Επιμέλεια – Κείμενα: Στρατής Παπαμανουσάκης
ΝΤΥΡΚΑΙΜ – EMILE DURKHEIM
(Επινάλ, Λωρραίνη 1858 – Παρίσι 1917)
Γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, εβραϊκής καταγωγής, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μπορντώ και στη Σορβόνη, ιδρυτής του περιοδικού L’ Année Sociologique, από τους θεμελιωτές της κοινωνιολογίας. Aντιμετωπίζοντας τα ηθικά φαινόμενα της κοινωνίας ανεξάρτητα από τις ατομικές συνειδήσεις, ανανέωσε τις ανθρωπολογικές και θρησκειολογικές σπουδές. Στο έργο του συνδυάζει τη θετικιστική κοινωνιολογική θεωρία με την εμπειρική κοινωνική έρευνα, αναπτύσσει την φιλοσοφική κριτική προς την κατεύθυνση της κοινωνικής αλληλεγγύης και μελετά θέματα από την εκπαίδευση και τη θρησκεία μέχρι την αυτοκτονία και το έγκλημα. Οι ερμηνείες του σχετικά με την καταγωγή σύγχρονων θεσμών επίδρασαν ουσιαστικά στην διαμόρφωση των νέων αντιλήψεων της εποχής μας.Έργα: Ο καταμερισμός της εργασίας στην κοινωνία (1893), Οι κανόνες της κοινωνιολο-γικής μεθόδου (1895), Η αυτοκτονία (1897), Στοιχειώδεις μορφές θρησκευτικής ζωής (1902), Το τοτεμιστικό σύστημα στην Αυστραλία (1902), Κοινωνιολογία και κοινωνικές επιστήμες (1922), Κοινωνιολογία και φιλοσοφία (1924), Ηθική εκπαίδευση (1925), Σοσιαλισμός (1928).Βιβλιογραφία: Harry Alpert, Emile Durkheim and his sociology, 1939, Steven Lukes, Emile Durkheim, His life and work, 1973, R. Cotterell, Emile Durkheim, Law in a moral domain, 1999, Gianfranco Poggi, Durkheim, 2000, K. Thomson, Emile Durkheim, 2002, W.S.F. Pickering, Durkheim’s sociology of religion, 2009, Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου (άρθρ. Π.Π.Κ.), Βικιπαίδεια.
ΚΕΙΜΕΝΑ: ΝΤΥΡΚΑΙΜ, Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
* * *
Το πρόβλημα του Θεού αρχίζει να απασχολεί τον άνθρωπο πρώτα από μια θρησκευτική ανάγκη, ύστερα από μια φιλοσοφική αναζήτηση, τέλος από μια προσωπική σχέση με το θείο.
Στην ανθρώπινη φύση υπάρχει μια αυθόρμητη τάση να αναφερθεί σε κάτι ανώτερό της, ξεπερνώντας το φόβο και την άγνοια των φυσικών δυνάμεων. Ο άνθρωπος εξευμενίζει αυτές τις δυνάμεις, τις προσωποποιεί, συμφιλιώνεται μαζί τους. Τους προσφέρει μια λατρεία και μια ηθική και σ’ αντάλλαγμα πέρνει μια σταθερότητα και μια βάση για τη ζωή του. Στην αρχαία Ελλάδα ο Όμηρος πρωτοείπε, “Πάντες θεῶν χατέουσ’ ἄνθρωποι” (Οδύσσεια, γ΄ 48). Ο Ευήμερος εξήγησε πως οι θεοί της ελληνικής μυθολογίας δεν ήταν παρά “νομιζόμενοι θεοί”, άνθρωποι ανώτεροι στη δύναμη και στο πνεύμα. Και ο Επίκουρος και ο Λουκρήτιος απόδωσαν τις παραστάσεις των θεών σε “ψευδείς υπολήψεις”, “ονειροφαντασίες”. Στη νεότερη εποχή πρόβαλαν η φυσική μυθολογία του Μύλλερ, ο φετιχισμός του Κοντ και του Λούμποκ, ο ανιμισμός του Ταίηλορ, ο μανισμός του Σπένσερ, η κοινωνική άποψη του Ντυρκαίν. Έτσι καταλήγομε στην αντιστροφή του θρησκευτικού προβλήματος. Από την ανάγκη να εξηγήσομε πως ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο, φτάνομε στο ζήτημα πως ο άνθρωπος έπλασε τους θεούς.