Επιμέλεια: Στρατής Παπαμανουσάκης
ΓΚΡΟΤΙΟΥΣ – HUGO GROTIUS
(Ντελφτ, Ολλανδία 1583- Ροστόκ, Πομερανία 1645)
Περίφημος Ολλανδός νομομαθής, φιλόσοφος, ιστορικός, θεολόγος, δικηγόρος και λογοτέχνης, διπλωμάτης, πρεσβευτής της Σουηδίας στο Παρίσι, σύμβουλος του Ρότερνταμ, επονομαζόμενος «πατέρας του δικαίου των ανθρώπων», «ιστοριογράφος και τιμή της Ολλανδίας». Στο έργο του αναδεικνύεται σθεναρός κήρυκας του διεθνούς δικαίου και πρώτος συστηματικός συγγραφέας του. Τάσσεται εναντίον της δουλείας και υπέρ της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας, βάσει του δικαίωματος επικοινωνίας, διεπόμενης υπό κανόνων δικαίου (φυσικό δίκαιο, δικαίωμα πολέμου, διεθνής ευθύνη και θετικό δίκαιο, αστικό δίκαιο, διεθνές δίκαιο), συμβάλλοντας στη μεγάλη διάδοση του φυσικού δικαίου στους νεώτερους χρόνους. Καταδιώχθηκε στην πατρίδα του, λόγω ανάμειξής του σε θρησκευτικές διαμάχες, καταδικάστηκε και διέφυγε στην Γαλλία, όπου δημοσίευσε το κύριο έργο του. Πρωτεργάτης στην καθιέρωση της επιστήμης του δημοσίου διεθνούς δικαίου και στην ανάπτυξη των κανόνων των διεθνών σχέσεων στην Ευρώπη.
Έργα: Adamus exul (1601), De jure praedae (1604), Mare Liberum (1609), Meletius (1611), Annales et historiae de rebus Belgicus (1612), De imperio summarum potestatum circa sacra (1614-1617), De jure belli ac pacis (1625), De veritate religionis christianae (1627), De fato (1648).
Βιβλιογραφία: Hamilton Vreeland, Hugo Grotius, The father of the modern science of international law, 1917, Ed. Dumbauld, The life and legal writings of Hugo Grotius, 1969, Peter Haggenmacher, Grotius et la doctrine de la guerre juste, 1983, M.J. Van Ittersum, Hugo Grotius, Natural rights theories and the rise of Dutch power in the east Indies 1595-1615, 2006, J.M. Henk Nellen, Hugo de Groot, Ein leven in strijd om de vrede, 2007, Εγκυκλοπαιδεία Πάπυρος – Λαρούς, Βικιπαίδεια.
Εικονογραφία: Προσωπογραφία, J.Μ. van Mierevelt, 1631, Πινακοθήκη Ντελφτ, Ολλανδία.
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ: «Ruit hora» (Ο χρόνος τρέχει) (Μόττο του Γκρότιους).
ΚΕΙΜΕΝΑ: ΓΚΡΟΤΙΟΥΣ, DE JURE BELLI AC PACIS
** ** **
Ο δυτικός Μεσαίωνας κυριαρχείται από την αντίληψη να υπηρετηθεί η πραγμάτωση της θελήσεως του Θεού κατά την έννοια του χριστιανισμού. Δίκαιο και κράτος υποτάσσονται σ’ αυτή την επιθυμία. Στη δικαιοσύνη δεν αποδίδεται αυτοτελές νόημα αφού αυτή συμπίπτει με το θείο όπως διδάσκει η Εκκλησία. Ο Αυγουστίνος χαράζει τον δυαλισμό του κράτους του Θεού (civitas Dei) υπεράνω του κοσμικού κράτους (civitas terrena). Ο Ακινάτης διακρίνει το φυσικό δίκαιο, απόρροια του φυσικού νόμου, ως εκδήλωση του θείου νόμου και το θετικό δίκαιο που εκπηγάζει από την ανθρώπινη νομοθεσία. Ο άνθρωπος έχει το θείο δώρο του ορθού λόγου, αλλά το μέτρο του δικαίου και του κράτους παραμένει ο Θεός. Όμως ο Θεός έστειλε στη γη εκτός από το πνευματικό και το κοσμικό ξίφος για την υπεράσπιση της δικαιοσύνης. Το ξίφος αυτό ανήκει στον αυτοκράτορα, είτε άμεσα, είτε μέσω του Πάπα, ως αντιπροσώπου του Θεού. Ο αυτοκράτορας παραχωρεί ακολούθως, μέρος της εξουσίας του στους μεγιστάνες του κράτους, αυτοί στους υποτελείς τους και ούτω καθ’ εξής. Η φεουδαρχία έτσι θεμελιώνεται με τον δεσμό της πίστης μεταξύ φεουδαρχικού επικυρίαρχου, υποτελών, φεούδου. Η φεουδαρχία μολονότι αναφερόταν σε θείο θεσμό, στηριζόταν στην πραγματικότητα στην ιδιοκτησία και στη σύμβαση. Φεουδαρχία και εκκλησία συνεργάζονταν στη ρύθμιση των θείων και των ανθρώπινων πραγμάτων.
Κατά την Μεταρρύθμιση τονίζεται ότι το jus naturale είναι ο νόμος που ο Θεός έγραψε στην καρδιά του ανθρώπου και ότι το δίκαιο είναι ιδιαίτερο είδος της ανθρώπινης θέλησης. Ο Λούθηρος αποδέχεται την εγκόσμια εξουσία μέσα σε ορισμένα όρια (Προς Ρωμαίους ΙΓ΄, 1-8, Α΄ Επιστολή Πέτρου, Β΄, 13-14) και εξετάζει την τήρηση κάποιας θεμελιώδους ορθότητας μέσα στο δίκαιο. Ο 17ος αιώνας έθεσε τα ζητήματα της σχέσης δικαίου, βίας και ηθικής, της υποχρεωτικότητας και της ορθότητας του δικαίου. Την εποχή αυτή επανέρχεται το θέμα της φύσεως του ανθρώπου και το πρόβλημα του ιδιαίτερου χαρακτήρα της. Ο Γκρότιους, ο Χομπς, ο Πούφεντορφ, ο Τομάσιους, θεμελιώνουν τη νεότερη θεωρία του φυσικού δικαίου, είτε βάσει του ειρηνικού, κοινωνικού ενστίκτου, είτε βάσει του αμοιβαίου φόβου, είτε βάσει της αδυναμίας και της έλλειψης βοήθειας, είτε βάσει της τάσης προς ευδαιμονία. Ακολούθως, τον 18ο αιώνα, στο κράτος του Διαφωτισμού (Ιωσήφ Β΄ Αυστρίας, Αικατερίνη Μεγάλη Ρωσίας, Φρειδερίκος Μέγας Πρωσίας, Λουδοβίκος ΙΕ΄ Γαλλίας, Κάρολος Γ΄ Ισπανίας) ο ορθολογισμός εξετάζει το δίκαιο βάσει του ορθού λόγου (Βολφ, Μπένθαμ, Κάντιος) χωρίς όμως να διακρίνει την έννοια από την ιδέα του δικαίου. Ο Έγελος διατυπώνει ένα σχέδιο σταθερών θεσμών του δικαίου περί ιδιοκτησίας, συμβάσεως και αδικήματος.