Επιμέλεια – Κείμενα: Στρατής Παπαμανουσάκης
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΕΡΚΛΕΫ – GEORGE BERCELEY
(Κίλκενυ, Ιρλανδία 1685 – Οξφόρδη 1753)
Ιρλανδός φιλόσοφος και μαθηματικός, προτεστάντης επίσκοπος και ιεραπόστολος στην Αμερική, ταξίδεψε στη Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία. Εκπρόσωπος του υποκειμενικού ιδεαλισμού μέχρι του απολύτου σολιψισμού, δεχόμενος την ψυχική πραγματικότητα και αρνούμενος την υλική πραγματικότητα, την οποία θεωρεί σύμπλεγμα αισθημάτων και παραστάσεων, χωρίς υπόσταση έξω από τη συνείδηση. Καταπολέμησε τον υλισμό ως βάση του αθεϊσμού, από θεολογική και ιδεαλιστική θέση, με αξιόλογη επίδραση στην εποχή του. Εξώθησε έτσι τον εμπειρισμό του Λωκ και τον ιδεαλισμό του Μάλεμπρανς στις έσχατες συνέπειές τους, στον ανυλισμό. Το όνομά του δόθηκε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας και στη γύρω του πόλη.
Έργα: Η αριθμητική αποδεικνυομένη άνευ βοηθείας αλγέβρας και γεωμετρίας (1704), Νέα θεωρία των αντιλήψεων του πνεύματος (1707), Θεωρία της οράσεως (1708), Δοκίμιον περί των αρχών της ανθρωπίνης γνώσεως (1710), Τρεις διάλογοι μεταξύ Ύλα και Φιλονόου (1712), Πραγματεία περί κινήσεως (1721), Αλκίφρων (1732), Ο αναλυτής, Πραγματεία προς άπιστο μαθηματικό (1734), Ο ερωτών (1737), Σίρις (1744).
Βιβλιογραφία: [Έκδ. M.R. Ayers, London (1975)], E.J. Warnock, Berceley, 1953, J.D. Wild, George Berceley, A study of his life and philosophy, 1962, Marg. Atherton, Berceley’s Revolution in Vision, 1990, D. Berman, George Berceley, Idealism and the Man, 1994, G.S. Pappas, Berceley’s thought, 2000, Stanford Encyclopedia of Philosophy, 2004, Εγκυκλοπαιδεία Πάπυρος – Λαρούς.
Εικονογραφία: Προσωπογραφία, J. Smibert, -1751, Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου.
ΚΕΙΜΕΝΑ: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΕΡΚΛΕΫ, ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ
* * *
Η λεγόμενη φαινομενολογική σχολή εξέτασε αναλυτικά το γνωστικό φαινόμενο. Κάθε γνώση φαίνεται σαν σχέση ανάμεσα σ’ ένα υποκείμενο, μια συνείδηση που γνωρίζει και σ’ ένα αντικείμενο, ένα πράγμα που γνωρίζεται. Τα μέλη της δυάδας αυτής είναι πάντα χωρισμένα μεταξύ τους. Η λειτουργία της γνώσης περνά από τρεις φάσεις. Στην πρώτη φάση το υποκείμενο συναισθάνεται ότι επιχειρεί μια έξοδο, υπερβαίνοντας την περιοχή της υποκειμενικής σφαίρας. Κατά τη δεύτερη φάση το υποκείμενο συναισθάνεται ότι ήλθε σε επαφή με το αντικείμενο. Η τρίτη φάση είναι η επάνοδος του υποκειμένου στον εαυτό του, οπότε συνειδητοποιεί το αντικείμενο ως κάτι διάφορο του εαυτού του.
Όμως αν και μας φαίνεται πως το υποκείμενο με τη γνώση μπαίνει στη σφαίρα του αντικειμένου και συλλαμβάνει τις ιδιότητές του, στην πραγματικότητα οποιαδήποτε αλλαγή γίνεται μόνο στο υποκείμενο. Η αλλοίωση αυτή είναι κάποια εικόνα που γεννιέται σ’ αυτό και περιέχει τους προσδιορισμούς του αντικειμένου. Μ’ αυτή την έννοια το αντικείμενο είναι εκείνο που ξεπερνά τη δική του σφαίρα και μπαίνει στη σφαίρα του υποκειμένου. Επομένως γνώση είναι ο προσδιορισμός του υποκειμένου από το αντικείμενο.
Αλλά εκείνο που προσδιορίζει και προσδιορίζεται στο υποκείμενο δεν είναι το ίδιο το αντικείμενο, αλλά η εικόνα του, η παράσταση, η έννοιά του. Όχι η ουσία του αντικειμένου, αλλά η πλασματική απεικόνισή του, οι ιδιότητες που καθορίζουν την ουσία του. Το φαίνεσθαι είναι το αντανακλώμενο είναι, το δευτερογενές φως που προέρχεται από το κάτοπτρο, όπου καθρεπτίζεται η φωτεινή πηγή. Η εικόνα μπαίνει ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο. Η ανεξαρτησία όμως υποκειμένου και αντικειμένου διατηρείται. Όλα τα αντικείμενα, είτε πραγματικά, είτε ιδεατά, παρουσιάζονται ως αυθύπαρκτα, ανεξάρτητα από τη συνείδηση που τα εννοεί. Στην υποκειμενική συνείδηση προβάλεται η εικονική αντιπροσώπευση του αντικειμένου. Η γνώση είναι ούτως ή άλλως υπερβατική