Του Θεόδωρου Κατσανέβα
Με άρθρα και δημόσιες παρεμβάσεις μας λίγο πριν από τις εκλογές της 20/9/2015 είχαμε επισημάνει ότι, η Ουάσιγκτον για δικούς της λόγους επέμενε και πέτυχε την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, σε αντίθεση με το Βερολίνο, που επίσης για δικούς του λόγους, ήθελε το προσωρινό ή και μόνιμο Grexit. Οι ΗΠΑ και κατά δεύτερο λόγο η Γαλλία, θέλουν μια αρκετά ισχυρή Γερμανία ως ανάχωμα απέναντι στη Ρωσία, αλλά όχι πανίσχυρη, σε βαθμό που θα αμφισβητήσει τη διεθνή πρωτοκαθεδρία της Ουάσιγκτον. Αντίθετα, ο κύριος στόχος της σημερινής ηγεσίας της Γερμανίας με τους Μέρκελ-Σόϊμπλε επικεφαλείς, είναι η δημιουργία μιας πανίσχυρης γερμανικής ευρωζώνης με αυστηρούς κανόνες και υπερτιμημένο νόμισμα, με στόχο την απόλυτη κυριαρχία και επεκτατική δυναμική του Βερολίνου. Στα σχέδιά τους αυτά, δε χωράει σήμερα η Ελλάδα. Αν ανατραπούν οι αυστηροί κανόνες της γερμανικής ευρωζώνης για την Ελλάδα, τότε θα πρέπει να γίνει το ίδιο για την Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία και την ίδια τη Γαλλία. Και τα σχέδιά της για τη γερμανική υπερκυριαρχία θα ανατραπούν.
Ο Βόλφαγκ Σόϊμπλε επεδίωξε και επιδιώκει το Grexit για αυτούς τους λόγους που συντάσσονται με τη Γερμανοποίηση της βορειοκεντρικής Ευρώπης, κάτι που σε τελευταία ανάλυση δεν είμαστε εμείς που μπορούμε να ανατρέψουμε. Το τραγικό είναι ότι, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε τη χειρότερη επιλογή για τη χώρα μας, υπακούοντας στις βουλές και τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον, η οποία του προσέφερε αόριστες υποσχέσεις υποστήριξης. Γι’ αυτό και το Αμερικανοκρατούμενο ΔΝΤ, πιέζει τη Γερμανία για μερική αναδιάρθρωση του χρέους, κάτι δηλ. σαν τη χορήγηση ασπιρίνης στον άρρωστο. Φτάσαμε στο σημείο όπου το ΔΝΤ,το Πρυτανείο του νεοφιλελευθερισμού, να εγκαλεί το Βερολίνο από τα αριστερά !
Η έξοδος από την ευρωζώνη, προσωρινή ή μόνιμη, με στήριξη για το νέο εθνικό νόμισμα από τους δανειστές, όπως προτάθηκε από το Βερολίνο, μπορεί να μην ήταν η άριστη λύση, αλλά ήταν αναμφίβολα μια πολύ καλύτερη εναλλακτική διέξοδος απ’ αυτήν που υποχρεώθηκε να επιλέξει ο Αλέξης Τσίπρας, πιεζόμενος σκληρά από την Ουάσιγκτον. Το τρισχειρότερο δηλ. τρίτο μνημόνιο του «πάση θυσία στο ευρώ» που προδικάζει μια πορεία απόλυτης φτωχοποίησης και υποτέλειας της χώρας. Αποδεικνύεται δηλ. το παράδοξο γεγονός ότι, η Ουάσιγκτον και όχι το Βερολίνο μας οδήγησε στο αδιέξοδο.
Βέβαια, το δράμα δεν έχει τελειώσει. Σύντομα θα φανούν οι τραγικές επιπτώσεις της προσκόλλησης στο καταστροφικό ευρωμνημόνιο. Ελπίζουμε και πιστεύουμε ότι, στο κοντινό μέλλον θα υπάρχει εναλλακτική δημοκρατική, πατριωτική έκφραση του 62% του αντιμνημονιακού όχι και να μην αφεθεί η διαχείρισή του στα χέρια της Χρυσής Αυγής. Η ιστορία θα χτυπήσει και πάλι την πόρτα της χώρας πολύ σύντομα.
