ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Γίνεται αυτή η απίθανη σύλληψη δυο κυττάρων και αμέσως γίνονται χιλιάδες διαδικασίες εξέλιξης, μέχρι να φτάσουμε στην τελική μας μορφή.
Ο άνθρωπος! Συνάμα ο θάνατος! Μαζί με την αναγέννηση χέρι με χέρι με την φθορά. Μαζί με το φως ,και η αιώνια άβυσσος…Χαρά σε εκείνον που θα το αντιληφθεί νωρίς. Θα ζήσει την μια και μοναδική ζωή του γεμάτη..
Αλίμονο σε εκείνον που δεν το αντιλαμβάνεται και νομίζει πως η γη περιστρέφεται γύρω από εκείνον και τα πάντα ενεργούν προς όφελος του. Δεν έχει σκεφτεί ποτέ την μια και μοναδική αλήθεια ως πιθανότητα ..Τον θάνατο.!
Πολλοί λένε πως αυτός είναι ο παντοκράτορας .Άλλοι λένε πως είναι η ζωή.
Εγώ λέω πως; Eίναι και τα δυο μια άρτια δεμένη παντοκρατορία ,που δεν αμφισβητούνται μεταξύ τους και προπορεύονται αγαπημένες από την αρχή έως το τέλος..
Όποιος αντιληφθεί πως όλα οδηγούν στο τέλος θα βαδίσει πιο συνετά στην ζωή του..
Όποιος δεν το αντιληφθεί ,δεν θα γνωρίσει ποτέ και την σοφία της ύπαρξης του..
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΜΥΑΛΟΥ
Ο Σταμάτης είχε κουραστεί…Τόσα χρόνια ,στα λατομεία να σπάει πέτρες.. Λες και όλο του το θυμό, που δεν του έδωσε η ζωή αυτά που του χρωστούσε, τον έβγαζε εκεί. Στις πέτρες ! Όταν ήταν μικρός –θυμάται-ήταν ένα φτωχό αλλά χαρούμενο παιδί.. Ειχε όνειρα και μάλιστα μεγάλα ,ήθελε να γίνει πιλότος .Όχι γιατί του άρεσε τόσο ο ουρανός, μα όσο του άρεσε να ταξιδεύει στον ουρανό..
«Από εκεί θα δω όλη την γη ..Από εκεί θα δω πόσο μικροί ήμαστε !!Η μάνα μου ,μου λέει πως είμαι μικρός ,μα αν γίνω πιλότος εγώ θα είμαι μεγάλος και εκείνη μικρή από εκεί πάνω»…
Αυτό ήταν το όνειρο του. Μα μεγαλώνοντας ο ουρανός ξεμάκραινε και ξεμάκραινε ,η φτώχια άπλωνε όλο και περισσότερο τα πλοκάμια της στη δική του ζωή ,χρήματα για σπουδές δεν υπήρχαν και έπρεπε να βρει δουλειά να επιβιώσει.. Βρήκε στο λατομείο του χωριού του . Καθημερινός ιδρώτας ,ατελείωτη πάλη με την γη ξεχάστηκαν τα όνειρα ,ξεχάστηκε ο ουρανός…Μόνο τα βράδια σαν γυρνούσε κουρασμένος από την δουλειά, σήκωνε τα μάτια του τα θολωμένα από την σκόνη που άφηναν οι πέτρες και κοίταζε να δει τα όνειρα του, ψηλά όπως έκανε τότε ,παιδί…
Τώρα σίτεψε και αυτός ,σίτεψαν και τα όνειρα ..Το βαθύ κόκκινο χρώμα τους ξεθώριασε. .Γίναν γκρι σαν το χρώμα του αγαπημένου του ουρανού όταν θυμώνει και απλώνει τα σύννεφα του απειλητικά στην γη…Κάθεται έξω στην αυλή του και συλλογάται…
Όχι την ζωή ,μα τον θάνατο που φτάνει και που δεν μπορεί να κάνει τίποτε να τον σταματήσει…
«Έπρεπε να είχα ζήσει αλλιώς την μια και μοναδική ζωή μου, έπρεπε να είχα διεκδικήσει τα όνειρα μου.. Τωρα θα περάσω στην αντίπερα όχθη μισερός !»
