11.8 C
Chania
Monday, November 25, 2024

Πώς η αθέτηση των υποσχέσεων από τον Ομπάμα, οδήγησε στην άνοδο του Τραμπ και η “Συμφωνία Αλήθειας” του Κυριάκου Μητσοτάκη

Ημερομηνία:

Του Γιάννη Αγγελάκη

Επέλεξα να αφήσω κάποιες μέρες να περάσουν μέχρι να σχολιάσω τη νίκη Τραμπ, κι αυτό γιατί ήθελα να δω τα στοιχεία που θα προκύψουν για το πώς ψήφισαν οι πολίτες των ΗΠΑ.

Μια πρώτη παρατήρηση: Δεν ξέρω πόσο ακόμα θα έχουμε την πολυτέλεια να μένουμε έκπληκτοι.

Αρχικά ήταν ο Τσίπρας, ο Πέπε Γκρίλο στην Ιταλία, οι Ποδέμος στην Ισπανία, αλλά και η Λεπέν στη Γαλλία και ο Φάραντζ στην Αγγλία. Πρόκειται για διαφορετικά κόμματα με διαφορετική ρητορική και ιδεολογίες, που όμως ενώνονται από αυτό που τους κατηγορούν: λαϊκισμό.

Στην Ελλάδα, ξέρουμε τι έγινε. Ξέρουμε επίσης ότι στην Ισπανία οι Ποδέμος ποτέ δεν έφτασαν στην υπέρβαση, ίσως και εξαιτίας των εξελίξεων με την Ελλάδα. Και μετά ήρθε το δημοψήφισμα στην Αγγλία με τους πολίτες να ψηφίζουν υπέρ της εξόδου. Τώρα ήρθε ο Τραμπ. Ίσως μετά να έρθει η σειρά της Λεπέν. Πιθανότατα θα ακολουθήσουν και άλλοι.

Φαίνεται σα να έχει σπάσει μία αλυσίδα ή σα να έχει αρχίσει ένα ντόμινο. Φαίνεται, ότι δεν υπάρχει επιστροφή.

Ας αρχίσουμε όμως με μια απλή αναντίρρητη αλήθεια:

Ο κόσμος που ζούμε είναι εξαιρετικά άνισος.

Ένα ολοένα αυξανόμενο ποσοστό ανθρώπων – ακόμα και στις υπερανεπτυγμένες χώρες της Δύσης – δε τίθεται απλώς στο περιθώριο, εξωβελίζεται εκτός συστήματος: θεωρούνται περιττοί για τη λειτουργία του.

Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν εκατομμύρια άνθρωποι και στις ΗΠΑ.

Σε μια χώρα 310 εκατομμυρίων ανθρώπων, 45,7 εκατομμύρια ζούν σε καθεστώς φτώχιας. 14,5 εκατομμύρια είναι παιδιά κάτω των 18 ετών.

Μέσα σε τρία μόλις χρόνια, από το 2007 μέχρι το 2010, υπήρξε μια αύξηση του ποσοστού της φτώχειας άνω του 12,5%. Από το 2008 και έπειτα, πρόεδρος των ΗΠΑ είναι ο Ομπάμα.

Μεταξύ αυτών που βιώνουν όλο και πιο έντονα την περιθωριοποίησή είναι άνθρωποι των οποίων τα επαγγέλματα εξαφανίζονται, ή που αναγκάζονται να εργάζονται σε δουλειές με πολύ χαμηλότερους μισθούς και υπό πολύ χειρότερες συνθήκες, γιατί πλέον – λόγω και της εξέλιξης της τεχνολογίας αλλά και συμφωνιών που έχουν υπογραφεί και την μεταφορά της παραγωγικής διαδικασίας σε χώρες του αναπτυσσόμενου ή τρίτου κόσμου – χρειάζονται πολύ λιγότερα εργατικά χέρια με πολύ χαμηλότερους μισθούς. Ξέρετε, η ανεργία μπορεί να είναι πολύ πιο οικονομική για μια ανταγωνιστική λειτουργία, επιθυμητή κατ’ ένα τρόπο. Οι επιπλέον άνθρωποι – αυτοί για τους οποίους δεν υπάρχει θέση – μετατρέπονται σε περιττό βάρος. Αλλά και το περιττό βάρος ασκεί πίεση.  Σε εργατικά δικαιώμα και μισθούς. Παράγει υπερκέρδη.

