Πήγαινα Δημοτικό, όταν μια μέρα χτύπησαν την πόρτα μας. Η μητέρα μου άνοιξε και στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε μια χαρούμενη έκπληξη.
-Γιώργο του λέει, εσύ; Πώς βρέθηκες εδώ, πώς σ’ άφησαν;
Ο Γιώργος παλληκαράκι, είχε βγει στο βουνό για να πολεμήσει τους Γερμανούς και τους ντόπιους συνεργάτες τους.
Τέλειωσε ο πόλεμος με τους Γερμανούς αλλά συνεχίσθηκε με τους ντόπιους συνεργάτες τους. Και ο Γιώργος έμεινε στο βουνό και πολέμαγε για να μην πέσει η χώρα του στα χέρια των χυτών, των ταγματασφαλιτών, των δοσίλογων των προδοτών και των συνεργατών των Γερμανών.
Όμως έπεσε!
Κι ο Γιώργος βρέθηκε στη Γυάρο.
Γι’ αυτό ήταν η έκπληξη και η χαρά της μητέρας μου μεγάλη που τον είδε στην πόρτα μας. Εγώ με την αδελφή μου, μικρά παιδάκια παρακολουθούσαμε.
-Έλα, του λέει, μπες μέσα να σε κεράσομε.
Τον έβαλε στη σάλα. Τον κέρασε γλυκό φράπα, θυμάμαι, γιατί του άρεσε!
Ήταν πολύ χλωμός, πρέπει να ήταν νέος αλλά φαινόταν γέρος. Μόνο τα μάτια του, μαύρα, είχαν μια λάμψη, μια φλόγα, μια χαρά.
-Είμαι λεύτερος! Της είπε. Και τα μάτια του σπίθιζαν και ήταν μόνο μάτια σ’ ένα χλωμό φθαρμένο πρόσωπο.
Έχω χρόνο ακόμα, προλαβαίνω, να φτιάξω τη ζωή μου. Θα παντρευτώ, θα βρω μια κοπέλα δικιά μας, θα κάνω οικογένεια, παιδιά!
Τα ‘λεγε με μια έξαψη μ’ έναν ενθουσιασμό όπως αυτόν που τον οδήγησε στο βουνό για τα ιδανικά του.
Και εκεί, μες τη χαρά και τον ενθουσιασμό του, τον πιάνει ένας βήχας.
Έβηχε ασταμάτητα. Έβγαλε ένα μαντήλι και έκλεισε το στόμα του.
Η μαμά τρόμαξε!
Κατάλαβα, πως δεν τρόμαξε για τον εαυτό της ή για μας, που είμαστε πιο πέρα. Η μαμά ήξερε άλλωστε πως το μαντήλι μας προφύλαγε.
Τρόμαξε γι’ αυτόν. Τον λυπήθηκε!
Το ‘δα στο πρόσωπό της. Στις εκφράσεις της που άλλαξαν. Την χαρά την διαδέχθηκε η λύπη και η επίγνωση γιατί τον άφησαν ελεύθερο.
Και αυτός, ήταν τώρα κουρέλι. Ο βήχας τον επανέφερε στη σκληρή του πραγματικότητα. Σ’ αυτήν που του απαγόρευε, το όνειρο. Θυμάμαι και το επίθετο του. Δεν το γράφω ίσως δεν θέλουν οι συγγενείς του.
Σ’ ένα μήνα, πέθανε. Από φυματίωση.
Α.Κ.