Η Άννα είχε φιλοδοξίες από παιδί και μάλιστα μεγάλες .Ήθελε να γίνει μοντέλο για να αποκτήσει χρήματα. Αυτό ήταν το όνειρο της. Ήταν όμορφη το ήξερε και το εκμεταλλεύτηκε.. Πήγε σε ένα πρακτορείο μοντέλων να ζητήσει δουλειά. Την πήραν αμέσως..Στην αρχή οι εμφανίσεις της ήταν μικρές και σύντομες ,μα κατάφερε να δικτυωθεί με φωτογράφους και σκηνοθέτες και να ανέβει πολύ ψηλά. Απέκτησε πλούτη αμύθητα ,δόξα αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο και πάτησε επί πτωμάτων ,για να ανοίξει μια αλυσίδα ρούχων, φερόμενη το όνομα της.. Πανάκριβα ρούχα ,με πάμφθηνα εργατικά χέρια που τα βρήκε στην Κίνα. Ένα κομμάτι ψωμί τους έδινε για να βγάζει εκείνη, τα εκατομμύρια ..Πλούσια ζωή ,σε βάρος φτωχού λαού, ποτέ δεν σκέφτηκε πως ο θάνατος θα την αγγίξει . Οι άλλοι πέθαιναν εκείνη όχι.. Φαίνεται είχε κερδίσει με όβολο την αθανασία. Τον είχε κερδίσει;…Νόμιζε!!
Ο πρωθυπουργός της πιο πλούσιας χώρας στον κόσμο καθισμένος στον κήπο του σπιτιού του ,σκεφτόταν το φίλο του που του ζήτησε επειγόντως βοήθεια.
«Κάνε κάτι ,στην ανάγκη κήρυξε τον πόλεμο κάπου, αρκεί να σωθώ» . Αυτά ήταν τα λόγια του στο τηλέφωνο. Είχε ένα εργοστάσιο όπλων και κινδύνευε με πτώχευση. Όφειλε να μην στεναχωρήσει τον αδερφικό του φίλο.. Κήρυξε τον πόλεμο σε μια αδύναμη χώρα ..Αναγκάστηκε η χώρα εκείνη να αγοράσει όπλα.. Αγόρασε από τον φίλο του, που έσωσε την βιομηχανία του και ξανάβαλε στην τσέπη μερικά εκατομμύρια.. Σκοτώθηκαν χιλιάδες άμαχοι, χιλιάδες παιδιά , παντού χαλάσματα ,σκόνη και θάνατος…Μα ο πρωθυπουργός απολάμβανε τον καφέ του.. Ο φίλος του απολάμβανε επιτέλους τις διακοπές που είχε τόσο ποθήσει στην γαλλική Ριβιέρα.
«Οι άλλοι πεθαίνουν τι μας νοιάζει εμάς ;» σκεφτόταν όταν έπινε την don perinion σαμπάνια του…
Ο κύριος Λάμπης κατεβαίνει από το βουνό χαμογελαστός και σιγοψυθιρίζει ένα ποίημα, που είδε κάποτε γραμμένο σε ένα τοίχο :
«Ω ζωή πεντάμορφη ,που τραγουδάς τα πάντα ,είδα την ομορφιά σου σήμερα ξανά ,δοξάζω την υφή σου..Ο θάνατος ,ο αδερφός ,καλοδεχούμενος είναι..»
Κρατά στα χεριά του ένα ματσάκι ρίγανη ,θυμάρι και φασκόμηλο. Καθε τόσο τα φέρνει στην μύτη του να τα μυρίσει.. Σκέφτεται πως :Όταν φύγει από την ζωή από όλα πιο πολύ, θα του λείψουν οι μυρωδιές εκείνες..
Σκέφτεται πόσο μάταια είναι όλα,χωρίς τις μυρωδιές εκείνες..
Για αυτό και ζει μια ενάρετη ζωή .Δεν πειράζει ούτε το μυρμήγκι ,γιατί ζωή είναι και εκείνο.. Κάποιος είναι ο σκοπός του!! Αγαπάει την γυναίκα του και τα παιδιά του και σέβεται την φύση.. Διαβάζει και ρουφά όσο μπορεί την γνώση, που δεν κατάφερε να μάθει στο σχολείο ..Ζει την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία του.. Αχόρταγα αγαπά, απλόχερα δίνει βοήθεια σε όποιον του την ζητήσει, μα δεν συμβιβάζεται και δεν υποτάσσεται.
Ακολουθεί το δρόμο του με καθαρότητα ..Ξέρει πως θα πεθάνει.. Το ήξερε από μικρός ..Για αυτό και φιλοσόφησε τον θάνατο νωρίς και ζει την ύπαρξη του εδώ πάνω ακόμα καλύτερα…
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Μην φέρεσαι σαν να επρόκειτο να ζήσεις μύρια χρόνια. Όσο ζεις κι όσο μπορείς να ‘σαι καλός και τίμιος.» Μάρκος Αυρήλιος