Σε αυτή την πραγματικότητα προέκυψε η υποψηφιότητα Ομπάμα το 2008. Ο Ομπάμα κέρδισε τις εκλογές με υποσχέσεις προς τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα. Πολεμήθηκε με κάθε τρόπο από τους Ρεπουμπλικάνους, ακόμα και απο το εσωτερικό του κόμματός του. Ο Ομπάμα προσαρμόστηκε. Ο Ομπάμα απέτυχε.

Οι φτωχοί συνέχισαν να γίνονται φτωχότεροι, δε δημιουργήθηκαν νέες θέσεις εργασίας, οι νέοι παρέμειναν στο περιθώριο, οι οικονομικές ανισότητες γιγαντώθηκαν.

Έτσι πέρασαν δύο τετραετίες και φθάσαμε στις εκλογές του 2016.

Τώρα, οι φτωχοί, οι περιθωριοποιημένοι, και οι περιττοί κλήθηκαν να ασκήσουν για άλλη μια φορά το δημοκρατικό τους δικαίωμα. Πήγαν στις κάλπες λιγότερο μαζικά. Δεν υπερψήφισαν Τραμπ. Ψήφισαν Κλίντον με πολύ χαμηλότερα ποσοστά.

Το 52% των ανθρώπων με εισοδήματα κάτω των 50.000 δολλαρίων το χρόνο ψήφισε υπέρ της Κλίντον, ενώ ο Τραμπ έλαβε 41% των ψήφων. Ο Τραμπ έλαβε 49% των ψήφων ανθρώπων με εισοδήματα άνω των 50.000 δολλαρίων ενώ η Κλίντον ελαβε το 47%.

Κέρδισε λοιπόν η Κλίντον την ψήφο των χαμηλότερων εισοδημάτων.

Όμως αν συγκρίνουμε τα ποσοστά αυτά με τα αντίστοιχα της εκλογικής διαδικασίας μεταξύ Ομπάμα και Ρόμνεϋ το 2012, η διαφορά είναι υπέρ του Τραμπ. Και είναι αρκετά σημαντική.

Ο Ομπάμα το 2012 είχε λάβει το 60% των ψήφων ανθρώπων με εισοδήματα κάτων των 50.000 δολλαρίων, όταν ο Ρόμνεϋ είχε λάβει 38%.

Όσον αφορά τα ποσοστά της Κλίντον μεταξύ ανθρώπων με εισοδήματα κάτω των 30.000 δολλαρίων τα αποτελέσματα ήταν ακόμα χειρότερα. Ο Ομπάμα είχε λάβει 63% των ψήφων έναντι μόλις 53% των ψήφων που έλαβε η Κλίντον.

Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι αν και ο Τραμπ χρησιμοποίησε ένα λόγο ξεκάθαρα ρατσιστικό και σεξιστικό έλαβε λίγο μεγαλύτερα ποσοστά σε σχέση με την εκλογική διαδικασία του 2012 τόσο στους μαύρους, όσους και στους ασιάτες και στους ισπανόφωνους. Πτώση καταγράφει μόνο στον γυναικείο πληθυσμό. Αντιστοίχως η Κλίντον καταγράφει μεγάλη πτώση σε σχέση με τα ποσοστά που έλαβε ο Ομπάμα στις ίδιες κατηγορίες το 2012, με εξαίρεση τον γυναικείο πληθυσμό όπου καταγράφει πτώση μόλις 1%.

