Του Δημήτρη Μηλάκα
Αποτελεί πάγια – και έως έναν βαθμό αναγκαστική – πρακτική των υπερδυνάμεων (ΗΠΑ – Ρωσία) να αποφεύγουν την άμεση μεταξύ τους σύγκρουση μεταθέτοντάς την σε αντιπροσώπους – προτεκτοράτα τους. Ο πόλεμος στη Συρία αποτελεί ένα πρόσφατο παράδειγμα μιας τέτοιας σύγκρουσης, η οποία έχει να κάνει με τη γενικότερη αναδιάταξη στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου υπό το φως του μεγάλου ενεργειακού παιχνιδιού που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Σε ό,τι αφορά την τοποθέτηση της υπερχρεωμένης και υπό (οικονομική / πολιτική) εποπτεία Ελλάδας σ’ αυτό το μεγάλο παιχνίδι, η εικόνα είναι ξεκάθαρη:
Η ελληνική κυβέρνηση έχει προσδεθεί στο αμερικανικό άρμα και το αποδεικνύει εμπράκτως είτε ρυθμίζοντας ζητήματα (Σκοπιανό) κατ’ αμερικανική υπαγόρευση είτε προσφέροντας κρίσιμες στρατιωτικές διευκολύνσεις στην Ουάσιγκτον. Με άλλα λόγια, η ελληνική κυβέρνηση έχει αποδεχτεί για τη χώρα την «αντιπροσωπεία» των αμερικανικών συμφερόντων έχοντας λάβει (ή ελπίζοντας ότι θα λάβει) ανταλλάγματα και προστασία.
Η προστασία, ωστόσο, που η χώρα χρειάζεται έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με την Τουρκία και τις διακηρυγμένες θέσεις της για την αλλαγή του καθεστώτος στο Αιγαίο και την αμφισβήτηση των ελληνικών δικαιωμάτων σε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτή την προστασία υποτίθεται ότι εξασφαλίζει η ελληνική κυβέρνηση με τις συμφωνίες για εμβάθυνση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων που έχει συνάψει. Αυτήν την προστασία υποτίθεται ότι προσφέρουν οι ΗΠΑ στην Ελλάδα ως απάντηση στη διάρρηξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Η διεκδίκηση από τον Ερντογάν ενός ευρύτερου ρόλου περιφερειακής (υπερ)δύναμης στην περιοχή έφερε την Άγκυρα σε τροχιά σύγκρουσης με τον παραδοσιακό τοποτηρητή των αμερικανικών συμφερόντων (Ισραήλ) και την Τουρκία πλησιέστερα στη Μόσχα, η οποία προφανώς δεν πρόκειται να μείνει αμέτοχη στις διαδικασίες αναδιανομής της πλούσια ενεργειακά περιοχής.
Σ’ αυτό το φόντο αποτυπώνεται πια ένα μεγάλο παζάρι ανάμεσα στην Τουρκία, η οποία αποζητεί μεγάλα ανταλλάγματα, και στη Δύση, που θέλει να την κρατήσει κοντά της. Οι κινήσεις της τουρκικής κυβέρνησης περιγράφουν τη διάθεση της ηγεσίας της να παίξει σ’ αυτό το παιχνίδι επί ίσοις όροις (και όχι ως δυτικό – αμερικανικό προτεκτοράτο). Γι’ αυτό, υπό την ηγεσία του Ερντογάν, έχει προχωρήσει σε συμφωνίες με τη Μόσχα οι οποίες υπερβαίνουν τα ΝΑΤΟ-αμερικανικά εσκαμμένα, όπως είναι για παράδειγμα οι ρωσοτουρκικές εξοπλιστικές (S-400) συμφωνίες.
Οι επιδιώξεις της Άγκυρας
Παρατηρώντας ή συγκρίνοντας κάποιος τις επιλογές – κινήσεις των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας αυτήν την τελευταία περίοδο, διαπιστώνει ότι:
1. Η Τουρκία υπερεξοπλίζεται με γνώμονα την προώθηση των συμφερόντων της και όχι απλώς για να είναι συνεπής με τον ΝΑΤΟϊκό κανόνα του 2% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες, που καταλήγουν κατά κύριο λόγο στην αμερικανική πολεμική βιομηχανία.
2. Η Τουρκία, προσεγγίζοντας τη Ρωσία, λαμβάνει ήδη διπλωματικά ανταλλάγματα από τη Μόσχα, που αρχίζουν να αποτυπώνονται στην κομψή και σταδιακή αλλαγή της ρωσικής στάσης στο Κυπριακό.