Ποιο κάτω δημοσιεύουν αυτούσιο το ρεπορτάζ της Καθημερινής της Κυριακής της 27/9/2015, όπου αποκαλύπτεται με ντοκουμέντα και στοιχεία το έντονο παρασκήνιο με την καθοριστική παρέμβαση των ΗΠΑ για να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη και να παραδοθεί άνευ όρων στο σφαγιαστικό τρίτο μνημόνιο.
Στενή συνεργασία με την Ουάσιγκτον τον «καυτό» Ιούλιο
Του Σωτήρη Σιδέρη ( Καθημερινή, 27/9/2015)
Με την επίσκεψη του κ. Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ και τις επαφές που θα έχει σε κορυφαίο επίπεδο, κλείνει ένας πολιτικός κύκλος που άνοιξαν ο ίδιος και ο ΣΥΡΙΖΑ, ξεκινώντας από… επαναστατικές διακηρύξεις και καταλήγοντας σε μια σχέση εμπιστοσύνης και συνεργασίας με την Ουάσιγκτον, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, όπως αποκαλύπτει σήμερα η «Κ».
Τέσσερις ημέρες μετά τη συμφωνία Ελλάδας και πιστωτών, στις 16 Ιουλίου 2015, ο Ελληνας πρέσβης στην Ουάσιγκτον, Χρήστος Παναγόπουλος, συντάσσει απόρρητο τηλεγράφημα στο οποίο συνοψίζει την πολύμηνη συνεργασία Ουάσιγκτον – Αθήνας, με στόχο να αντιμετωπιστεί η επιθετικότητα του Βερολίνου, να μείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη και να υπάρξει συμφωνία με διάρκεια στον χρόνο. Οπως αναφέρει είχε επικοινωνία «με τακτικό συνομιλητή του, ανώτατο αξιωματούχο του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ», ο οποίος «μου μετέφερε εντυπώσεις από τη σημερινή συνάντηση Lew – Schauble, η οποία φαίνεται ότι διεξήχθη σε τεταμένο κλίμα, τουλάχιστον σε σκέλος που αφορούσε το ζήτημα της χώρας μας».
Από μια προσεκτική ανάγνωση του κειμένου προκύπτει ότι επί της ουσίας οι ΗΠΑ συμβούλευαν την κυβέρνηση Τσίπρα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, μέχρι και την τελευταία στιγμή. Η βασική προτροπή ήταν ότι «η αμερικανική πλευρά αναμένει βήματα της ελληνικής πλευράς, επί τη βάσει των ήδη συμπεφωνημένων» και ότι η Αθήνα έπρεπε «να αποφύγει να αντιπαραταχθεί μετωπικά με το Βερολίνο (βλ. λεκτικές επιθέσεις, καμπάνια σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης)», καθώς στόχος ήταν «η δημιουργία ευρύτερων συμμαχιών με λοιπές ευρωπαϊκές χώρες, ήτοι Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, οι οποίες έπρεπε να πειστούν για την αποφασιστικότητα της Αθήνας να προχωρήσει στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, προκειμένου με τη σειρά τους να προσφέρουν τη στήριξή τους έναντι της Γερμανίας»
Η στρατηγική αυτή εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι εφαρμόστηκε κατά το δυνατόν από τον Ελληνα πρωθυπουργό. Με βάση την περίφημη Σύνοδο Κορυφής της 12ης Ιουλίου, είναι προφανές ότι οι χώρες που αναφέρονται στο έγγραφο ως οι σύμμαχοι της Αθήνας τήρησαν θετική στάση και συνέβαλαν στην επίτευξη συμφωνίας. Η αμερικανική άποψη είχε στον πυρήνα της τη θέση πως «δεν θα πρέπει να δοθούν ευκαιρίες στο Βερολίνο να επιβάλει τις απόψεις του», δηλαδή δεν έπρεπε η Ελλάδα να αντιπαρατεθεί κατά μέτωπο, κάτι που θα είχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Προκύπτει επίσης με σαφήνεια ότι οι ΗΠΑ πράγματι είχαν άλλο οικονομικό και γεωπολιτικό δόγμα από τη Γερμανία και ανησυχούσαν μήπως η πλήρης κυριαρχία του Βερολίνου οδηγούσε ηθελημένα ή αθέλητα σε κατάρρευση της Ευρωζώνης, κάτι που είναι αντίθετο με τα αμερικανικά συμφέροντα.
