Ο Τοτής ήταν Χανιώτης κουζουλός. Όχι με την έννοια του «κουζουλού» που αποδίδομε στους παράτολμους και ριψοκίνδυνους. Αλλά με όλη τη σημασία της λέξης. Του άρεσε να παριστάνει τον τροχονόμο. Είχε μια σφυρίχτρα και σφύριζε και έκανε τα χέρια του δεξιά κι αριστερά όπως ο τροχονόμος που ήταν στην μέση της πλατείας έξω απ’ την Τράπεζα Ελλάδας. Μέσα σ’ ένα στρογγυλό πράγμα σα βαρέλι με την σφυρίχτρα του και με τα χέρια του ρύθμιζε την κυκλοφορία. Τον εντυπωσίαζε φαίνεται τον Τοτή η εικόνα αυτή και έκανε τα ίδια.
Αλλά το φόρτε του ήταν οι κηδείες. Είχε μεγάλη αδυναμία στις κηδείες. Πανηγύρι ήταν για τον Τοτή. Δεν μπορούσαν να τον κάνουν καλά. Και πώς να τον συνεριστούν που αν τον εμπίδιζαν μπορούσε να κάνει φασαρία στην κηδεία. Τον άφηναν λοιπόν. Έτρεχε αυτός μπροστά μπροστά εκεί που ήταν οι παπάδες και τα παπαδοπαίδια με τα εξαπτέρυγα και τα θυμιατά. Τ’ άρπαζε και πήγαινε αρχηγός. Τότε οι κηδείες γινόταν όχι με τις νεκροφόρες. Κρατούσαν το φέρετρο τέσσερεις άνδρες και ακολουθούσαν οι άνθρωποι. Μπροστά πήγαιναν οι παπάδες.
Η συγκεκριμένη κηδεία θα ‘ταν προφανώς κάποιου επιφανούς γιατί είχε πάρει μέρος στην τελετή και ο δεσπότης Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης. Ο Τοτής δίπλα στον Δεσπότη είχε την τιμητική του. Πότε, πότε γύρναγε προς τον κόσμο πίσω που ακολουθούσε, έβγαζε τη σφυρίχτρα, σφύριζε και έκανε τα χέρια του δεξιά – αριστερά πως ρύθμιζε τάχα την πομπή. Τι να κάνουν! Τον άφηναν, Τοτής ήταν αυτός. Κάποια στιγμή, φταρνίστηκε ο Δεσπότης. Και γυρνά ο Τοτής μ’ όλη τη δύναμη της φωνής του και του λέει: «Καααζίκι δέσποτά μου».
Ο Δεσπότης κουνά το κεφάλι του εμβρόντητος, σταματά, ανοίγει το στόμα του να τον επιπλήξει, το ξανακλείνει. Τι να του πει τώρα; Να τσακωθεί στην κηδεία ο δεσπότης με τον Τοτή; Θα ‘μενε στην ιστορία! Η κηδεία όλη να έχει σπαρταρήσει στα γέλια. Αφήσαν τελικά το φέρετρο κάτω και γελούσαν. Γιατί το γέλιο είναι και μεταδοτικό. Στην αρχή, λέει έπεσε παγωμάρα. Σύξυλοι! Σφιγγόταν, κηδεία ήταν αυτή, να μην γελάσουν. Αλλά απ’ τους μπροστινούς που είχαν δει και την αντίδραση του δεσπότη, ξέφυγαν πνιχτά σπαρταριστά γέλια. Και αυτό μεταδόθηκε σ’ όλη την κηδεία.
Έτσι από τότε έμεινε και όταν κάποιος φταρνιστεί αντί «υγείτσες» κάποιοι, που διαθέτουν και κάπως πιπεράτο χιούμορ να λένε: «Ό,τι είπε ο Τοτής».
Για τους νεότερους που μπορεί να μην ξέρουν τι είναι το καζίκι τους εξηγούμε: Είναι το αιχμηρό αντικείμενο που δέναν την άκρη του σκοινιού της κατσίκας και το ‘χωναν βαθειά στη γη για να μη φύγει το ζώο. Αλλά καζίκι και καζίκωμα είναι και φοβερός τρόπος θανάτου, που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι. Πιο φοβερός και απ’ τη σταύρωση που χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι. Το καζίκωμα η παλούκωμα ήταν ένα μακρύ ξύλο που κατέληγε στην άκρη αιχμηρό, όπως το καζίκι, και που το κάρφωνε ο δήμιος στον πρωκτό του ανθρώπου. Με μια βαριοπούλα το χτύπαγε και έβγαινε απ’ το πίσω μέρος της κεφαλής του. Το κάρφωναν μετά στην γη και τον άφηναν έτσι να πεθάνει με αργό και φοβερό θάνατο.
Εε, αυτό είπε ο Τοτής στον δεσπότη. Πώς να μην γελάσει η κηδεία;
Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη