παρέχει το έναυσμα για να διατυπώσω το εύλογο ερώτημα:
Αλήθεια, πόσον καιρό ακόμα θα παραμένει ασκεπής η Δημοτική Αγορά, με τους τοίχους της να καταστρέφονται από τον ανελέητο ήλιο του καλοκαιριού και τους παγετούς του χειμώνα; Θα τολμούσε κάποιος να διανοηθεί πως μπορεί να συμβεί κάτι αντίστοιχο σε όποια πόλη του δυτικού κόσμου δίχως σοβαρότατες συνέπειες και επιπτώσεις;
Ακόμα, πού βρίσκονται οι μαντεμένιες ράγες της οροφής, που όμοιες υπάρχουν μόνο στην (κατά τι μεταγενέστερη) επίσης εμπνευσμένη από το ίδιο κτίσμα της Μασσαλίας αγορά Μοδιάνο της Θεσσαλονίκης, όπου, όμως, τα σίδερα της οροφής παραμένουν πάντοτε στην περίοπτη θέση τους και το όλο κτίσμα το διαφυλάσσουν οι αρμόδιοι ως κόρην οφθαλμού;
Γνωρίζει κάποιος να μας πει για το πώς ήρθαν από τη Μασσαλία στα Χανιά τα σίδερα αυτά, από ποιους ακριβώς χρηματοδοτήθηκε η ανέγερση της Δημοτικής Αγοράς Χανίων (τράπεζα και ιδιώτη) και ποιος ήταν ο πολυταξιδεμένος επιχειρηματίας που εμπνεύσθηκε το κτίσμα της Αγοράς Χανίων και το πρότεινε στους αρμόδιους για υλοποίηση; Εχει κάποιος κάτι να αναφέρει για την παρουσία και προσφορά εκείνου του προσώπου στον νομό Χανίων; Και, τέλος, ποιος ήταν ο ΑΛΜΠΕΡΤ που σε κάποια πινακίδα δρόμου στο Κουμ Καπί αναγράφεται ΜΟΝΟ ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ του, σκέτο, δίχως το όνομα και δίχως να αναφέρεται έστω η ιδιότητά του; Μήπως ήρθε η ώρα να διορθωθούν τα κακώς κείμενα;
Επίσης, καθώς αντικρίζω την Αγορά ασκεπή, σκοτεινή, έρημη (ας είναι καλά κάποιοι επιχειρηματίες που φωταγώγησαν τις επιχειρήσεις τους εκεί κοντά) σκέπτομαι: Θα ήταν, άραγε, τόσο δύσκολο να φωταγωγηθεί η ιστορική “καρδιά” της πόλης; Αν όλα τα λαμπιόνια του χριστουγεννιάτικου στολισμού έχουν “καεί” και δεν αντικαταστάθηκαν έγκαιρα, μήπως υπάρχει εκεί, στις αποθήκες του Δήμου, το σύνθημα “ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ”, το οποίο επί Δημαρχίας Γιώργου Κατσανεβάκη κοσμούσε, κάθε χρόνο τις μέρες των Χριστουγέννων και με τον τρόπο που αρμόζει, την πρόσοψη της Δημοτικής Αγοράς; Aν τα λαμπιόνια του είναι επίσης “καμμένα”, μήπως μπορεί να τοποθετηθούν νέα πάνω στον (ας ελπίσουμε) υπάρχοντα μεταλλικό σκελετό;
Με την ευκαιρία να επισημάνω ότι στον Δημοτικό Κήπο η (απερίγραπτη) “ανάπλαση” λησμόνησε παντελώς τις μικρές κολόνες κατά μήκος της νότιας πλευράς του Κήπου (επί της οδού Τζανακάκη), οι οποίες ολοένα κομματιάζονται, καθώς η υγρασία διαβρώνει ανενόχλητη τα σίδερα στο εσωτερικό τους. Πολύ κρίμα, διότι οι κολόνες αυτές, αποτελούν ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στοιχείο του Δημοτικού Κήπου, όπως και οι αντίστοιχες κολόνες περιμετρικά του Σταδίου Έλενας Βενιζέλου, όπου επίσης, βαθμιαία και σταθερά, καταρρέουν, ενώ τα πέτρινα τειχία περιμετρικά του Σταδίου πνέουν τα λοίσθια. Έχουν περισσέψει κάποια ψιχία από τις δαπάνες “ανάπλασης” ώστε να αναπλασθούν (στ’ αλήθεια) έστω αυτά τα τμήματα του Δημοτικού Κήπου;;;