Η Ελλάδα πλήττεται σοβαρά από πυρκαγιές, έχοντας το υψηλότερο μέσο ετήσιο αριθμό πυρκαγιών μεταξύ των μεσογειακών χωρών από το 1980 έως το 2019.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η Ελλάδα βιώνει κατά μέσο όρο 2000 πυρκαγιές ετησίως, ενώ η σοβαρότητα των πυρκαγιών αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται, ιδίως στις νησιωτικές περιοχές της.
Κάθε χρόνο στην Ελλάδα έχουμε πάνω από 2.000 πυρκαγιές.
Στην Κρήτη και στα Χανιά στο διάστημα μεταξύ 2000 και 2021 είχαμε κατά μέσo όρο 1.430 εκτάρια καμμένης γης.
Το κόστος, περιβαλλοντικό, κοινωνικό και οικονομικό, είναι τεράστιο.
Και στην Κρήτη, παρά τις συνέπειες και τις προβλέψεις για μία περαιτέρω αύξηση στη συχνότητα και στην ένταση των ακραίων φαινομένων, λίγα έχουν γίνει ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση. Όλα αυτά τη στιγμή όπου – είναι πλέον ξεκάθαρο – η πολιτική που στοχεύει μόνο στην κατάσβεση των πυρκαγιών έχει αποτύχει.
Η διαμόρφωση ενός πλαισίου προληπτικών πολιτικών θα μπορούσε να έχει τεράστιο θετικό αντίκτυπο, αλλά φαίνεται ότι οι πολιτικοί μας προς το παρόν δεν δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αλλαγή πορείας.
Βεβαίως, για να εφαρμοστούν αυτές οι πολιτικές ζητούμενο δεν είναι μόνο να επιζητήσουν την εφαρμογή τους οι πολιτικοί. Αναγκαία είναι και η ενεργός συμμετοχή και στήριξή τους από τους πολίτες.
Η αγροτική έξοδος και η εγκατάλειψη της γης σημαντικός παράγοντας κινδύνου
Σημαντικοί παράγοντες που αυξάνουν τους κινδύνους για «απρόβλεπτες και ακραίες πυρκαγιές» είναι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες όπως η αγροτική έξοδος που οδηγεί σε εγκατάλειψη της γης, καθώς και η εξαφάνιση των παραδοσιακών πρακτικών διαχείρισης της γης που δημιουργούν ένα ομοιογενές τοπίο με πυκνή καύσιμη ύλη.
Η εγκατάλειψη παραδοσιακών καλλιεργείων αμπελώνων και η αντικατάστασή τους σε μεγάλο βαθμό από ελαιώνες, η εγκατάλειψη των αναβαθμιδωτών ελαιώνων στη θέση των οποίων φυτεύτηκαν δέντρα όπως το κυπαρίσσι και το πεύκο αλλά και άλλα ζητήματα που σχετίζονται με την υιοθέτηση μη βιώσιμων καλλιεργητικών πρακτικών, η έλλειψη συντήρησης ελαιώνων σε μεγαλύτερα υψόμετρα που, έχουν αυξήσει την υποβάθμιση του εδάφους, και τον κίνδυνο πυρκαγιάς, θέτοντας περαιτέρω τις οριακές, ορεινές περιοχές σε κίνδυνο πλημμύρας.
Αυτό είναι πιο εμφανές στα ορεινά νησιά της Ελλάδας όπως η Κρήτη με υψηλό φορτίο καύσιμης ύλης και διάσπαρτους πληθυσμούς σε δυσπρόσιτες περιοχές όπου οι χρόνοι αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών μπορεί να είναι μεγαλύτεροι και ως εκ τούτου οι προσπάθειες κατάσβεσης λιγότερο αποτελεσματικές.
Όπως τονίζουν οι ερευνητές, φανερώνεται το εξής παράδοξο:
Αν και το μεγαλύτερο πρόβλημα με πυρκαγιές παρουσιάζεται σε αυτές τις δυσπρόσιτες περιοχές η δημόσια χρηματοδότηση και η ενεργή διαχείριση των πυρκαγιών τείνει να εστιάζεται σε περιοχές με μεγαλύτερη πυκνότητα πληθυσμού.
