Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας
Το μητάτο της οικογένειας του μικρού Γιάννη βρισκόταν στα Κρούσια, ένα οροπέδιο στα βόρεια του χωριού και σε υψόμετρο περί τα 1300 μέτρα.
`Ηταν ένα μικρό δίχωρο πετρόχτιστο ισόγειο οικοδόμημα, στον πρώτο χώρο του οποίου οι τυροκόμοι έβραζαν το γάλα και παρασκεύαζαν τα τυροκομικά προϊόντα: Τυρί, ανθότυρο, μυζήθρα. Ο δεύτερος χώρος, αποτελούσε ένα είδος “ψυκτικού θαλάμου” αυτοσχέδιου, χωρίς κουφώματα και με τη σκεπή να καλύπτεται πρόσθετα κάθε χρόνο με αρκετά κλαδιά κυπαρισσιού, προκειμένου ο χώρος να κρατάει σε χαμηλά επίπεδα τη θερμοκρασία για την ωρίμανση και διατήρηση των προϊόντων.
Συνθήκες πρωτόγονες, ας έφτανε ο τροχός του χρόνου στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα, κατά τον οποίο η τεχνολογία άγγιζε τα όρια του κολοφώνα της και ο άνθρωπος άρχιζε να κάνει τα πρώτα δειλά βήματα στο αχανές του διαστήματος. Δεκαετία του 1950, αλλά στο μικρό βοσκοχώρι στις παρυφές των Λευκών Ορέων οι συνθήκες παρέμεναν τριτοκοσμικές: Ούτε ηλεκτρισμός, ούτε αυτοκίνητα, ούτε ανέσεις του 20ου αιώνα…Πέτρινα χρόνια σε πέτρινο τόπο…Αλλά οι κάτοικοι του συνέχιζαν πεισματικά λες την βιοπάλη τους, για μια πιο άνετη ζωή στις μίζερες συνθήκες που τους έζωναν, σε μια πλήρη εγκατάλειψη από την Πολιτεία, μακριά από την αχλή του πολιτισμού!
…Στο μητάτο αυτό εξάντλησε την “καριέρα” του ο πατέρας του μικρού Γιάννη αλλά και ο αδερφός του πατέρα, διαδεχθέντες τον ιερέα-βοσκό πατέρα τους, εκείνος τον δικό του, σε μια σειρά διαδοχής που χάνεται στις ατραπούς του παρελθόντος. Και τα παιδιά τους, αδέρφια του μικρού Γιάννη και ξαδέρφια, περνούσαν ξέγνοιαστες και ανέμελες ώρες και μέρες στο βουκολικό αλλά πανέμορφο όσο και κακοτράχαλο τοπίο του οροπεδίου, βοηθώντας τους πατεράδες στο άρμεγμα και άλλες δουλειές που τους ανέθεταν, αλλά με ψυχισμό και κράση ατίθαση όσο και ενθουσιώδη, καθώς η παρθένα φύση τα μπόλιαζε με μπόλια που μόνο εκείνη διαθέτει: Ατμόσφαιρα καθάρια και αμόλυντη από τα κατακάθια του πολιτισμού, κάλλος φυσικό που μόνο ο Πλάστης μπορούσε να σχεδιάσει, ευωδία πλέρια από τα λογής- λογής αγριολούλουδα και θάμνους, ελευθερία ατέλειωτη να χαρούν τούτα τα δώρα. Τον καθάριο ουρανό συχνά σπάθιζαν πανώριοι αετοί και γεράκια με τη στριγγιά φωνή τους στις χαμηλές πτήσεις τους. Από κάπου κοντά ή λίγο πιο μακριά, ακούγονταν το κακάρισμα της πετροπέρδικας και το κελάδημα πουλιών που σπάθιζαν και κείνα τον αγέρα σε σχηματισμούς πυκνούς. Κοντολογίς, συνιστώσες δυσεύρετες για μια συνισταμένη υγιούς ψυχισμού, καθώς ο άνθρωπος από την παρθένα φύση κίνησε την πορεία του, και σπόρους της κουβαλά στο γονιδίωμά του όπου κι αν ζει, όπου κι αν φτάσει…Και ο μικρός βοσκός και τ’ άλλα τα παιδιά νοιώθαν πληρότητα στη φύση την αρχέγονη, που είναι αμφίβολο εάν την εύρισκαν τα άλλα τα παιδιά της ηλικίας τους σε πόλεις και μεγαλουπόλεις με τεχνητή μια φύση γύρωθέ τους…
Η περιοχή εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του’ 50 έβριθε από μητάτα και άλλων κτηνοτρόφων του χωριού, και τα παιδιά τους συχνά γίνονταν μια παρέα με τον μικρό Γιάννη και τη συντροφιά του…
…Πέρασαν χρόνια…Ο πατέρας του αλλοτινού μικρού βοσκού πέθανε, πέθανε και ο θείος, ακολούθησαν στο ανεπίστροφο ταξίδι τους και άλλοι κτηνοτρόφοι του οροπεδίου…
…Αύγουστος 2015…Ο γκριζομάλλη πλέον Γιάννης ανηφόρισε μέχρι τα Κρούσια…Όσο πλησίαζε το οροπέδιο, ένοιωθε ένα σφίξιμο στα εσώψυχα…έφτασε στο δάσος με τις βελανιδιές και τα αιωνόβια κυπαρίσσια και άρχισε να κατηφορίζει προς το μητάτο της οικογένειας….Ποιο μητάτο; Στη θέση του που κάποτε έσφυζε από ζωή, βρισκόταν ένα χάλασμα…Νεκρό το μητάτο ακολουθώντας τους τυροκόμους του στο φευγιό τους…Στον μισογκρεμισμένο δυτικό τοίχο με τις κοκκινόπετρες, φιγουράριζαν ακόμη τα χαραγμένα αρχικά των ονομάτων εκείνου, αλλά και των αδερφών του, από εκείνη την παρωχημένη εποχή…Πλησίασε…Διάβασε: Ι.Θ.Π 1956…Διάβασε και άλλα αρχικά…Και του πατέρα!
Ένας κόμπος στον λαιμό τον έπνιξε, σαν έγινε λυγμός βουβός…Πισωγύρισε…Άρχισε να απομακρύνεται…Ένα γεράκι σπάθισε τον αγέρα πάνωθέ του σε μια χαμηλή πτήση, αφήνοντας τη στριγγιά κραυγή του.
Στράφηκε…Του κούνησε το χέρι, σημάδι αποχαιρετισμού στον φτερωτό φίλο… Μια πετροπέρδικα τον συνόδευε με το κοντινό κελάδημά της, καθώς εκείνος έπαιρνε το κατηφορικό μονοπάτι στην κοίτη της γνώριμης χαράδρας, κατευθυνόμενος προς το χωριό. Και καθώς είχε αρχίσει να σουρουπώνει, η θλιμμένη φωνή μιας κουκουβάγιας κουρνιασμένης σε μια αιωνόβια βελανιδιά, λες κι έβαζε μουσική υπόκρουση στα βαριά εσώψυχά του καθώς αποχαιρετούσε για πάντα το νεκρό μητάτο με τις ζωντανές αναμνήσεις. Εκείνες, θα τις έπαιρνε μαζί του… Για πάντα…
* Μητάτο = Κατάλυμα βοσκών με εγκατάσταση τυροκομείου. Από το λατινικό metatum = στρατιωτική εγκατάσταση. (Πηγή: Αντώνης Β. Ξανθινάκης. 1996. Το Γλωσσικό Ιδίωμα της Δυτικής Κρήτης, Χανιά)