Με τις εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας να παραμένουν στα ύψη, όλο και πιο πιθανό φαίνεται να φαντάζει το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής σύγκρουσης Πεκίνου και Ουάσινγκτον, στον απόηχο των εντάσεων για την Ταϊβάν, της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αλλά και άλλων περιστατικών, μεταξύ των οποίων οι καταρρίψεις μπαλονιών από τις ΗΠΑ, δηλώσεις σε υψηλούς τόνους κλπ. Σε αυτό το πλαίσιο, οι δύο χώρες – οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη- φαίνονται να προετοιμάζονται εντατικά για ένα τέτοιο «σενάριο Αρμαγεδδώνα», που είναι άγνωστο πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί.
Οι προετοιμασίες των ΗΠΑ
Πρόσφατα η Κριστίν Γουόρμουθ, υπουργός της κυβέρνησης Μπάιντεν αρμόδια για θέματα στρατού, μιλώντας στο American Enterprise Institute, παρουσίασε με ασυνήθιστη λεπτομέρεια τη στρατηγική των ΗΠΑ για την αποτροπή και, αν αυτή δεν αποδώσει, την επικράτηση σε έναν ενδεχόμενο μελλοντικό πόλεμο με την Κίνα.
«Προσωπικά δεν είμαι της άποψης πως επίκειται μια αμφίβια εισβολή στην Ταϊβάν, μα προφανώς πρέπει να προετοιμαστούμε, να είμαστε προετοιμασμένοι να πολεμήσουμε και να κερδίσουμε έναν τέτοιο πόλεμο» είπε σχετικά.
Τα σχέδια περιλαμβάνουν την εγκατάσταση επιπλέον δυνάμεων στην Ασία, που θα διαθέτουν αναβαθμισμένο εξοπλισμό, περιλαμβανομένων σκαφών για αποβατικές επιχειρήσεις και πολυηχητικά (hypersonic- ταχύτητας πενταπλάσιας αυτής του ήχου και άνω) όπλα, πολλά εκ των οποίων θα πρέπει να είναι προεγκατεστημένα στην περιοχή. «Σκοπός μας είναι να αποφύγουμε να εμπλακούμε σε ένα χερσαίο πόλεμο στην Ασία» είπε η Γουόρμουθ. Νομίζω πως ο καλύτερος τρόπος να αποφύγουμε έναν τέτοιο πόλεμο είναι να δείξουμε στην Κίνα και σε χώρες στην περιοχή πως μπορούμε να κερδίσουμε έναν τέτοιο πόλεμο».
Η Γουόρμουθ παρουσίασε τρεις βασικούς πυλώνες της προσπάθειας των ΗΠΑ για την αποτροπή ενός τέτοιου πολέμου, αρχίζοντας με τη δημιουργία συνασπισμών με ξένους συμμάχους και εταίρους για να καταστεί δυσκολότερη η διαδικασία λήψης αποφάσεων για την κινεζική ηγεσία. Δεύτερον, είπε, ο στρατός των ΗΠΑ επιθυμεί τη δημιουργία «theater distribution centers» στην περιοχή, για την αποθήκευση προμηθειών και καυσίμων, «αρχίζοντας, εν δυνάμει, με την Αυστραλία». Επίσης, υπέδειξε και την Ιαπωνία, ενώ υπαινίχθηκε πως μη θανατηφόρος εξοπλισμός θα μπορούσε να αποθηκευτεί στις Φιλιππίνες και τη Σιγκαπούρη. Ο τρίτος πυλώνας της αποτρεπτικής προσπάθειας είναι η εγκατάσταση αξιόμαχων δυνάμεων στην περιοχή. «Σκοπός μας είναι να έχουμε δυνάμεις του στρατού στον Ινδικό- Ειρηνικό επτά με οκτώ μήνες τον χρόνο».
Εάν η αποτροπή αποτύχει, πρόσθεσε, ο στρατός των ΗΠΑ έχει πέντε αποστολές: Πρώτον, να «στήσει, αναπτύξει, ασφαλίσει και προστατέψει βάσεις για το Ναυτικό, τους Πεζοναύτες, την Αεροπορία, και στην πραγματικότητα για αυτό αυξάνουμε τις ολοκληρωμένες δυνατότητες αεράμυνας και αντιπυραυλικής άμυνάς μας, για παράδειγμα, για να μπορούμε να προστατέψουμε βάσεις αυτού του είδους».
