Επιμέλεια – Κείμενα: Στρατής Παπαμανουσάκης
ΩΡΙΓΕΝΗΣ – ORIGENES
(Αλεξάνδρεια 185 – Καισάρεια ή Τύρος 252/254)
Χριστιανός θεολόγος και Πατέρας της Ελληνικής Εκκλησίας. Ανέδειξε τη σχολή της Αλεξάνδρειας σε διάσημη θεολογική σχολή και συνέχισε την δράση του στην Καισάρεια. Στο συγκρητιστικό κλίμα της εποχής (γνωστικισμός, πλατωνισμός, στωικισμός) η διδασκαλία του Ωριγένη προβάλλει ένα ιδιάζοντα ιουδαιοχριστιανισμό με βασικές αρχές το Λόγο, την Ψυχή και την Αποκάλυψη. Οι αποκλίνουσες ιδέες του ωριγενισμού προκάλεσαν έντονες διαμάχες στους θεολογικούς κύκλους, με αποτέλεσμα τον αφορισμό της διδασκαλίας του. Βαθύς γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, πρωτοπόρος στην ερμηνευτική και πολυγραφότατος συγγραφέας, πρώτος συστηματικός θεολόγος, αντιπαράθεσε στην εθνική φιλοσοφία τη χριστιανική πίστη (κοσμολογία, δογματική, χριστολογία, εσχατολογία) και άσκησε βαθιά επίδραση στη μεταγενέστερη θεολογία.
Έργα: Εξαπλά, Κατά Κέλσου, Περί αρχών, Περί ευχής, Εις μαρτύριον προτρεπτικός, Ομιλίαι, Επιστολαί.
Βιβλιογραφία: [Έκδ. J.P. Migne, Ελληνική Πατρολογία, Παρίσι (1856), 11-17], Ευσέβιος, J. Danielou, Origen, 1955, J.W. Trigg, Origen, Early Church Fathers, 1996, Gerald Bostock, Origen, The alternative to Augustine?, 2003, Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, Βικιπαίδεια.
ΚΕΙΜΕΝΑ: ΩΡΙΓΕΝΗΣ, ΠΕΡΙ ΑΡΧΩΝ (ΒΙΒΛ. Α’)
* * *
Ο γνωστικισμός, φιλοσοφικοθρησκευτικό σύστημα με ρίζες στην προχριστιανική εποχή, έλαβε μεγάλη ανάπτυξη κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Κράμμα νεοπλατωνισμού, πυθαγορισμού, στωϊκισμού και χριστιανικής θεολογίας, με θρησκευτικά στοιχεία περσικά, συριακά και ιουδαϊκά, ο γνωστικισμός ζητούσε να μετατρέψει την πίστη σε γνώση. Αρνιόταν τη συνύπαρξη καθαρού πνεύματος (Θεού, απολύτου Αγαθού) και ύλης (κακού) και επιδίωκε την πραγματοποίηση της ενώσεως της ανθρώπινης ψυχής με το θείο και υπεράνθρωπο. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με τελετουργία και έκσταση. Δίδασκε έτσι τον δυαδισμό πνεύματος και ύλης, την πρώτη αρχή του κακού και παραδεχόταν την ύπαρξη δυο θεών, του θεού της οργής (Παλαιά Διαθήκη) και του θεού της αγάπης (Καινή Διαθήκη). Χώριζε τους ανθρώπους σε πνευματικούς (γνωστικοί), ψυχικούς (χριστιανοί) και υλικούς (εθνικοί). Χρησιμοποιούσε δικά του Ευαγγέλια (Απόκρυφα), Αποκαλύψεις, Πράξεις Αποστόλων, ερμηνείες της Αγίας Γραφής, ύμνους, ωδές, ψαλμούς, ομιλίες, φιλοσοφικά και θεολογικά συγγράματα, μυστηριακά βιβλία. Οι χριστιανοί κατηγορούσαν τους γνωστικούς για “περί ηδονής αυτών κακοδιδασκαλία”, για πολλές σεξουαλικές παρεκτροπές, κοινότητα των γυναικών, αποτρόπαια όργια, ομοφυλοφιλία, ασέλγεια και αποφυγή της τεκνοποιίας (Επιφάνιος Κύπρου, Κατά Αιρέσεων). Οι απόψεις αυτές προέρχονταν από τη διπλή αντίληψη του σώματος ως κακού για τους γνωστικούς. Το σώμα έπρεπε να καταστραφεί, είτε με την απόλυτη εγκράτεια, νηστεία και αγαμία, είτε με την άκρα ακολασία, ασέλγεια και βδελυρότητα. Άλλωστε οι γνωστικοί, ως «πνευματικοί» άνθρωποι, προορισμένοι για τη σωτηρία, βρίσκονται υπεράνω του ηθικού νόμου, χωρίς κίνδυνο ν’ αμαρτήσουν, όπως το διαμάντι μέσα στη λάσπη παραμένει για πάντα διαμάντι.
Ο γνωστικισμός πίστευε στην απολύτρωση δια της γνώσεως, οπότε τα φωτεινά στοιχεία επανέρχονται, η ύλη βυθίζεται και επέρχεται η αποκατάσταση των πάντων.
Από τη διδασκαλία των γνωστικών (Βασιλιάδης, Βαλεντίνος, Σατούρνιος, Τατιανός, Μαρκίων, Καρποκράτης), αλλά και χριστιανών που δέχθηκαν την επιρροή τους (Κλήμης Αλεξανδρείας, Ωριγένης) η Εκκλησία διέτρεξε τον μεγαλύτερο εσωτερικό κίνδυνο. Γι’ αυτό και καταδίκασε τον γνωστικισμό ως αίρεση. Ο γνωστικισμός όμως πέρασε στον μανιχαϊσμό, στη διδασκαλία του πέρση Μάνη τον 3ο αιώνα μ.Χ., στον μεσαιωνικό σχολαστικισμό, στη θεοσοφία και στην ανθρωποσοφία και έφτασε ακόμη και μέχρι την εποχή μας.