O Τραμπ κέρδισε απόλυτα την ψήφο των λευκών με το 58% να στηρίζουν την υποψηφιότητά του. Το πσοοστό είναι ακόμα μεγαλύτερο μεταξύ αυτών που δεν έχουν πανεπιστημιακό πτυχίο όπου ο Τραμπ καταγράφει διαφορά 39 μονάδων (67% έναντι 28% της Χίλαρυ), όταν ο Ρόμνεϊ στην εκλογική μάχη του 2012 κατέγραφε διαφορά 25 μονάδων. Οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι, αν και εξέφραζαν ρατσιστικές θέσεις τασσόμενοι υπέρ της απέλασης οικονομικών μεταναστών, κυρίαρχο λόγο για την ψήφο τους υπέρ του Τραμπ αποτέλεσε η απέχθεια προς τους ηγέτες της Ουάσιγκτον αλλά και η οικονομική κρίση.

Πάνω από τους μισούς δήλωσαν ότι ψήφισαν Τραμπ εξαιτίας των θέσεών του για την κατάσταση της οικονομίας της χώρας σε σχέση με το 14% που έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στα ζητήματα μετανάστευσης. Μια μεγάλη πλειοψηφία τάχθηκε ενάντια στο διεθνές εμπόριο “που κλέβει τις δουλειές των αμερικάνων”. Πάνω από 3 στους 4 περιέγραψαν την κατάσταση της οικονομίας ως “κακή” και 8 στου 10 είπαν ότι η οικονομική τους κατάσταση είναι χειρότερη σε σχέση με πριν 4 χρόνια.

Όμως το πιο σημαντικό στοιχείο είναι η αποχή που λειτούργησε εις βάρος των Δημοκρατικών.

Ο Ομπάμα το 2012, μετά από μία κακή τετραετία όπου αθέτησε μια σειρά υποσχέσεων και με τους πολίτες απογοητευμένους, έλαβε 65,9 εκατομμύρια ψήφους. Η Κλίντον μόλις 4 χρόνια μετά έλαβε 59,1 εκατομμύρια ψήφους. Ο Ρόμνεϊ το 2012 είχε λάβει 60,9 εκατομμύρια ψήφους. ο Τραμπ έλαβε 59 εκατομμύρια. Να αναφέρω ότι ο Ομπάμα στις εκλογές του 2008 είχε λάβει περίπου 70 εκατομμύρια ψήφους, όταν ο αντίπαλός του Μακκέιν είχε λάβει 60 εκατομμύρια ψήφους.

Αυτό που γίνεται φανερό είναι ότι οι Ρεπουμπλικάνοι έμειναν σταθεροί στα ποσοστά τους και στον αριθμό των ψήφων, με μικρές αυξομειώσεις. Οι Δημοκρατικοί όμως, βιώσαν μία πραγματική καθίζηση. Έχασαν πάνω από 10 εκατομμύρια ψήφους μέσα σε οκτώ χρόνια. 1 στους 7 ψηφοφόρους των Δημοκρατικών δεν πήγαν να ψηφίσουν.

Το jacobinmag δημοσίευσε χθες ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο.

Ο συγγραφέας του, Connor Kilpatrick, επιχειρηματολογούσε ότι αν όλοι όσοι έχουν δικαίωμα ψήφου στις ΗΠΑ πήγαιναν να ψηφίσουν, το κόμμα των Δημοκρατικών δε θα έχανε καμία εκλογική μάχη στην ιστορία. Όμως δε συμβαίνει αυτό.

Σύμφωνα με τον Kilpatrick το πρόβλημα είναι ότι τη μέρα των εκλογών άνθρωποι με μεγαλύτερη οικονομική άνεση ψηφίζουν σε πολύ μεγαλύτερη συχνότητα από αυτούς που βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα.

Όπως αποδεικνύουν έρευνες, όσοι ψηφίζουν, είναι πολύ πιο συντηρητικοί σε ζητήματα που αφορούν το κράτος πρόνοιας, τις ανισότητες πλούτου, τα εργασιακά δικαιώματα σε σχέση με αυτούς που επιλέγουν να απέχουν από την εκλογική διαδικασία.

