Επιμέλεια: Στρατής Παπαμανουσάκης
ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ Α΄ – FLAVIUS PETRUS SABBATIUS IUSTINIANUS
(Ταυρήσιο, Δαρδανία 483- Κων/πολη 565)
Μεγάλος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (527-565), ανιψιός του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄ με σπουδαία κλασική παιδεία, τέλειος τύπος πολιτικού της εποχής του. Νομικός, ποιητής, θεολόγος, μηχανικός, περιβαλλόμενος από την μεγαλεπίβολη αυτοκράτειρα Θεοδώρα, τους περίφημους νομικούς Τριβωνιανό και Ιωάννη Καππαδόκη και τους ένδοξους στρατηγούς Βελισσάριο και Ναρσή. Αντιμετώπισε τη στάση του Νίκα, ενίσχυσε την αυτοκρατορική διοίκηση, με σημαντικές μεταρρυθμίσεις, εκτέλεσε τεράστιο οικοδομικό έργο, στο οποίο προέχει ο Ναός της Αγίας Σοφίας και ανέκτησε τα εδάφη της αυτοκρατορίας, στην Αφρική, Ιταλία και Ισπανία, αντιμετώπισε δε τους Πέρσες στην Ανατολή, και τους Βουλγάρους και Σλάβους στα Βαλκάνια. Ενίσχυσε τη χριστιανική ορθοδοξία και έκλεισε τη νεοπλατωνική ακαδημία των Αθηνών, σηματοδοτώντας έτσι το τέλος του αρχαίου κόσμου. Το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού, με τα άριστα κείμενα των ρωμαίων νομοδιδασκάλων, αποτέλεσε τη βάση της νεώτερης ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Έργα: Εισηγήσεις, Κώδικας, Πανδέκτης, Νεαρές.
Βιβλιογραφία: Προκόπιος, Περί κτισμάτων, Αγαθίας, Μαλάλας, I. Bury, Later Roman Empire, Grupe, Kaiser Justinian (1923), Ch. Diehl, Justinien et la civilization Byzantine en VI siècle (1901), W. Schubart, Justinian und Theodora (1943), Berth. Rubin, Das Zeitalter Justinians (1960), G. Ostrogorsky, Geschichte des byzantinischen staates (1963), Mischa Meier, Justinian, 1994, J.A. Evans, The emperor Justinian and the Byzantine, 2005, Mich. Maas, The Cambridge Companion to the age of Justinians, 2005, Peter Sarris, Economy and society in the age of Justinian, 2006, Εγκυκλοπαιδεία Πάπυρος – Λαρούς, Βικιπαίδεια.
Εικονογραφία: Ο Ιουστινιανός μετά της συνοδείας του, ψηφιδωτό, Άγιος Βιτάλιος, Ραβέννα, Βυζαντινά νομίσματα.
ΚΕΙΜΕΝΑ: IUSTINIANI DIGESTA (ΠΑΝΔΕΚΤΗΣ) (LIBER PRIMUS)
** ** **
Κατά μία γνώμη το κράτος κατάγεται από τον Θεό γιατί ο δημιουργός έπλασε τον άνθρωπο κοινωνικό και πολιτικό (Ντε Μαίστρ, Σταλ). Αλλοι πιστεύουν ότι το κράτος προέρχεται από την έμφυτη ορμή προς πολιτική κοινωνία και από την ανάγκη λόγω ελλείψεως αυτάρκειας στον μονήρη βίο (Πλάτων, Αριστοτέλης, στωϊκοί, Αυγουστίνος, Ακινάτης, Γκρότιους, Χιουμ, Σμιθ). Άλλοι ότι το κράτος προήλθε από την επέκταση της οικογένειας (Φίλμερ, Μόμμσεν, Μαιν, Σπένσερ) ή από τις ορμές και τα συναισθήματα των ανθρώπων που ζουν μαζί (Βουντ). Η θεωρία της βίας δέχεται ότι το κράτος προήλθε από την επιβολή ισχυρότερης κοινωνικής ομάδας πάνω στις άλλες (Θρασύμαχος, Καλλικλής, Νίτσε, Χάλλερ, Γκούμπλοβιτς, Οππενχάιμερ, Ταίηλορ, Μαρξ). Το του κρείτονος συμφέρον ως δημιουργό του δικαίου υποστήριξαν οι σοφιστές, ο Παύλος ο Ακραγαντίνος, ο Θρασύμαχος (Πλάτων, Πολιτεία, 332c). Η θεωρία της συνθήκης βασίζει τη δημιουργία του κράτους στο κοινωνικό συμβόλαιο (Ηράκλειτος, Επίκουρος, Χομπς, Σπινόζα, Ρουσσώ).
