Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα έρευνας ομάδας επιφανών Γερμανών ακαδημαϊκών, διακεκριμένων στις οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες, για τις επιπτώσεις που υπάρχουν στην πολιτική από τις μεγάλες συστημικές οικονομικές κρίσεις. Η έρευνα, που έγινε για λογαριασμό της Κομισιόν, είναι μοναδική στην έκτασή της αφού μελέτησε 800 εκλογές σε διάστημα 140 χρόνων σε 20 χώρες με ανεπτυγμένες οικονομίες.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ύστερα από τέτοιες κρίσεις τα λαϊκιστικά κόμματα, κυρίως τα ακροδεξιά, αυξάνουν το μερίδιο ψήφου τους κατά 30% μ.ο. Κάτι που δεν συμβαίνει σε ηπιότερες, διαφορετικής φύσης και μικρότερης κλίμακας οικονομικές κρίσεις.
Σήμερα το πολιτικό – οικονομικό σύστημα βρίσκεται στο μέσο μιας μεγάλης καταιγίδας. Οι ισχυρές παρενέργειες επιμένουν μετά την κρίση του 2008 και ξεσκεπάζουν ολοένα και περισσότερο τη στρεβλή νοοτροπία του οικονομικού συστήματος, που παραμένει απειλή για όλους, αλλά και τη στροφή των ψηφοφόρων προς επιλογές που δυσχεραίνουν περαιτέρω την κατάσταση.
Οι τριγμοί είναι μεγάλοι. Από το 2010 έχουν ξεσπάσει τεράστια σκάνδαλα σε τράπεζες σχεδόν σε κάθε ήπειρο για πληθώρα λόγων: παρανομίες, ανικανότητα, ρισκαδόρικες κι άπληστες πρακτικές. Στο πιο πρόσφατο, αυτό της Wells Fargo, αποκαλύφθηκε ότι η τράπεζα πλαστογράφησε 2 εκατ. λογαριασμούς για να χρεώσει στους πελάτες περισσότερα τραπεζικά έξοδα, ώστε μεγαλοστελέχη να «πιάσουν» τους στόχους των πωλήσεων.
Δυσπιστία
Εν τω μεταξύ, διαρροές σαν αυτήν των Panama Papers επιβεβαίωσαν αυτό που πολλοί ήδη υπέθεταν, ότι πολιτικοί και δισεκατομμυριούχοι είναι άσοι στο να προφυλάσσουν τον πλούτο τους από τη φορολόγηση.
Στις ΗΠΑ, ο υποψήφιος «πλανητάρχης» Ντόναλντ Τραμπ επιχειρεί να παρουσιάσει τη συστηματική του φοροδιαφυγή ως απόδειξη ικανότητας και ευφυΐας. Η δυσπιστία ανάμεσα στο 99% του κόσμου και το 1% της ελίτ δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, οι ελίτ, μέσω μιας εκ βάθρων διαβλητής παγκόσμιας οικονομικής κουλτούρας που τους το επιτρέπει, υπερπηδούν συστήματα και κανόνες.
Το ότι οι ψηφοφόροι σε όλες τις χώρες θέλουν να τιμωρήσουν τους πολιτικούς τους στις κάλπες για όλα αυτά δεν είναι έκπληξη. Όμως οι επιδράσεις στην κοινωνία και την πολιτεία είναι πολύ πιο διαβρωτικές από ένα εκλογικό αποτέλεσμα. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, τα δομικά στοιχεία των ανεπτυγμένων κρατών κινδυνεύουν περισσότερο από ποτέ μεταπολεμικά.
Χαρακτηριστικοί είναι οι μπελάδες της Deutsche Bank, που είδε τη μετοχή της να κατρακυλάει σε ιστορικό χαμηλό μετά την απειλή για πρόστιμο 14 δισ. δολαρίων και τους φόβους για νέα συστημική κρίση. Η περίπτωσή της αποτελεί παράδειγμα για το πώς η Ευρώπη διαχειρίστηκε την κρίση χρέους της προς όφελος περισσότερο των τραπεζών παρά των πολιτών της.
Οι γερμανικές τράπεζες, και όχι μόνο, δάνειζαν αφειδώς σε αδύναμες χώρες και επιχειρήσεις σε όλη την Ευρώπη. Όταν το πράγμα στράβωσε το 2008, στην Ευρώπη οι τράπεζες διασώθηκαν (bailed out) και οι φορολογούμενοι υπέστησαν τις συνέπειες. Όπως τονίζει ο καθηγητής του Stanford, Anat Admati, «βαριά άρρωστες τράπεζες, κάποιες από αυτές μάλιστα ανήκουν ακόμη σε κυβερνήσεις, συνεχίζουν να υπάρχουν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αρνούνται να τις αφήσουν να πεθάνουν και προτιμούν να τις διασώζουν, ισχυριζόμενοι ότι είναι προς όφελος της ευρωπαϊκής ενότητας και όχι της φερεγγυότητας των τραπεζών. Έτσι, η κατάσταση διαιωνίζεται».
