Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας
Τη δεκαετία του’ 50 αλλά και λίγο παλαιότερα και λίγο αργότερα (μέχρι που τελείωσαν… οι μαθητές), το Σχολείο του `Αη-Γιάννη (αλλά και όλης της Επαρχίας Σφακίων), είχε χαρακτηριστεί ως “καλοκαιρινό”. Δηλαδή, λόγω των δυσμενών χειμώνων εκείνων των χρόνων με χιόνια και βροχές κατακλυσμιαίες, το Σχολείο έκλεινε παραμονές Χριστουγέννων κάθε χρόνο, άνοιγε ξανά την 1η Μάρτη και έκλεινε τον Δεκαπενταύγουστο. Λειτουργούσε δε καθημερινά πρωί και απόγευμα καθώς και τα Σάββατα. Τετάρτη και Σάββατο, λειτουργούσε μόνο το πρωί.
Τα ρολόγια, ήταν “είδος εν ανεπαρκεία” στο μικρό βοσκοχώρι, εκείνα τα χρόνια. Έπρεπε όμως να προσέρχονται οι μαθητές στο Σχολείο τους, πρωί και απόγευμα. Είχαν επινοήσει λοιπόν τη “μέθοδο της καμπάνας”, ως “σινιάλο” για την εκκίνηση των μικρών μαθητών για το Σχολείο τους. Έτσι, κάθε εβδομάδα ο δάσκαλος (ο κάθε δάσκαλος) όριζε και ένα “καμπανοκρούστη”, με αποστολή να χτυπάει την καμπάνα της εκκλησίας του `Αη-Γιώργη στις 7:30 (περίπου) το πρωί, και στις 3:00 (περίπου) το απόγευμα. Οι μαθητές, είχαν επινοήσει διάφορες μεθοδολογίες για την ακρίβεια της…καμπανοκρουσίας.
Ο μικρός Γιάννης, όταν ερχόταν η σειρά του ως “καμπανοκρούστη”, ακολουθούσε την ακόλουθη μέθοδο που την είχε διδαχτεί από τα μεγαλύτερα αδέρφια του: Με δανεικό ένα ρολόι-ξυπνητήρι από τον γείτονα, είχε σημειώσει στο δάπεδο της αυλής με λευκό χρώμα, το σημείο όπου στις 7:30 ακριβώς κάθε μέρα έπεφτε η σκιά μιας μεγάλης ελιάς υπό τη λάμψη του ανατέλλοντος ηλίου. Τότε, έτρεχε και χτυπούσε την καμπάνα. Για την απογευματινή κρούση της καμπάνας, είχε σημαδέψει ένα άλλο σημείο της αυλής, όπου στις 3:00 έπεφτε η σκιά του σπιτιού.
Στην κρούση της καμπάνας κάθε φορά, οι μικροί μαθητές με τις πάνινες σάκες περασμένες στους ώμους, κινούσαν για το Σχολείο. Στα στενά σοκάκια του χωριού, ηχούσαν οι φωνές και τα γέλια των παιδιών, ίδια τιτιβίσματα πουλιών στο ξεκίνημα της μέρας, της κάθε μέρας, στον τραχύ οικότοπό τους. Η ώρα για το Σχολείο ήταν μια διαφορετική δραστηριότητα των παιδιών στο βοσκοχώρι που την εκτελούσαν με προθυμία, καθώς δεν ήταν υποχρεωμένα για εργασίες στο κοπάδι ή στα χωράφια. Εξαίρεση για σήμερα αποτελούσε ο μικρός όσο και απείθαρχος Κωστής, που δεν έτρεφε μεγάλη…συμπάθεια για το Σχολείο. Τον έφερναν λοιπόν οι γονείς του…με το ζόρι, πιασμένο χειροπόδαρα, με την μητέρα να τον κρατά από τα χέρια, και τον πατέρα από τα πόδια. Ο μικρός, χτυπιόταν σαν ψάρι στην πετονιά, ούρλιαζε, έκλαιγε…Κάποια στιγμή, τα ευρύχωρα στιβανάκια που φορούσε, ξέφυγαν από τα πόδια του και έμειναν στα χέρια του εμβρόντητου πατέρα.
Ξυπόλυτος και λεύτερος ο μικρός, ξέφυγε εύκολα από το κράτημα της μάνας, και απομακρύνθηκε τρέχοντας προς μεγάλη απογοήτευση των γονέων, και τα ακράτητα γέλια των συμμαθητών του! Μεμονωμένο ωστόσο περιστατικό, χωρίς προηγούμενο…
Σε λίγο, οι ετερόφωτοι μικροί βοσκοί έφταναν στο Σχολείο τους για να πάρουν το φως της γνώσης του αυτόφωτου δασκάλου και να πλουτίσουν τη δική τους γνώση άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο για σήμερα, για κάθε σήμερα …
Πέτρινα Χρόνια σε πέτρινο τόπο!