Ο Κάντιος και οι νεοκαντιανοί εξαίρουν την καθαρώς λογική αξία του κανονιστικού στοιχείου. Ο Έγελος οικοδομεί το κράτος σε ένα σύστημα τριών συλλογισμών. Το άτομο (το πρόσωπο) μέσω της μερικότητάς του (μέσω των φυσικών και πνευματικών αναγκών οι οποίες αναπτυσσόμενες παράγουν την αστική κοινωνία) συνδέεται με το γενικό (την κοινωνία, το νόμο, το δίκαιο). Η θέληση και η δραστηριότητα των ατόμων είναι η μεσολαβητική δύναμη, που ικανοποιεί τις ανάγκες της κοινωνίας και του δικαίου και παρέχει περιεχόμενο και πραγμάτωση σ’ αυτά. Αλλά το γενικό (δηλαδή το κράτος, το δίκαιο) είναι ο υποστασιακός μεσαίος όρος, μέσα στον οποίο τα άτομα και οι ανάγκες τους έχουν και αποκτούν την ρεαλιστική τους ύπαρξη, τη διαμεσολάβηση και την υπόστασή τους (Η επιστήμη της Λογικής). Η ιστορική σχολή, την ιστορική εξέλιξη κάθε λαού (Σαβινύ, Πούχτα), η βιολογική την ανάγκη επιβίωσης του ανθρώπου στο κοινωνικό και ηθικό σύστημα (Δαρβίνος, Σπένσερ), η οικονομική τις οικονομικές σχέσεις (Μαρξ). Η θεωρία του πολιτισμού δέχεται το δίκαιο ως απότοκο της ροπής προς δημιουργία πολιτισμού (Κόλερ, Σάουερ). Ο Γιέρινγκ χαρακτηρίζει το σκοπό ως γεννήτορα του δικαίου. Η μικτή θεωρία του Βορέα δέχεται ότι το κράτος υπάρχει φύσει, ριζώνει σε διάφορες κοινωνικές ενώσεις και θέσει διαμορφώνεται με συνθήκη ή βία.
Για τους σοφιστές το δίκαιο εκφράζεται δια του νόμου και η ισχύς είναι εκείνη που δημιουργεί το δίκαιο. Αλλά ο Πλάτων, ο Σωκράτης και ο Αριστοτέλης θεωρούν το δίκαιο ως συγκεκριμενοποίηση της ηθικής των άγραφων και αναλλοίωτων νόμων των θεών, υπεράνω του νόμου του κράτους. Την ίδια αντίληψη για το δίκαιο έχουν οι στωϊκοί, ο Κικέρων, ο Αυγουστίνος, ο Ακινάτης, ο Γκρότιους, ο Πούφεντορφ, ο Λάιμπνιτς. Οι βάσεις του δικαίου βρίσκονται είτε στη φύση του ανθρώπου, είτε στον Θεό, είτε στη λογική. Το φυσικό δίκαιο βρίσκεται υπεράνω του θετικού νόμου. Ο Ρουσσώ διαπιστώνει ότι ο μεμονωμένος άνθρωπος δεν γνωρίζει το δίκαιο, που γεννάται μόνο με το σχηματισμό της κοινωνίας. Ο 18ος αιώνας μετά το θρίαμβο του θετικισμού εμφανίζει και την αντίδραση του Νίτσε, του Τζαίημς, του Μπέρξον. Ο Έγελος και ο Γιέρινγκ δέχονται το δίκαιο ως δημιούργημα του κράτους. Το κράτος είναι η πραγματικότητα σε δράση της αντικειμενικής ηθικής ιδέας (Hegel, Φιλοσοφία του δικαίου). Άλλοι πρεσβεύουν ότι το κράτος έχει τα όρια που θέτει το δίκαιο, το υπερκείμενο θετικό δίκαιο ή το φυσικό δίκαιο ή το ανώτερο δίκαιο.
Από τις τρεις κυριότερες νομικές θεωρίες περί κράτους, η πρώτη, η κλασική θεωρία της νομικής προσωπικότητας του κράτους, των Λαλάντ και Ζελλινέκ θεωρεί το κράτος ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που απαρτίζεται από το σύνολο των ανθρώπων που διαβιούν μόνιμα σε ορισμένη χώρα και ασκεί πρωτογενή εξουσία. Το κράτος έτσι είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει όργανα διοίκησης και διαχωρίζεται από τα φυσικά πρόσωπα που το αποτελούν. Τέλος υπηρετεί ορισμένο σκοπό, επιδιώκει την αυτοσυντήρησή του, επιβάλλει και διατηρεί την τάξη στο εσωτερικό και αμύνεται κατά των εξωτερικών εχθρών. Το κράτος θέτει για τον εαυτό του δίκαιο, αυτοαναγορευόμενο σε νομικό πρόσωπο, τη στιγμή της ίδρυσής του. Κράτος και δίκαιο συνυπάρχουν χωρίς το ένα να προϋπάρχει του άλλου.
Η δεύτερη, η θετική θεωρία περί κράτους, του Ντυγκουί, θεωρεί ως θεμελιώδες γνώρισμα του κράτους μια πραγματική κατάσταση, την επιβολή της θελήσεως ορισμένων ανθρώπων, επί της θελήσεως άλλων ανθρώπων. Κράτος υπάρχει όπου υπάρχει ο βασικός διαχωρισμός ισχυρών και αδυνάτων, κυβερνώντων και κυβερνωμένων, εκείνων από τους οποίους και εκείνων επί των οποίων ασκείται η κρατική εξουσία. Αλλά η επιβολή αυτής της εξουσίας νομιμοποιείται μόνον εφόσον συμφωνεί προς το αντικειμενικό δίκαιο, τον κανόνα της κοινωνικής αλληλεγγύης. Ο κανών προϋπάρχει, άρα το δίκαιο προϋπάρχει του κράτους. Έτσι η θετική θεωρία μετατρέπεται σε υπερθετική.
Τέλος η τρίτη η κανονοκρατική θεωρία περί κράτους του Κέλσεν, θεωρεί το κράτος ένα σύστημα δεοντολογικών κανόνων που ανήκουν όχι στο είναι αλλά στο δέον. Το κράτος ως έννομη τάξη, ταυτίζεται με το δίκαιο. Μια ιεραρχία κανόνων δικαίου απορρέει από τον θεμελιώδη και υπέρτατο κανόνα συμπεριφοράς που προϋπάρχει και επιτάσσει τη συμμόρφωση προς τις επιταγές του φορέα της κρατικής εξουσίας, αναλόγως του πολιτεύματος.