Τέτοιες περιπτώσεις προωθούν στον κόσμο το μήνυμα ότι μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και μεμονωμένα άτομα με ισχυρές θέσεις μπορούν να παρακάμπτουν το σύστημα, κάτι που έχει σοβαρές επιπτώσεις οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά.
Η Ιταλία, για παράδειγμα, έχει τη μεγαλύτερη «ανεπίσημη» οικονομία στην Ευρώπη, δηλαδή υψηλά ποσοστά φοροδιαφυγής. Η μαύρη οικονομία της αποτελεί περίπου το 27% της συνολικής οικονομίας της χώρας. Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία ακολουθούν. Πολίτες που φορτώνονται δυσανάλογα με βάρη σε χώρες όπου φορείς και κράτος συνεχίζουν να ευνοούνται, τείνουν να χάσουν την πίστη τους στο σύστημα και σταματούν να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους όπως το να πληρώνουν φόρους, να αιτούνται άδειες για επιχειρήσεις και γενικότερα να τηρούν τον νόμο.
Συνέπειες
Αυτό, όμως, είναι κάτι που διευρύνει περαιτέρω την ψαλίδα μεταξύ εχόντων και μη.
Όταν οι πολίτες παύουν να εμπιστεύονται το σύστημα, τα θεμέλια μιας χώρας αρχίζουν να τρίζουν, όπως δείχνουν τα συμπεράσματα της έρευνας που επιβεβαιώνουν την πραγματικότητα
Η έρευνα φέρει τον τίτλο «Politics in the Slump: Polarization and Extremism after Financial Crises, 1870-2014» και διεξήχθη υπό την επίβλεψη των Manuel Funke, Moritz Schularick, Cristoph Trebesch. Δημοσιεύθηκε, μάλιστα, στο επίσημο σάιτ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κομισιόν).
Η εικόνα που παρουσιάζει η Ευρώπη πιστοποιεί, σύμφωνα με την έρευνα που μελέτησε τις πολιτικές συνέπειες των οικονομικών κρίσεων, ότι οι πολιτικοί μετασεισμοί που δημιουργούν τα μεγάλα χρηματοοικονομικά «κραχ» μπορούν να είναι ισχυρότατοι. Η πολιτική αβεβαιότητα και οι συγκρούσεις ανάμεσα στα κόμματα αλλά και στα κοινωνικά στρώματα αποτελούν παράγοντες που μπλοκάρουν τη γρήγορη ανάρρωση ύστερα από τέτοιες κρίσεις.
Ως οικονομική κρίση η έρευνα ορίζει «μια ευρείας κλίμακας συστημική κρίση κατά την οποία ο τραπεζικός τομέας μιας χώρας υφίσταται μεγάλες απώλειες κεφαλαίων, ραγδαία αύξηση στα ποσοστά χρεών που οδηγούν σε κρατικές παρεμβάσεις, χρεοκοπία ή αναγκαστικές συγχωνεύσεις».
Τα πολιτικά συμπεράσματα από συστημικές οικονομικές κρίσεις τα τελευταία 140 χρόνια είναι διαφωτιστικά. Τα στοιχεία πάρθηκαν από 800 γενικές εκλογικές αναμετρήσεις σε 20 ανεπτυγμένες οικονομίες. Το βασικό κοινό εύρημα είναι ότι η πολιτική αβεβαιότητα ανεβαίνει κατακόρυφα αμέσως ύστερα από μεγάλες οικονομικές κρίσεις, οι κυβερνητικές πλειοψηφίες συρρικνώνονται και αυξάνεται η πόλωση.
Έπειτα από κρίσεις, οι ψηφοφόροι γοητεύονται από την πολιτική ρητορική του λαϊκισμού και περισσότερο από τον λαϊκισμό της Άκρας Δεξιάς, που συχνά ρίχνει το φταίξιμο σε μειονότητες και ξένους. Κατά μέσο όρο, τα ακροδεξιά κόμματα αυξάνουν το ποσοστό των ψήφων κατά 30% ύστερα από κάθε μεγάλη οικονομική κρίση. Η ίδια πολιτική δυναμική δεν παρατηρείται έπειτα από φυσιολογικές, μικρότερης κλίμακας, υφέσεις.
Η απειλή της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης πλανάται πάνω από την Ευρώπη. Μετά το 2008, το δικομματικό σύστημα, που ήταν σταθερό σε πολλές χώρες για δεκαετίες, σαρώθηκε από τα κύματα της οικονομικής αναταραχής. Καινούργια κόμματα μπήκαν στα Κοινοβούλια και κέρδισαν χώρο ενώ άλλα, συχνά παραδοσιακά, εξαφανίστηκαν από τον πολιτικό χάρτη.
