Του Παναγιώτη Ε. Πετράκη *
Το πετρέλαιο και γενικότερα η κατοχή πλούσιων κοιτασμάτων πρώτων υλών συνδέεται συχνά με πολέμους κρατών. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα τα οποία χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι οι διαφωνίες μεταξύ κρατών μεταβλήθηκαν σε πολεμικές αναμετρήσεις ή διαφωνίες στις οποίες είχε διαμορφωθεί ένα υπόστρωμα απειλής άσκησης πολεμικής βίας: Ο πόλεμος Ιράν – Ιράκ, η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ, ο πόλεμος των Φόκλαντ, όπως και παλαιότερα η διαμάχη Βολιβίας – Περού (για πετρέλαιο που δεν βρέθηκε ποτέ), Νιγηρίας και Καμερούν (πετρέλαιο) και Περού (πετρέλαιο και μεταλλεύματα), Αλγερίας και Μαρόκου (δυτική Σαχάρα) και Κίνας και Βιετνάμ (για τα νησιά Παρασέλ, πετρέλαιο). Επίσης, υπάρχει πολύ μεγάλη συζήτηση για τα αίτια του πολέμου της Συρίας, εάν δηλαδή γίνεται για τον έλεγχο των διαδρομών του φυσικού αερίου από το Ιράν και τις χώρες του Κόλπου προς την Ευρώπη.
Εμείς εξάλλου ζούμε τις εποχές της ανακάλυψης νέων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη ΝΑ Μεσόγειο, ενώ συρρέουν πολεμικοί σχηματισμοί πλοίων και αεροπλάνων στην περιοχή. Ταυτοχρόνως φαίνεται ότι ανοίγουν θέματα επαναπροσανατολισμού της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας θέτοντας βασικά ερωτηματικά στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ.
Όταν μία οικονομία διαθέτει ενεργειακούς πόρους προικίζεται με ιδιότητες που συντελούν στην αναβάθμιση της εθνικής της δύναμης, μιας σύνθετης έννοιας που εκφράζει την ανθεκτικότητα του κράτους και τις προοπτικές διατηρησιμότητάς του. Συνεπώς, είναι κάτι πολύ περισσότερο από την εξασφάλιση ενεργειακών πόρων για την τροφοδοσία του παραγωγικού της δυναμικού. Ουσιαστικά σχετίζεται με τη δυνατότητα της κρατικής οντότητας να υπάρχει και να επηρεάζει την πορεία των πραγμάτων στην περιοχή όπου βρίσκεται, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να καθορίζει τους όρους εμπορίου και τη συμμετοχή της σε ευρύτερες κρατικές οργανώσεις.
Το όλο θέμα της σχέσης αιτιότητας φυσικών πόρων και διακρατικών πολέμων έχει γίνει αντικείμενο σοβαρής και συστηματικής μελέτης σε διεθνές επίπεδο, με βασικό ερώτημα αν η ανεύρεση ενεργειακών πόρων αυξάνει την πιθανότητα σύγκρουσης σε σύγκριση με χώρες που έχουν ή βρίσκουν ενεργειακούς πόρους αλλά αυτοί δεν βρίσκονται κοντά στα σύνορα που τους χωρίζουν.
Το κύριο πρόβλημα που δημιουργεί το πρόσφορο έδαφος των συγκρούσεων δεν είναι η ύπαρξη των ενεργειακών πόρων αυτή καθεαυτή, αλλά η γειτνίαση της ύπαρξης τους με τα σύνορα της αντιδίκου χώρας. Αυτό συμβαίνει διότι μπορεί να υπάρχουν πραγματικές ή φανταστικές ιστορίες περί αλληλοσυμπλοκής των αρχικών πηγών των ενεργειακών πόρων (κάτω από τον βυθό ή το έδαφος) έτσι ώστε να διαμορφώνεται ένας περίπλοκος χάρτης αξιόπιστων και μη διεκδικήσεων.
Στην περίπτωση της Ελλάδας και ιδίως στην περίπτωση της ΝΑ Μεσογείου δεν τίθεται βεβαίως θέμα χερσαίων ή θαλάσσιων συνόρων, αλλά οριοθέτησης της Αναπτυξιακής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) οπότε το θέμα γίνεται ακόμα πιο σύνθετο.
Η μελέτη λοιπόν των ιστορικών διακρατικών διαφορών καταλήγει ότι η εμφάνιση ενεργειακών πόρων σε μια χώρα τείνει να πολλαπλασιάσει την πιθανότητα σύγκρουσης. Ειδικότερα η χώρα που υστερεί στην κατοχή των πόρων αναπτύσσει συμπεριφορές σύλληψης των πόρων της γειτονικής χώρας και προσπαθεί να κυριαρχήσει της συνήθως μετριοπαθούς συμπεριφοράς της πλούσιας χώρας. Οι διαπιστώσεις ισχύουν όσο περισσότερο γειτνιάζουν οι πηγές των υδρογονανθράκων.
Ειδικότερα η πιθανότητα σύγκρουσης αυξάνεται τρεις και τέσσερις φορές περισσότερο σε σύγκριση με την κατάσταση όταν οι δύο χώρες που εμπλέκονται στην αντιπαράθεση δεν έχουν ενεργειακούς πόρους.
Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη από αυτή που περιγράφεται παραπάνω γιατί το πρόβλημα δεν είναι μόνο η πιθανότητα έκρηξης πολέμου. Το πραγματικό πρόβλημα, που στην περίπτωσή μας είναι σχετικά άμεσο, είναι η προπαρασκευή για τον μη πόλεμο, δηλαδή η μεγέθυνση των αμυντικών δαπανών!
Φαντάζεστε να αντικαταστήσουμε τα μνημόνια με αναγκαστικά εξοπλιστικά πακέτα; Συνεπώς νέα καθήκοντα τίθενται για τη διαχείριση των εξωτερικών οικονομικών σχέσεων τα οποία θα πρέπει να επιλυθούν στο πλαίσιο μίας εθνικής εξωτερικής πολιτικής ως μέλος της ΕΖ αφού η ΑΟΖ της Ελλάδος φαίνεται ότι είναι ΑΟΖ της ΕΖ. Ας ελπίσουμε ότι, και εδώ, δεν θα επωμιστούμε μόνοι το κόστος (οικονομικό και κοινωνικό) ενώ τα οφέλη θα διασπείρονται ευρύτερα.
* Καθηγητής Οικονομικών | Τμήμα Οικονομικών Επιστημών ΕΚΠΑ