Αρνητικό ρόλο έπαιξαν και ευρωπαϊκές πολιτικές αφού οι επιδοτήσεις που δόθηκαν ευνοούσαν συγκεκριμένες καλλιέργειες μειώνοντας τη βιοποικιλότητα και ευνοώντας ταυτόχρονα την κτηνοτροφία.
Η αύξηση της κτηνοτροφικής παραγωγής είχε ως αποτέλεσμα μία περαιτέρω διάβρωση του εδάφους λόγω και της ανεξέλεγκτης βόσκησης.
Την ίδια στιγμή η δημιουργία δεύτερων κατοικιών για παραθερισμό λόγω και της αναπτυσσόμενης τουριστικής βιομηχανίας συμβάλλει περαιτέρω στην υποβάθμιση των παραδοσιακών τοπίων αυξάνοντας την πίεση στα απομακρυσμένα άγρια και δασικά οικοσυστήματα.
Η έλευση ενός μεγάλου αριθμού επισκεπτών κατά την τουριστική περίοδο αποτελεί άλλο ένα σημαντικό επιβαρρυντικό παράγοντα που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιών λόγω της έλλειψης πολιτικών ευαισθητοποίησης, των έμμεσων πιέσεων στο τοπίο σε ευάλωτες περιοχές και των οικιστικών μονάδων που δημιουργούνται σε κοντινή απόσταση από εύφλεκτη βλάστηση.
Τέλος, υπάρχει το ζήτημα της αυθαίρετης δόμησης, της έλλειψης κτηματολογίου και πολλά ακόμα που χαρακτηρίζουν την ελληνική πραγματικότητα.
Είναι ξεκάθαρο, ότι στην Κρήτη όπως και σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν πολιτικές ευθύνες αφού είναι καταγεγραμμένο ότι σε περιόδους εκλογών υποψήφιοι αντάλασσαν ψήφους με άδειες δόμησης και χαλάρωση της εφαρμογής του νόμου.
Έλλειμμα στρατηγικών διαχείρισης στην Ελλάδα … σε βάθος χρόνου
Όλα αυτά τα προβλήματα δεν έχουν προκύψει τυχαία. Είναι αποτέλεσμα λανθασμένων πολιτικών που εφαρμόζονται σε βάθος χρόνου και των οποίων οι συνέπειες είναι εμφανείς και στο ζήτημα των πυρκαγιών.
Προς το παρόν, οι στρατηγικές διαχείρισης των πυρκαγιών στην Ελλάδα επικεντρώνονται κυρίως στην κατάσβεσή τους με τις ελληνικές κυβερνήσεις να μην έχουν κάποιο ξεκάθαρο σχέδιο παρά μόνο την αύξηση του προϋπολογισμού για την πυρόσβεση.
Όμως τα δεδομένα δείχνουν ότι δεν αρκεί η καταστολή των πυρκαγιών αφού ειδικά κατά τη διάρκεια καταστροφικών πυρκαγιών, η δυνατότητα καταστολής είναι περιορισμένη, αν δεν υπάρχουν παράλληλα προληπτικά μέτρα που περιορίζουν τον αντίκτυπό τους.
Ποια είναι αυτά τα προληπτικά μέτρα; Είναι η μείωση της καύσιμης ύλης μέσω του καθαρισμού των δασών, η δημιουργία διαχωριστικών ζωνών καύσιμης ύλης αλλά και η αύξηση των δραστηριοτήτων παρακολούθησης.
Όπως είχε τονίσει και η Χαλίμα Μισάλ σε έρευνα που είχε κάνει σε συνεργασία με το Πολυτεχνείο Κρήτης, για να γίνει αυτή η στροφή των πολιτικών διαχείρισης προς την πρόληψη και στη διατήρηση τοπίων που είναι εκ φύσεως επιρρεπή σε πυρκαγιές σε νησιά όπως η Κρήτη, «απαιτείται ολοκληρωμένη διαχείριση και συνεργασία με τον τοπικό πληθυσμό».