Σε κάποιες χώρες κόμματα όπως το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία ή η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα είδαν τα ποσοστά τους να αυξάνονται ραγδαία.
Λαϊκιστικά ή και ανοιχτά ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, όπως το Κίνημα Πέντε Αστέρων στην Ιταλία, το UKIP στη Βρετανία και το AfD στη Γερμανία αναδείχτηκαν σε νικητές σε πρόσφατες εκλογές.
Δομικές αλλαγές
Η όλο και αυξανόμενη πόλωση και ο κατακερματισμός των Κοινοβουλίων καθιστούν την αντιμετώπιση των κρίσεων δυσκολότερη, μειώνουν τις πιθανότητες για σοβαρές μεταρρυθμίσεις και οδηγούν σε σφοδρές πολιτικές συγκρούσεις την στιγμή που η αποφασιστική πολιτική δράση είναι πιο απαραίτητη από ποτέ. Η δυσλειτουργική πολιτική σκηνή παίζει μεγάλο ρόλο στην αργή επάνοδο από τις οικονομικές κρίσεις.
Συμπέρασμα 1: Τα στοιχεία της έρευνας από εκλογικές αναμετρήσεις από το 1870 μέχρι και το 2014 αποδεικνύουν ότι οι πολιτικές παρενέργειες των οικονομικών κρίσεων στις μοντέρνες δημοκρατίες περιλαμβάνουν δομικές αλλαγές στη συμπεριφορά των ψηφοφόρων. Από αυτές τις μεταβολές δεν ωφελούνται το ίδιο η Άκρα Δεξιά με την Άκρα Αριστερά. Τα λαϊκιστικά κόμματα που βρίσκονται στην Άκρα Δεξιά είναι οι περισσότερο ευεργετούμενοι από ένα οικονομικό κραχ. Αυτά τα κόμματα βλέπουν μία αύξηση στο εκλογικό τους μερίδιο κατά μ.ο. 30% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα, μέσα στα πρώτα πέντε χρόνια που ακολουθούν μια μεγάλη οικονομική κρίση.
Οι ψηφοφόροι δελεάζονται ιδιαιτέρως από τη ρητορική της Άκρας Δεξιάς, που εκτός της συνηθισμένης λαϊκιστικής πραμάτειας έχει και εθνικιστικά – ξενοφοβικά χαρακτηριστικά. Η έρευνα καταδεικνύει και μια σημαντική ασυμμετρία στην αντίδραση στις κρίσεις, αφού η Άκρα Αριστερά δεν ωφελείται ανάλογα από την οικονομική αστάθεια.
Μετά την παγκόσμια κρίση του 2007-2008 Ακροδεξιά και λαϊκιστικά κόμματα υπερδιπλασίασαν τα ποσοστά τους σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες, όπως Γαλλία, Βρετανία, Ολλανδία, Φινλανδία, Πορτογαλία και Ιαπωνία. Στην Ολλανδία, το Κόμμα για την Ελευθερία κέρδισε σχεδόν δέκα μονάδες μετά την κρίση του 2007. Από 5,9% το 2006 εκτινάχθηκε στο 15,5% το 2010. Στη Γαλλία, το Εθνικό Μέτωπο πήρε 13,6% το 2011, στις πρώτες μετά την κρίση εκλογές. Στη Φινλανδία τα ποσοστά των Αληθινών Φινλανδών εκτοξεύθηκαν από 4,1% το 2007 σε 19,1% το 2011.
Στη Βρετανία η καμπάνια υπέρ του Brexit που ενορχηστρώθηκε από το λαϊκιστικό UKIP συγκέντρωσε το 52% των ψήφων στο δημοψήφισμα του Ιουνίου και η Βρετανία πρόκειται να αποχωρήσει από την Ένωση.
Παραδείγματα εκλογικών ποσοστών ακροδεξιών και λαϊκιστικών δεξιών κομμάτων σε ευρωπαϊκές εκλογές προ και μετά κραχ 2008:
Βρετανία: UKIP
2004: 16%
2009: 17%
2014: 28%
Γαλλία: Εθνικό Μέτωπο
2004: 10%
2009: 6%
2014: 27%
Δανία: Λαϊκό Κόμμα
2004: 6%
2009: 15%
2014: 27%
Συμπέρασμα 2: Η διακυβέρνηση γίνεται πάντοτε πιο δύσκολη έπειτα από οικονομικές κρίσεις, ανεξάρτητα από το ποια κόμματα είναι στην εξουσία. Οι κρίσεις συνδέονται με μικρότερες κυβερνητικές πλειοψηφίες, ενδυνάμωση της αντιπολίτευσης και μεγαλύτερο πολιτικό κατακερματισμό. Αυτά με τη σειρά τους οδηγούν σε περισσότερες κυβερνητικές κρίσεις, εκλογές και αλλαγές.