Μάλιστα, με επίκεντρο την ελληνική υπόθεση, «η στρατηγική της Ουάσιγκτον είχε δύο πτυχές: την ανάδειξη της σημασίας του γεωπολιτικού ρόλου της Ελλάδας και τις συνεχείς αναφορές περί αναπροσαρμογής του χρέους». Οπως αναφέρεται στο έγγραφο, «όσον αφορά τη συζήτηση περί χρέους, επιβοηθητικά κρίνεται ότι κινήθηκε το ΔΝΤ, προφανώς κατόπιν σχετικής αμερικανικής παραίνεσης». Ως προς τη γεωπολιτική πτυχή, είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ ήταν αυτές που ζήτησαν από την Αθήνα να αναδείξει τη γεωπολιτική παράμετρο και τους κινδύνους που ελλόχευαν για το δυτικό σύστημα ασφάλειας από μια πιθανή κατάρρευση της Ελλάδας. Η ανάδειξη της γεωπολιτικής παραμέτρου ήταν αμερικανική έμπνευση, ενώ ως γνωστόν και η πτυχή αυτή χρησιμοποιήθηκε από την Αθήνα μέχρι τέλους.
Συνεχείς επαφές
Με ικανοποίηση ο Ελληνας πρέσβης στην Ουάσιγκτον επισημαίνει ότι μεταξύ των κυβερνήσεων Ομπάμα και Τσίπρα υπήρξε κάτι παραπάνω από μια απλή συνεργασία, καθώς ενεπλάκησαν, πέραν του Λευκού Οίκου, υψηλόβαθμα στελέχη του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, κορυφαία στελέχη του υπουργείου Οικονομικών και παράγοντες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ολοι αυτοί βρίσκονταν σε συνεχή επικοινωνία όχι μόνο με την Αθήνα, αλλά και με ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, προκειμένου να μην καταρρεύσει η Ελλάδα, να μείνει ζωντανή η Ευρωζώνη και παράλληλα να μην υπάρξει κρίση στις σχέσεις Ουάσιγκτον – Βερολίνου.
Είναι επίσης ενδεικτικό το σημείο εκείνο του τηλεγραφήματος, όπου ο Ελληνας πρέσβης αναφέρει ότι «από οικονομία συζήτησης προκύπτει πως η αμερικανική πλευρά έχει μάλλον πειστεί ότι θα ήταν λανθασμένη κίνηση να επιδιώξει, κατά την παρούσα συγκυρία, (να) μεταβάλει (τη) γερμανική στάση και συγκεκριμένα (τη) “φιλοσοφική-θεολογική” προσέγγιση (του) κ. Σόιμπλε, (η) οποία εδράζεται στη συλλογιστική ότι προκειμένου (να) παραμείνει (η) Ευρωζώνη ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο και (το) ευρώ ως νόμισμα ισχυρό, κρίνεται απαραίτητη η υλοποίηση σκληρών μέτρων και όχι συμβιβασμοί». Οι ΗΠΑ, συνεχίζει ο Ελληνας πρέσβης, «προσεγγίζουν (τη) θέση αυτή υπό διαφορετικό πρίσμα, θεωρώντας ότι για να είναι πειστική (η) Ευρωζώνη (θα) πρέπει να παραμείνει αρραγής».
Σύμφωνα με πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές, τέλος, οι ΗΠΑ ήταν εκείνες που παρενέβησαν και στο ΝΑΤΟ προκειμένου να αναδειχθεί η γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας. Ετσι, την περίοδο που είχε οξυνθεί το κλίμα μεταξύ Τσίπρα – δανειστών, στις 20 Ιουνίου ο αναπλ. Γ.Γ. του ΝΑΤΟ, Αλεξάντερ Βέρσμποου, κάνει δήλωση με αποδέκτη το Βερολίνο με την οποία εκφράζει την έντονη ανησυχία του για μια πιθανή έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Ο Βέρσμποου τονίζει ότι αυτό το ενδεχόμενο «θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο στον τομέα της ασφάλειας για τη Συμμαχία».