Δεύτερη αποστολή είναι η υποστήριξη/ διατήρηση της κοινής δύναμης, «και εδώ μπαίνουν στο παιχνίδι τα theater distribution centers. Δίνουμε την ευκαιρία για παροχή ασφαλών επικοινωνιών στην ευρύτερη δύναμη, για την παροχή υποστήριξης σε όλο το θέατρο επιχειρήσεων, για τη δημιουργία αποθεμάτων πυρομαχικών, τη δημιουργία προκεχωρημένων σημείων ανεφοδιασμού για αεροπορικές δυνάμεις και την προστασία τους». Όπως τόνισε, όλα αυτά θα είναι πολύ σημαντικά δεδομένων των μεγάλων αποστάσεων που θα χαρακτήριζαν μια τέτοια σύγκρουση.
Η Γουόρμουθ σημείωσε επίσης ότι οι στρατός των ΗΠΑ ενισχύει τον στόλο αποβατικών σκαφών του- σκαφών που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά δυνάμεων και εξοπλισμού από πλοία στις ακτές. Πέραν αυτών, τέταρτος στόχος είναι η αναβάθμιση δυνάμεων και δυνατοτήτων που μέχρι τώρα δεν θεωρούνταν «κανονικά» πως ανήκουν σε μια χερσαία δύναμη: «Αποκτήσαμε την πρώτη μας πυροβολαρχία πολυηχητικών όπλων μακράς εμβέλειας» είπε, συμπληρώνοντας πως αναμένεται να είναι σε υπηρεσία ως το φθινόπωρο. «Και το τελευταίο που κάνουμε, φυσικά, είναι να παρέχουμε δυνάμεις αντεπίθεσης αν χρειαστούν» σημείωσε- προσθέτοντας επίσης πως ο στρατός των ΗΠΑ θα ήταν επιφορτισμένος και με την προστασία του μητροπολιτικού εδάφους, είτε από συμβατικές επιθέσεις, είτε από κυβερνοεπιθέσεις κλπ. Ερωτηθείσα αν η ίδια πιστεύει πως οι Αμερικανοί είναι έτοιμοι να δεχτούν τα επίπεδα απωλειών που θα αναμένονταν σε έναν πόλεμο με την Κίνα, είπε ότι θεωρεί πως είναι έτοιμοι να πολεμήσουν για την πατρίδα και τα ιδανικά τους αν και όταν κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο, «όπως στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Σημειώνεται πως τον Ιανουάριο Αμερικανός πτέραρχος είχε στείλει memo σε αξιωματικούς υπό τη διοίκησή του όπου προέβλεπε ότι οι ΗΠΑ θα εμπλακούν σε πόλεμο με την Κίνα σε δύο χρόνια. «Ελπίζω να κάνω λάθος. Το ένστικτό μου λέει ότι θα πολεμήσουμε το 2025», αναφερόταν στο memo του πτεράρχου Μάικ Μίνιχαν, επικεφαλής της Air Mobility Command, σύμφωνα με το NBC News- εκτιμώντας πως ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ θα εκμεταλλευτεί το ότι ΗΠΑ και Ταϊβάν θα είναι απασχολημένες με τις προεδρικές εκλογές που έχουν και οι δύο χώρες το 2024 για να κινηθεί κατά της Ταϊβάν. Σε αυτό το πλαίσιο, ζητούσε από το προσωπικό του να κατανοήσει πως αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η «αμετανόητη φονικότητα…να σημαδεύεις το κεφάλι». Επίσης, αξιοσημείωτες είναι οι αναφορές του στο ενδεχόμενο μαζικής χρήσης drones που είναι διαθέσιμα στο εμπόριο (ωστόσο εκπρόσωπος του Πενταγώνου είπε ότι οι θέσεις του Μίνιχαν δεν αντανακλούν τις εκτιμήσεις του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας).
Οι προετοιμασίες της Κίνας
Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ ζήτησε την ταχύτερη βελτίωση των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων σε «πρότυπα διεθνούς κλάσης», σε ομιλία του λίγο αφού κορυφαίος διπλωμάτης προειδοποίησε για το αυξανόμενο ενδεχόμενο σύγκρουσης με τις ΗΠΑ αν η Ουάσινγκτον δεν αλλάξει πορεία.
Ο Σι είπε την Τετάρτη πως η Κίνα πρέπει να μεγιστοποιήσει τις «εθνικές στρατηγικές δυνατότητές της», επιδιώκοντας να «αναβαθμίσει συστηματικά τη συνολική ισχύ της χώρας για τη διαχείριση στρατηγικών ρίσκων, την προστασία στρατηγικών συμφερόντων και την υλοποίηση στρατηγικών στόχων». Ακόμη, ζήτησε επιτάχυνση των διαδικασιών που οδηγούν σε αυτάρκεια σε επιστήμη και τεχνολογία, την ενίσχυση των στρατηγικών δυνατοτήτων σε μια σειρά από πεδία, την αύξηση της ανθεκτικότητας των βιομηχανικών και εφοδιαστικών αλυσίδων – ζητώντας επίσης να γίνουν οι εθνικές εφεδρείες «ικανότερες ως προς την προστασία της εθνικής ασφάλειας».
