Της Κωνσταντίνας Γεωργαντά
Ένας ήλιος από πέτρα ταξίδεψε πλάι μας,
καίγοντας τον αγέρα και τ’ αγκάθια της ερημιάς,
τ’ απόγεμα στάθηκε στην ούγια της θάλασσας
σαν κίτρινος γλόμπος σ’ ένα μεγάλο δάσος θύμηση.
Γιάννης Ρίτσος, «Γνωριμία», Μακρονησιώτικα, 1957.
Σε κάποιο άλλο χρόνο, σε κάποια άλλη εποχή, θα μπορούσαν να είναι μια εγκατάσταση τέχνης, ένα σχόλιο για την εξορία, το θάνατο, τα βασανιστήρια, το ξεριζωμό. Όμως δεν ήταν. Ήταν απλά ένας τρόπος διάσωσης της τέχνης του λόγου, μιας σελίδας της ιστορίας. Ο λόγος για τα ποιήματα που έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος στη Μακρόνησο τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1949. Τα ποιήματα έμειναν θαμμένα στο χώμα μέσα σε σφραγισμένα μπουκάλια και ξεθάφτηκαν τον Ιούλιο του 1950 από τον Μάνο Κατράκη. Εκδόθηκαν πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1957 από τον εκδοτικό του ΚΚΕ με τον τίτλο Μακρονησιώτικα, μολονότι ο τίτλος που είχε δώσει ο ποιητής στη συλλογή – στο εξώφυλλο που όμως παράπεσε κατά την αποστολή των δακτυλογραφημένων χειρογράφων στο Βουκουρέστι – ήταν Πέτρινος Χρόνος.
Σταθείτε για λίγο σε αυτή τη διαδρομή και εστιάστε στη 10μηνη παραμονή των ποιημάτων στο χώμα. Φανταστείτε τα να μένουν εκεί θαμμένα για χρόνια έως ότου η ίδια η γη να τα ξεβράσει κάπου ή έως ότου κάποια ανασκαφή να τα φέρει τελικά στο φως. Κι αν κάποια από αυτά ξέφευγαν από τα γυάλινά τους κελύφη και ερχόταν σιγά σιγά η αποσύνθεση και αποκόμματα έμεναν μοναχά από το ολοκληρωμένο έργο, τότε πώς θα μας ακούγονταν σήμερα στίχοι όπως:
τους γνωρίζουμε απ’ τη στάση των χεριών
απ’ τον τρόπο που κόβουν το ψωμί
απ’ τον ίσκιο τους πάνω στο τραπέζι της σιγαλιάς
«Γνωριμία»
Όλα τ’ αποτελειώνει ο ορίζοντας
«Πάντα»
Πέτρινο το κρεβάτι που κοιμόμαστε
πέτρινο το ψωμί όπου ακονίζουμε τα δόντια μας
πέτρινο το χέρι όπου ακουμπάει το σαγόνι της η νύχτα.
«Έτοιμοι»
Δεν το πιστεύαμε ποτές,
νάναι τόσο σκληροί οι ανθρώποι
Δεν το πιστεύαμε ποτές
νάχει τόση αντοχή η καρδιά μας.
«Οι ρίζες του κόσμου»
Κάτου απ’ τη δίψα μας
είναι οι ρίζες του κόσμου.
«Οι ρίζες του κόσμου»
Μεθαύριο, σίγουρα,
θα φυτέψουμε
πολλά δέντρα.
«Μεσημέρια»
Απ’ το πολύ που κοιτάξαμε τη θάλασσα
τους ανθρώπους
και την καρδιά μας,
τα μάτια μας γέμισαν αύριο.
«Σήμερα»
Δε μιλάνε
Τηράνε την αντιφεγγιά της Αθήνας
τηράνε τον ποταμό του Ιορδάνη
σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους
σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων
σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή
εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ’ τ’ αστροπελέκι.
«Οι γερόντοι μας»
Δεν είναι ένα παράθυρο να κοιτάξουμε τη θάλασσα
Αλλιώς κοιτιέται η θάλασσα απόνα παράθυρο
αλλιώς πίσω απ’ το συρματόπλεγμα.
«Αλλαγή»
ύπνος κομματιασμένος απ’ τον άνεμο
ένα τοπίο μισό μαύρο, μισό κίτρινο
ένα κομμένο πόδι ψάχνοντας για το σώμα του
«Φεγγάρι»
έχουν μέσα στα μάτια τους
ένα βουνό
έναν ποταμό
ένα δάσος
«Τα παιδιά μας»
Μπαλωμένες κουβέρτες
κι ο ουρανός.
«Ξημέρωμα»
σαν εκείνες τις μαύρες πέτρες στην ερημιά του δειλινού
όπου μια φαμίλια πρόσφυγες έβρασε τα ραδίκια της
«Κάθε βράδυ»
Έτσι σκέφτουμαι, που πρέπει νάναι τα λόγια μας
ζυμωμένα με κοκκινόχωμα και θάλασσα
«Λίγο-λίγο»
Πέρασε πολύς καιρός. Ό,τι πήραμε μαζί μας απ’ τα σπίτια μας
όλα τρυπήσανε, λυώσανε.
«Ωστόσο»
Χέρια γυμνά,
γυμνές φλέβες στα γυμνά χέρια
σαν τις σιδηροδρομικές γραμμές στο χάρτη του κόσμου.
«Τα χέρια των συντρόφων»
και τσουβάλια με νεκρούς
ξεβράζουν οι φουρτούνες στις αχτές του Λαυρίου
«Α.Β.Γ.»
Κι αν η γη είχε ξεκοκαλίσει ακόμη περισσότερα τα λόγια στο χαρτί, τότε αυτό που θα απόμενε θα ήταν κάποιες σκόρπιες λέξεις, όπως «μητέρα», «ανθρώποι», «διψάσαμε», «φόβος», «θάνατος», «θάλασσα», «άνοιξη», «λιακάδα», «χώμα». Λέξεις ετοιμόγεννες, θυμωμένες, με μνήμη, με πάθος για ζωή. Λέξεις που μας φέρνουν στα συρματοπλέγματα του σήμερα και σε μια ποίηση που μπορεί να λάβει θέση ριζοσπαστικής μνήμης στην εποχή της ακατάσχετης πληροφορίας. Ένας χρόνος πέτρινος που απλώνει ρίζες παντού.