Συμπέρασμα 3: Οι διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες κι αναταραχές στους δρόμους αυξάνουν δραματικά έπειτα από οικονομικές κρίσεις. Η κοινωνική αναταραχή έχει αρνητικό αντίκτυπο στη χάραξη πολιτικής στις δημοκρατίες, με συνέπεια μεγαλύτερες δυσλειτουργίες στις πολιτικές σκηνές των χωρών.
Η κρίσιμη δεκαετία
Πόσο διαρκούν οι πολιτικές παρενέργειες των συστημικών οικονομικών κρίσεων;
Για να απαντηθεί αυτό, μελετήθηκε η περίοδος δέκα ετών που ακολουθεί κάθε μεγάλη οικονομική κρίση.
Τα στοιχεία έδειξαν ότι οι πολιτικές συνέπειες είναι προσωρινές και ελαττώνονται με τον καιρό. Δέκα χρόνια μετά το κραχ, κι αφού βέβαια η κρίση έχει ξεπεραστεί, σχεδόν όλες οι μεταβλητές επανέρχονται στα προ κρίσης επίπεδα. Τα γραφήματα της έρευνας αποδεικνύουν ότι η αύξηση στις ακροδεξιές ψήφους είναι μηδενική μετά τον όγδοο χρόνο. Από το peak της αύξησης κατά 30% ή και 40% στον πέμπτο χρόνο, πέφτει μετά την κρίση κάτω του 20% έπειτα από το δέκατο έτος.
Αναλογικά, μειώνεται και ο βαθμός πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης. Ο κατακερματισμός στα Κοινοβούλια περιορίζεται κι επιστρέφει στα αρχικά του επίπεδα ύστερα από έναν ορίζοντα δεκαετίας.
Συνοπτικά, οι πολιτικές συνέπειες των οικονομικών κρίσεων αρχίζουν να «σβήνουν» σταδιακά περίπου πέντε χρόνια μετά την έναρξη κάθε κρίσης. Αν και κάποιες συνέπειες παραμένουν μετρήσιμες για μια δεκαετία, η πολιτική αναστάτωση στον απόηχο οικονομικών κρίσεων είναι ως επί το πλείστον προσωρινή. Με την προϋπόθεση ότι η κρίση ξεπερνιέται σχετικά γρήγορα και δεν αποκτά χαρακτηριστικά μονιμότητας.
Η σκληρή δοκιμασία
Τα στοιχεία της έρευνας αποδεικνύουν ότι οι μεγάλες οικονομικές κρίσεις θέτουν σε σκληρή δοκιμασία τις σύγχρονες δημοκρατίες. Η τυπική πολιτική αντίδραση έχει ως εξής:
– οι ψήφοι προς λαϊκιστικά ακροδεξιά κόμματα αυξάνουν δραματικά,
– οι κυβερνητικές πλειοψηφίες συρρικνώνονται,
– αυξάνει ο κατακερματισμός στη Βουλή,
– ανεβαίνει ο αριθμός των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή.
Οι παραπάνω εξελίξεις εμποδίζουν την επίλυση κρίσεων και παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία πολιτικών αδιεξόδων.
Ως αποτέλεσμα ακολουθεί πολιτική αβεβαιότητα που με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε αργή ανάκαμψη των οικονομιών από τις οικονομικές κρίσεις ή και σε νέες κρίσεις.
Οι μεγάλες τραπεζικές οικονομικές κρίσεις αποδιοργανώνουν και διασπούν την πολιτική. Μόνο σε φυσιολογικές υφέσεις δεν παρατηρούνται πολιτικές συνέπειες ή είναι ελάχιστες. Επίσης, καταγράφονται διαφορετικές αντιδράσεις σε σοβαρές κρίσεις που, όμως, δεν περιέχουν στοιχεία οικονομικού κραχ.
Υπό το πρίσμα της σύγχρονης Ιστορίας, η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση, οι φθίνουσες κυβερνητικές πλειοψηφίες και τα αυξανόμενα κύματα μαζικών διαδηλώσεις και κοινωνικής δυσαρέσκειας φαίνεται να είναι το «σήμα κατατεθέν» των μεγάλων συστημικών οικονομικών κρίσεων. Συνεπώς, οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι ρυθμιστικές αρχές έχουν μια μεγάλη ευθύνη για την πολιτική σταθερότητα όταν επιβλέπουν ενδελεχώς τις αγορές. Εν κατακλείδι, η πρόληψη των οικονομικών κρίσεων, εκτός όλων των άλλων, σημαίνει και μείωση των πιθανοτήτων για πολιτική καταστροφή.