Σημειώνεται πως την Τρίτη ο υπουργός Εξωτερικών Κιν Γκανγκ είχε προειδοποιήσει σε ασυνήθιστα υψηλούς τόνους για το ενδεχόμενο κλιμάκωσης των εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας σε κάτι πολύ χειρότερο. «Αν οι ΗΠΑ δεν πατήσουν φρένο, μα συνεχίσουν να επιταχύνουν στον λάθος δρόμο, καμία χειρολαβή δεν μπορεί να εμποδίσει τον εκτροχιασμό και σίγουρα θα υπάρξει σύγκρουση και αντιπαράθεση» είπε σχετικά.
Στο μεταξύ, Κινέζοι στρατιωτικοί ερευνητές που μελετούν τις δυσκολίες της Ρωσίας στην Ουκρανία στο πλαίσιο των σχεδιασμών για το ενδεχόμενο πολέμου με τις δυνάμεις των ΗΠΑ στην Ασία εκτιμούν ότι η Κίνα χρειάζεται δυνατότητες κατάρριψης δορυφόρων χαμηλής τροχιάς του προγράμματος Starlink και προστασίας αρμάτων μάχης και ελικοπτέρων από φορητούς πυραύλους Javelin, Stinger κλπ: Έρευνα του Reuters σε περίπου 100 άρθρα σε πάνω από 20 journals του χώρου της άμυνας υποδεικνύει μια ευρύτερη προσπάθεια του κινεζικού στρατιωτικού- βιομηχανικού συμπλέγματος για την κατανόηση των επιπτώσεων από τη χρήση αμερικανικών όπλων και τεχνολογίας που θα μπορούσαν να συναντήσουν οι κινεζικές δυνάμεις σε έναν πόλεμο για την Ταϊβάν.
Τα κινεζικά journals, που εξετάζουν επίσης τις ουκρανικές επιχειρήσεις δολιοφθοράς, αντανακλούν τη δουλειά εκατοντάδων ερευνητών σε ένα δίκτυο πανεπιστημίων στην Κίνα που συνδέονται με τις ένοπλες δυνάμεις, αμυντικές βιομηχανίες και think tanks.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον φαίνεται να έχει προκαλέσει η χρήση των δορυφόρων του προγράμματος Starlink της SpaceX του δισεκατομμυριούχου Έλον Μασκ, που συνέβαλαν πολύ στη διασφάλιση των τηλεπικοινωνιών του ουκρανικού στρατού εν μέσω των ρωσικών πυραυλικών επιθέσεων κατά του δικτύου ηλεκτροδότησης της χώρας. «Οι εξαιρετικές επιδόσεις των δορυφόρων Starlink στη ρωσο-ουκρανική σύγκρουση σίγουρα θα κάνει τις ΗΠΑ και τις χώρες της Δύσης να χρησιμοποιήσουν το Starlink εκτενώς» σε πιθανές εχθροπραξίες στην Ασία, αναφέρεται σε άρθρο του Σεπτεμβρίου. Σε αυτό το πλαίσιο, κρίνεται πολύ σημαντικό για την Κίνα (που θέλει να φτιάξει και αυτή ένα αντίστοιχο δορυφορικό δίκτυο) να αποκτήσει τρόπους κατάρριψης ή αχρήστευσης του Starlink. Παράλληλα, φαίνεται να υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των Κινέζων ερευνητών πως χρειάζονται περαιτέρω επενδύσεις στον χώρο των drones: Χαρακτηριστικά σχολιάζεται σε ένα άρθρο σε journal για τον κλάδο των τεθωρακισμένων πως «αυτά τα μη επανδρωμένα οχήματα θα λειτουργούν ως εμπροσθοφυλακή των μελλοντικών πολέμων».
