Σε ένα ακόμα οικονομικό σκάνδαλο εμπλέκεται η γερμανική τράπεζα DeutscheBank, αυτή τη φορά για χειρισμό ύποπτων συναλλαγών ύψους 150 δισ. ευρώ, που συνδέονται με το σκάνδαλο μαύρου χρήματος της Danske Bank, επιβεβαιώνοντας την αίσθηση ότι η Γερμανία είναι η πρωταθλήτρια στην παραγωγή επιχειρηματικών σκανδάλων. Αυτό επισημαίνει σε ερώτησή του προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο ευρωβουλευτής της Λαϊκής Ενότητας, Νίκος Χουντής.
Πιο συγκεκριμένα, ο Νίκος Χουντής στην ερώτησή του σημειώνει ότι μετά από έρευνες των αμερικανικών αρχών, αποκαλύφθηκε ότι στο σκάνδαλο Danske Bankσυμμετείχε και η γερμανική Deutsche Bank, η οποία φέρεται να χειρίστηκε ύποπτες συναλλαγές ύψους 150 δις δολαρίων, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που γερμανικές εταιρείες πιάνονται στα δίχτυα των αμερικανικών αρχών, για παράνομες πρακτικές.
Στη συνέχεια της ερώτησής του υπενθυμίζει διάφορες περιπτώσεις γερμανικών επιχειρήσεων που ενεπλάκησαν σε επιχειρηματικά και οικονομικά σκάνδαλα, όπως για παράδειγμα, «η Siemens, η Deutsche Bank για διάφορες δραστηριότητές της, η ΜΑΝ, η Thyssen Krupp, η Daimler, η Volkswagen, η Rienmetall Defence, η Ferrostaal, η Commerzbank, η Deutsche Telekom».
Καταλήγοντας στην ερώτησή του, ο ευρωβουλευτής της ΛΑΕ, αφού χαρακτηρίζει τις γερμανικές πολυεθνικές «πρωταθλήτριες στις παράνομες δραστηριότητες», ζητά από την Κομισιόν να τον ενημερώσει, εάν έχει υπολογιστεί το κόστος για τους εθνικούς προϋπολογισμούς και τον ευρωπαίο φορολογούμενο των δεκάδων οικονομικών σκανδάλων των γερμανικών και άλλων ευρωπαϊκών εταιρειών, καθώς επίσης, εάν έχει ελεγχθεί το ενδεχόμενο οικονομικής ζημιάς της ίδιας της ΕΕ.
Ακολουθεί η πλήρης ερώτηση:
Το αποκαλύφθηκε ότι η μεγαλύτερη τράπεζα της Δανίας, η Danske Bank, εμπλέκεται σε σκάνδαλο ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Μετά από έρευνες των αμερικανικών αρχών, αποκαλύφθηκε ότι στο σκάνδαλο Danske Bank συμμετείχε και η γερμανικήDeutsche Bank, η οποία φέρεται να χειρίστηκε ύποπτες συναλλαγές ύψους 150 δις δολαρίων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που γερμανικές εταιρείες πιάνονται στα δίχτυα των αμερικανικών αρχών, για παράνομες πρακτικές, όπως για παράδειγμα η Siemens, ηDeutsche Bank για διάφορες δραστηριότητές της, η ΜΑΝ, η Thyssen Krupp, η Daimler, η Volkswagen, η Rienmetall Defence, η Ferrostaal, η Commerzbank, η DeutscheTelekom και πολλές άλλες.
Με δεδομένο ότι:
α) οι γερμανικές πολυεθνικές είναι πρωταθλήτριες στις παράνομες δραστηριότητες,
β) οι παράνομες πρακτικές των ευρωπαϊκών εταιρειών έχουν οικονομικό αποτύπωμα, και,
γ) οι ‘εποπτικές επιτυχίες’ των αμερικανικών αρχών δεν είναι προφανώς ανεξάρτητες από τον εμπορικό και οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, ερωτάται η Επιτροπή:
Έχει υπολογίσει ποιο είναι το κόστος για τους εθνικούς προϋπολογισμούς και τον ευρωπαίο φορολογούμενο των δεκάδων οικονομικών σκανδάλων των γερμανικών και άλλων ευρωπαϊκών εταιρειών;
Έχει ελεγχθεί το ενδεχόμενο οικονομικής ζημιάς της ίδιας της ΕΕ από τα προαναφερθέντα σκάνδαλα;