Πολιτικό πρόβλημα η αντιμετώπιση των πυρκαγιών
Σε παλιότερη επικοινωνία μας με την ερευνήτρια Χαλίμα Μισάλ μας είπε ότι θεωρεί ότι ο τρόπος που οι κυβερνήσεις επιλέγουν να αντιμετωπίσουν τις πυρκαγιές σχετίζεται και με την ίδια την πολιτική διαδικασία.
Όπως τόνισε:
«…η αντιμετώπιση των πυρκαγιών μέσω της πυρόσβεσης αποτυπώνει στον πολίτη την αίσθηση ότι το κράτος υπάρχει. Ότι υπάρχουν λ.χ. πυροσβέστες και στρατός που σπεύδουν να βοηθήσουν. Ότι οι πολιτικοί επισκέπτονται στους τόπους της καταστροφής για να στηρίξουν τους πληττόμενους πολίτες».
Ακόμη και στην αποτυχία κατάσβεσης και στην καταστροφή, πάλι το κράτος δια της κυβερνήσεως κάνει την εμφάνισή του παραδίδοντας αποζημιώσεις, διαμορφώνοντας έτσι μία ιδιότυπη σχέση εξάρτησης με τα θύματα των πυρκαγιών. Κάτι που δε θα μπορούσε να επιτευχθεί αν υπήρχε μια αποτελεσματική πολιτική πρόληψης και αποτροπής. Την ίδια στιγμή και οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης εστιάζοντας στην αποτυχία κατάσβεσης και αποτροπής της καταστροφής στοχεύουν σε πολιτικά οφέλη από τις συνέπειες της πυρκαγιάς.
«Αν επιτρέψεις σε ειδικούς σε σχέση με την προστασία των δασών να καθαρίσουν από την εύφλεκτη ύλη τα δάση, να εκπαιδεύσουν τους ανθρώπους σε σχέση με καλές πρακτικές κ.ο.κ., όταν συμβαίνει μία πυρκαγιά, η κατάσβεσή της θα είναι πιο εύκολη και πιο αποτελεσματική. Αλλά αν η οργάνωσή σου είναι λάθος, αν λάθος άνθρωποι κάνουν λάθος εργασίες, αν δεν κάνεις αυτά που πρέπει, τότε θα αποτύχεις στο έργο της κατάσβεσης και το κόστος θα είναι τεράστιο», λέει η Haleema Misal.
Το πρόβλημα θα γιγαντωθεί και λόγω κλιματικής κρίσης
Τα μελλοντικά καθεστώτα βροχόπτωσης υποδηλώνουν λιγότερες βροχοπτώσεις αλλά αυξημένη ένταση των βροχοπτώσεων και αναμένεται να επηρεάσουν τις διαδικασίες διάβρωσης του εδάφους με τις αστικές και αγροτικές/ορεινές περιοχές της Κρήτης να είναι επιρρεπείς σε έντονες πλημμύρες.
Ο δείκτης υποβάθμισης των υδάτινων και εδαφικών πόρων (WLDI) για την Κρήτη υποδηλώνει ότι οι χαμηλές μέσες βροχοπτώσεις σε συνδυασμό με την υψηλή ζήτηση νερού μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά την υποβάθμιση των υδάτων και του εδάφους.
Η υποβάθμιση της γης συμβαίνει κυρίως σε περιοχές με υψηλή γεωργική και τουριστική δραστηριότητα και με την κλιματική αλλαγή να επηρεάζει τη διαθεσιμότητα του νερού το έλλειμμα στον προϋπολογισμό του νερού τονίζει την παραγωγικότητα της γεωργίας, τον τουρισμό και απειλεί τη γενική ευημερία των Κρητικών.
Ανάλογα με τις παρεμβάσεις που θα γίνουν, οι ερευνητές υπολογίζουν ότι 400, 500 ή 600 πυρκαγιές θα εκδηλώνονται κατά μέσο όρο ετησίως. Όμως, είναι πιθανό να έχουμε έως και 800 πυρκαγιές ετησίως λόγω των μελλοντικών κλιματικών προβλέψεων για την Κρήτη.
Ως εκ τούτου, «απαιτείται επειγόντως μια αλλαγή παραδείγματος στη διαχείριση».