Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος, συγγραφέας
1958. Στο μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο με τους 43 μαθητές στο μικρό χωριό στις παρυφές των Μαδάρων στα Δυτικά Σφακιά, το μάθημα εξελισσόταν κανονικά.
…Ξαφνικά, ο δυνατός, εκκωφαντικός θόρυβος ενός αεροπλάνου, έσπασε την πειθαρχημένη ησυχία στην Αίθουσα του Σχολειού. Ένας γεροδεμένος και μαυριδερός μαθητής, ο Αντρέας –που ήταν ο πρώτος μαθητής στην τάξη του- σηκώθηκε από τη θέση του και “εκτινάχτηκε” στην κυριολεξία προς την έξοδο της Αίθουσας, προκειμένου να δει τον… απρόσκλητο επισκέπτη στον εναέριο χώρο του χωριού του. Λες και ήταν συνεννοημένοι όλοι οι μαθητές, σηκώθηκαν από τις θέσεις τους όλοι, και ξεχύθηκαν στο κατόπι του Αντρέα, βγαίνοντας με φούρια στην αυλή.
Και είδαν: Ένα στρατιωτικό μεταγωγικό αεροπλάνο, μια ντακότα, πραγματοποιούσε μια χαμηλή πτήση. Διέγραψε ένα μεγάλο κύκλο, πέρασε ξανά πάνω από το Σχολείο σε πολύ χαμηλή πτήση αυτή τη φορά, και παίρνοντας ύψος, έγινε κουκίδα στο γαλάζιο του ουρανού, και χάθηκε από το οπτικό πεδίο των μικρών μαθητών. Ο δάσκαλος, που δεν πρόλαβε –ή δεν θέλησε- να σταματήσει την αθρόα έξοδο των μαθητών στην αυλή χωρίς την έγκρισή του, στεκόταν χαμογελώντας στην είσοδο. Δικαιολογούσε απόλυτα την περιέργεια των μικρών μαθητών στο βοσκοχώρι που υπηρετούσε, και από το οποίο απείχε κάθε ένδειξη της τεχνολογικής εξέλιξης της εποχής, ας διανύετο το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα. Κάποια στιγμή, χτύπησε δυο φορές τις παλάμες του, σημάδι ότι έπρεπε να επιστρέψουν οι μαθητές στο μάθημά τους.
Μπήκαν πειθαρχημένα τα παιδιά και κάθισαν στις θέσεις τους. Μόνο ο μικρός Αντρέας παρέμεινε για λίγο στην αυλή, και με την παλάμη ηλιοσκέπαστρο στο ύψος των φρυδιών, προσπαθούσε να διακρίνει το αεροπλάνο, και ποιος ξέρει; ίσως και να περίμενε μια νέα εμφάνισή του. Του αεροπλάνου, που ήταν η μεγάλη του αγάπη, και όνειρό του ήταν να γίνει αεροπόρος και αυτός, σαν μεγαλώσει. Όνειρο ζωής που δεν το εγκατέλειψε στις μετέπειτα σπουδές του σε Γυμνάσιο και Λύκειο από το οποίο αποφοιτώντας, έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Ικάρων όπου και “πέρασε” και μάλιστα πρώτος! Έδωσε σάρκα και οστά στο όνειρό του, και ακολουθώντας μια αξιόλογη καριέρα στην Πολεμική Αεροπορία, έφτασε στα ύψιστα αξιώματά της, αποστρατευόμενος ως Πτέραρχος, και δικαιώνοντας τη σοφή ρήση: «Όπου υπάρχει ένα “θέλω”, ευρίσκεται κι ένας “δρόμος”»!…
…… Την ίδια εκείνη εποχή, ερχόταν στο χωριό ο κ. Στρατάκης, ο Εισπράκτορας της συνδρομής τοπικών εφημερίδων. Ο καλός αυτός επισκέπτης, έβλεπε με συμπάθεια τα παιδιά του χωριού, που, μακριά από τα φώτα και την πρόοδο της πόλης –την οποία εξάλλου αγνοούσαν παντελώς- περνούσαν τις μέρες τους, παίζοντας με αυτοσχέδια παιχνίδια. Τα έβλεπε να παίζουν ανέμελα κι ευτυχισμένα χωρίς πολλές απαιτήσεις. Τα αρκούσε η απλοχωριά της παρθένας φύσης που τους χάριζε απλόχερα τα “κάλλη” της. Σε άδειες κούτες τσιγάρων (εκείνων με τα 88 τσιγάρα ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ), προσάρμοζαν 4 ρόδες φτιαγμένες από την εύκολα κατεργάσιμη φλούδα πεύκου κατασκευάζοντας ένα αυτοσχέδιο αυτοκίνητο που δεμένο με ένα μακρύ σπάγκο το τραβούσαν…
Όλα τούτα και όχι μόνο, ευαισθητοποίησαν τον καλοκάγαθο Εισπράκτορα, που πάντα είχε στις τσέπες του καραμέλες, με τις οποίες φίλευε τους μικρούς του φίλους. Έφερε λοιπόν μαζί του κάποια φορά, ένα view master και κάλεσε μια ομάδα παιδιών, που έπαιζαν ανέμελα τα αυτοσχέδια παιχνίδια τους. Τα κάλεσε κοντά του, και τους έδειξε πώς να το χρησιμοποιήσουν. Ο Γιάννης, κόλλησε τα ματάκια του στους προσοφθάλμιους φακούς της μικρής συσκευής και είδε (για πρώτη του φορά) ένα…αυτοκίνητο! Ένα κόκκινο αυτοκίνητο!…Πάτησε τον διακόπτη της συσκευής, και είδε και άλλο αυτοκίνητο…και άλλο…και άλλο, όσο πατούσε τον διακόπτη, φωνάζοντας με ενθουσιασμό: «Ένα αυτοκίνητο! …Κι άλλο…κι άλλο! Έλα Μαιρούλα να δεις… ελάτε παιδιά…Αυτοκίνητα!…»
Πλησίασε η Μαιρούλα, έτρεξαν και τα άλλα παιδιά, και ένα-ένα, απολάμβανε την εικόνα των αυτοκινήτων στην οθόνη του view master, αφήνοντας κάθε φορά, ένα μακρόσυρτο «Αααα!…Αυτοκίνητο!…»
Συγκινημένος ο κ. Στρατάκης, άφησε ένα βαθύ στεναγμό, και σχολίασε:
«Για σκέψου φίλε μου!…Την εποχή που ο άνθρωπος άρχισε να βηματίζει στο διάστημα, την εποχή του 20ου αιώνα, υπάρχουν ακόμη παιδιά στην Ελλάδα που δεν έχουν δει…αυτοκίνητο!…Για σκέψου φίλε μου!»
Μια αλήθεια, μια πραγματικότητα (που σαφώς δεν ήταν η μοναδική) στα πέτρινα χρόνια της δεκαετίας του’ 50 στο ορεινό βοσκοχώρι, περασμένα, όχι ξεχασμένα, μιας κι έχουν αφήσει βαθιές χαρακιές στα εσώψυχα του ασπρομάλλη Γιάννη, και όχι μόνο…