3. Η Τουρκία, ταυτόχρονα, εξακολουθεί να υπενθυμίζει εμπράκτως τις διεκδικήσεις της, με δεκάδες καθημερινά – ακόμη και τις ημέρες του Πάσχα – παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, τον οποίο προφανώς δεν προστατεύουν οι αμερικανικές υποσχέσεις.
4. Η Τουρκία, παρ’ όλα αυτά (τη μετατόπισή της προς τη Μόσχα), εξακολουθεί να παζαρεύει με τους Αμερικανούς, οι οποίοι δεν φαίνεται ότι είναι διατεθειμένοι να αποδεχτούν ότι φεύγει από το άρμα τους.
Δεν είναι, προφανώς, τυχαίο ότι τουρκική εφημερίδα («Haber») που έχει άμεση «σύνδεση» με το γραφείο του Τούρκου Προέδρου ανακοίνωσε πως, κατά την πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ – Ερντογάν, συμφωνήθηκε η επίσκεψη του Αμερικανού Προέδρου στην Τουρκία τον προσεχή Ιούλιο. Τότε, αξίζει να σημειωθεί, είναι επίσης προγραμματισμένη η άφιξη και εγκατάσταση των ρωσικών πυραύλων S-400 στην Τουρκία.
Εφησυχασμός στην Αθήνα
Από την άλλη πλευρά η ελληνική κυβέρνηση και γενικότερα το πολιτικό σύστημα της χώρας μοιάζει να πετούν, σε κατάσταση νιρβάνας και αποχαύνωσης, στα σύννεφα της νέας ατμόσφαιρας των ελληνοαμερικανικών σχέσεων που οικοδομεί (επικοινωνιακά) η αμερικανική πρεσβεία τροφοδοτώντας με οδηγίες την «αριστερή» κυβέρνηση της χώρας.
Τα ορατά αποτελέσματα ωστόσο αυτής της ελληνοαμερικανικής σχέσης δεν μοιάζουν τόσο μεγάλα και ικανοποιητικά για τα ελληνικά συμφέροντα καθώς:
● Διέρρηξαν τις ελληνορωσικές σχέσεις.
● Δεν επέλυσαν – ούτε καν εκτόνωσαν – κανένα ελληνοτουρκικό φλέγον ζήτημα.
● Αναγόρευσαν τελικά τη χώρα, χωρίς – εμφανές τουλάχιστον – αντάλλαγμα πέρα από τα ωραία λόγια του Αμερικανού πρεσβευτή, σε αντιπρόσωπο των Αμερικανών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις μελλοντικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή.
Στην Αθήνα τόσο αυτοί που σήμερα κυβερνούν όσο και αυτοί που φιλοδοξούν ότι θα κυβερνήσουν δεν κρύβουν την ικανοποίησή τους για τα αμερικανικά εύσημα θεωρώντας ότι η αμερικανική προστασία είναι δεδομένη έναντι μιας χώρας, της Τουρκίας, της οποίας η οικονομία (όπως θέλουν να πιστεύουν) είναι έτοιμη να καταρρεύσει.
Αυτές οι βεβαιότητες κάνουν την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και την αξιωματική αντιπολίτευση, για να μην την αδικούμε, να αγνοούν το σαφέστατο μήνυμα που στέλνουν προς κάθε κατεύθυνση κάποιοι άλλοι αριθμοί που έρχονται από την Τουρκία.
Σύμφωνα με αυτούς τους αριθμούς, την ίδια ώρα που η τουρκική οικονομία τοποθετείται από τη Δύση σε καθεστώς κατάρρευσης, η Άγκυρα αύξησε το 2018 τις εξοπλιστικές της δαπάνες κατά 24%, σε 19 δισεκατομμύρια δολάρια, που είναι η υψηλότερη ετήσια ποσοστιαία αύξηση στη λίστα των 15 χωρών με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αρνείται να συνειδητοποιήσει και να αντιμετωπίσει το χάσμα που δημιουργείται σε στρατιωτικές δυνατότητες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αναπαυμένη στο συννεφάκι της αμερικανικής προστασίας, η ηγεσία του τόπου ξεχνά πολλά επεισόδια της σύγχρονης Ιστορίας και την τύχη που είχαν κατά καιρούς άλλοι αντιπρόσωποι αμερικανικών συμφερόντων σε άλλες γωνιές του πλανήτη, απ’ όπου κάποια στιγμή έφυγαν τρέχοντας οι Αμερικανοί αφήνοντας πίσω τους καμένη (και ματωμένη) γη…