Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος, συγγραφέας
Στο μικρό βοσκοχώρι στις παρυφές των Λευκών Ορέων στα Δυτικά Σφακιά, αλλά και σε ολόκληρη της Επαρχία, επικρατούσε ακόμη (δεκαετία του’ 50) το “sport”, η κακιά συνήθεια της ζωοκλοπής. (Κατάλοιπο της εποχής της Τουρκοκρατίας, κατάλοιπο άλλων εποχών για λόγους βιοποριστικούς αλλά και αντεκδίκησης).
Ίδιον κάποιων χωρικών με πληθωρισμένους τους δείκτες του αλληλοσεβασμού και του αλτρουισμού, αρκεί να επιβίωναν εκείνοι. Και στις τάξεις των ζωοκλεφτών, η πράξη της ζωοκλοπής εκλαμβανόταν ως σαφής ένδειξη αντρισμού και υπεροχής, έναντι των άλλων, των φιλήσυχων.
…Κι έτσι περνούσε ο καιρός, με την χωροφυλακή της εποχής να επιτυγχάνει ελάχιστα πράγματα καθώς επικρατούσε ο νόμος της σιωπής, μια τύπου “ομερτά” μεταξύ όλων των χωρικών –ζωοκλεφτών και μη- καθώς εθεωρείτο ατιμωτική η ενέργεια της πληροφόρησης των Αρχών για κάποια επισυμβείσα ζωοκλοπή, μικρή ή μεγάλη…
Κι έτσι περνούσε ο καιρός, στο βοσκοχώρι…
…Η κυρά-Μαριγώ, μια συμμαζεμένη γυναίκα που με τον άντρα της μοχθούσαν να ορθοποδήσουν την φαμίλια τους με τα πέντε παιδιά, απεχθανόταν όχι μόνο την κάκιστη αυτή συνήθεια της ζωοκλοπής, αλλά επιπρόσθετα, απαγόρευε στα αγόρια της να συχνάζουν σε σπίτια ζωοκλεφτών.
«Εκεί παιδιά μου…» τους έλεγε συχνά «…μαγειρεύουν κρέατα κλεμμένα…Και ξέρετε πως το κλεμμένο κρέας δεν είναι νόστιμο; Δεν πρέπει ούτε να το δοκιμάζετε γιατί, πέρα από το ότι είναι άνοστο, είναι και αμαρτία!…»
Τα αγόρια της, υπάκουα στη μάνα, δεν σύχναζαν πράγματι σε σπίτια ζωοκλεφτών, ας έπαιζαν όλη την ημέρα με τα συνομήλικα παιδιά τους στις αλάνες του χωριού. Στα σπίτια τους, δεν πήγαιναν ποτέ!
Ένα μεσημέρι, ο μικρός γιος της κυρά-Μαριγώς ο Γιάννης, που όλο το πρωί έπαιζε με ένα παιδί –γιο ζωοκλέφτη- βρέθηκε χωρίς καν να το καταλάβει, στην αυλή του σπιτιού του φίλου του. Καθώς ήταν καλοκαίρι, η νοικοκυρά του σπιτιού, μαγείρευε στην παραστιά στη γωνιά της ευρύχωρης αυλής τους. Και τι μαγείρευε; Κρέας, τσιγαριστό (το περίφημο σήμερα “Σφακιανό τσιγαριαστό”).
Η τσίκνα από το φρέσκο και καλομαγειρεμένο κρέας, “έσπασε” τη μύτη του μικρού Γιάννη. Και καθώς ήταν ώρα για το μεσημεριανό φαγητό, η κυρά-Μαρία η οικοδέσποινα, στράφηκε προς το μέρος του και του είπε με καλοσύνη:
«Έλα παιδί μου να φάτε μαζί με το γιο μου, γιατί όλη τη μέρα που παίζατε, θα πεινάτε». `Ηταν καλόκαρδη και γαλαντόμα η κυρά-Μαρία. (Δεν το είχε…αγορασμένο άλλωστε, το κρέας).
Ο μικρός, κάθισε με τον φίλο του και απόλαυσε ως τα βάθη της καρδιάς του, το καλοψημένο τσιγαριστό. Όταν τελείωσαν, ευχαρίστησε την κυρά-Μαρία και κίνησε για το σπίτι του.
Όταν έφτασε, βρήκε τη μητέρα του να απλώνει την καθαρή μπουγάδα της.
Δεν κρατήθηκε, και της διαμαρτυρήθηκε έντονα, χωρίς να φαντάζεται το επακόλουθο της αποκοτιάς του αυτής:
«Μάνα, μας λέεις πως το κλεψίμιο κρέας, δεν είναι νόστιμο. Ε! Εγώ έφαγα, και είναι πλιο νόστιμο από το δικό μας, που δεν είναι κλεψίμιο!»
Η κυρά-Μαριγώ, κέρωσε! Έμεινε με το χέρι μετέωρο, κρατώντας ένα ασπρόρουχο: «Ιντα μου’ πες;…Έφαγες κλεψίμιο; Και πού το έφαγες;»
Ο μικρός, της αφηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια το συμβάν.
Η κυρά-Μαριγώ, άφησε το ασπρόρουχο στο καλάθι, έπιασε μια βέργα που την είχε για να διώχνει τις ενοχλητικές όρνιθες όταν…εισβάλανε στην αυλή, και άρχισε να την ανεβοκατεβάζει με πείσμα στα πισινά του μικρού, φωνάζοντας:
«Τόλμησες να δοκιμάσεις τέτοιο κρέας; Ε; Τόλμησες; Τι σου’ λεγα εγώ, τόσο καιρό; Αν το ξανακάνεις, θα σου τα κόψω τα ποδαράκια σου!…»
Πέταξε με νεύρο τη βέργα, και ο Γιάννης κάθισε κλαψουρίζοντας στο πεζούλι της αυλής…
…Όχι, δεν ξανάφαγε κλεψίμιο, καθώς δεν ξαναπήγε στο σπίτι της κυρά-Μαρίας… Και καθώς σε λίγα χρόνια έφευγε για τις σπουδές του στο Γυμνάσιο και μετέπειτα στο Πανεπιστήμιο και οι επισκέψεις του στο μικρό χωριό του ήταν πλέον μετρημένες, δεν ξαναπάτησε στο σπίτι εκείνο…..
Αλήθεια, και αυτό μέχρι σήμερα που έγινε ασπρομάλλης. Εξάλλου, το συγκεκριμένο σπίτι ερήμωσε, έκλεισε ανεπιστρεπτί όπως τα περισσότερα σπίτια του χωριού, και δεν υφίσταται πλέον λόγος… επίσκεψης, άσχετα εάν δεν υπάρχουν σε αυτό όχι μόνο κρέας κλεψίμιο, αλλά ούτε και άνθρωποι…
Πέτρινα χρόνια, σε πέτρινο τόπο!