Σε άλλο άρθρο υπογραμμίζεται πως θα έπρεπε να βελτιωθούν οι δυνατότητες προστασίας του στρατιωτικού εξοπλισμού, λαμβάνοντας υπόψιν των μεγάλων απωλειών της Ρωσίας σε άρματα μάχης, τεθωρακισμένα και πλοία. Επίσης, μελετώνται οι επιχειρήσεις των ουκρανικών ειδικών δυνάμεων για σκοπούς δολιοφθοράς, ακόμη και εντός Ρωσίας- ενώ σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο αναλύεται η αποτελεσματικότητα του αμερικανικού HIMARS στην Ουκρανία. «Αν το HIMARS τολμήσει να παρέμβει στην Ταϊβάν στο μέλλον, αυτό που κάποτε ήταν γνωστό ως “εργαλείο που προκαλεί εκρήξεις” θα έχει άλλη μοίρα μπροστά σε διαφορετικούς αντιπάλους» σχολιάζεται, ενώ παράλληλα υπογραμμίζεται ένα αντίστοιχο κινεζικό πυραυλικό σύστημα, υποστηριζόμενο από drones, και σημειώνεται ότι στην Ουκρανία το HIMARS έχει επιτυχία επειδή βασίζεται στον διαμοιρασμό πληροφοριών στόχευσης από τις ΗΠΑ μέσω Starlink.
Ο διευθυντής της CIA, Ουίλιαμ Μπερνς, έχει πει πως ο Σι έχει διατάξει τις ένοπλες δυνάμεις του να είναι έτοιμες να εισβάλουν στην Ταϊβάν ως το 2027, σημειώνοντας ωστόσο ότι μάλλον ο Κινέζος πρόεδρος έχει ανησυχήσει από τις εμπειρίες της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ο υπουργός άμυνας της Ταϊβάν, Τσίου Κούο-τσενγκ, είπε τον Φεβρουάριο πως οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις (οι οποίες, παρά τον εκσυγχρονισμό τους, στερούνται εμπειρίας, καθώς οι τελευταίες μεγάλης κλίμακας πολεμικές επιχειρήσεις τους ήταν το 1979 στο Βιετνάμ), κατανοούν από τη ρωσική εισβολή πως μια επίθεση στην Ταϊβάν θα πρέπει να είναι γρήγορη για να επιτύχει. Η Ταϊβάν μελετά και αυτή τον πόλεμο για να αναβαθμίσει τις δικές της στρατηγικές.
Τέσσερις διπλωμάτες αναφέρουν πως οι αναλυτές του κινεζικού στρατού ανησυχούν εδώ και καιρό για τη μεγαλύτερη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ, μα η Ουκρανία τους έχει κάνει να εστιάσουν περισσότερο, καθώς δείχνει πώς μια μεγάλη δύναμη αποτυγχάνει να κατανικήσει μια μικρότερη, η οποία στηρίζεται όμως από τη Δύση (βεβαίως εδώ πρέπει να σημειωθεί πως, όσο υπάρχουν ομοιότητες, υπάρχουν και διαφορές- όπως πχ το ότι οι χώρες της Δύσης μπορούν να εφοδιάζουν την Ουκρανία μέσω ξηράς, ενώ η Ταϊβάν είναι ευάλωτη σε ναυτικό αποκλεισμό, ο οποίος θα μπορούσε να οδηγήσει σε ευθεία στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ της Κίνας και όποιας δύναμης επιχειρήσει να παρέμβει).
Οι Κινέζοι αναλυτές εξετάζουν και τις ρωσικές επιτυχίες, όπως για παράδειγμα τα πλήγματα σε τακτικό επίπεδο με τον βαλλιστικό πύραυλο Iskander- ωστόσο πολλά είναι τα άρθρα που εστιάζουν και στα λάθη των Ρώσων, υποδεικνύοντας παρωχημένες τακτικές και έλλειψη ενιαίας/ ενοποιημένης διοίκησης ή τονίζοντας πως οι ρωσικές παρεμβολές στις επικοινωνίες δεν ήταν επαρκείς για να σταματήσουν τη ροή πληροφοριών από το ΝΑΤΟ και τη Δύση στους Ουκρανούς. Επίσης, ένα άρθρο του Φεβρουαρίου τονίζει πως είναι σημαντικό για την Κίνα να προετοιμαστεί προληπτικά/ εκ των προτέρων για μια διεθνή στροφή της κοινής γνώμης εναντίον της, παρόμοια με αυτή που υπέστη η Ρωσία. Σε αυτό το πλαίσιο, αναφέρεται πως θα έπρεπε να γίνουν κινήσεις προς τη δημιουργία «πλατφορμών γνωστικής σύγκρουσης» και την αύξηση του ελέγχου πάνω στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να εμποδιστούν οι προσπάθειες επηρεασμού των Κινέζων πολιτών από τη Δύση κατά τη διάρκεια ενός πολέμου.
Με πληροφορίες από Reuters, Associated Press, NBC News, Voice of America