Όποτε αυτοί που απέχουν, αποφασίζουν να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία, τα αποτελέσματα είναι πολύ διαφορετικά. Αυτό συνέβη το 2008 με την υποψηφιότητα Ομπάμα, όπου η αποχή έφτασε σε ιστορικά χαμηλά. Θα μπορούσε να συμβεί και το 2016, αν υποψήφιος των Δημοκρατικών ήταν ο Μπέρνι Σάντερς. Δε μπορούσε να γίνει όμως με την Χίλαρυ Κλίντον.

Μια εξήγηση που δίνει ο συγγραφέας είναι ότι οι Ρεπουμπλικάνοι επιβραβεύουν σε πιο σταθερή βάση τους ψηφοφόρους τους, είτε μέσω της νομοθεσίας που περνάνε, είτε μέσω της οικονομικής πολιτικής που ακολουθούνε, σε σχέση με τους Δημοκρατικούς των οποίων η βάση των ψηφοφόρων έρχεται από τα πιο χαμηλά οικονομικά στρώματα και οι υποσχέσεις που τους δίνουν διαρκώς αθετούνται. Έτσι, λ.χ., όταν ο Τζωρτζ Μπους πήρε την εξουσία, εφάρμοσε μια σειρά πολιτικών που ευνόησαν όσους είχαν υψηλά εισοδήματα ενώ όταν ανέλαβε ο Ομπάμα, αντί να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, οδηγήθηκε σε πολύ μεγάλους συμβιβασμούς μακριά από τις προεκλογικές υποσχέσεις που είχε δώσει.

Οι Ρεπουμπλικάνοι απλά φαίνεται ότι λένε περισσότερο την “αλήθεια” στους ψηφοφόρους τους από ότι οι Δημοκρατικοί στους δικούς τους που νοιώθουν διαρκώς εξαπατημένοι, βιώνουν τη ματαίωση. Ή, το Ρεπουμπλικάνικο κόμμα είναι πολύ καλύτερο στο να είναι ένα κόμμα του Κεφαλαίου σε σχέση με το Δημοκρατικό κόμμα που είναι κακό στο να είναι ένα κόμμα των εργατικών τάξεων. Το αποτέλεσμα είναι οι ψηφοφόροι με χαμηλά εισοδήματα να απογοητεύονται και να απέχουν από την εκλογική διαδικασία, ή, κάποιοι από αυτούς, να ψηφίζουν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, για λόγους αντίδρασης ή εξαιτίας της μεγάλης απογοήτευσης.

Άραγε, για “Συμφωνία Αλήθειας” δε μιλά σήμερα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης μετά τη ματαίωση που βίωσαν οι πολίτες της Ελλάδας και την αθέτηση των υποσχέσεων από τη διακυβέρνηση της χώρας από τους ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ;

Σε άρθρο στην εφημερίδα Guardian γίνεται αναφορά στην ιστορία του Tracey Owings.

Ο κ. Owings προσπαθεί να σώσει το σπίτι που ανήκει στην οικογένειά του εδώ και 34 χρόνια. Το 2009 για 9 μήνες έμεινε άνεργος και δεν είχε πληρώσει τις δόσεις του δανείου. Η τράπεζα προχώρησε τις διαδικασίες για την κατάσχεσή του. Τελικώς, βρήκε δουλειά. Με πολύ λιγότερα λεφτά, όμως οριακά αρκετά για να μπορεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Η νομοθεσία που είχε περάσει ο Ομπάμα δεν του έδινε πλέον τη δυνατότητα να σώσει το σπίτι του. “Δεν εντάσσομαι σε κάποια από τις κατηγορίες για να σώσω το σπίτι μου”, λέει με μεγάλη δόση απογοήτευσης.

Κάθεται σε ένα δικηγορικό γραφείο με ένα πάκο χαρτιά και ντοκουμέντα και περιμένει. “Με απογοήτευσαν”, λέει. “Ο Ομπάμα ήρθε και μας πρόσφερε ελπίδα και αλλαγή, αλλά απέτυχε. Θέλω απλά να σώσω το πατρικό μου σπίτι”.

Ο κ. Owings ψήφισε το 2012 τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων. Περίμενε κάποια βελτίωση; Μάλλον όχι. Όμως, όπως είπε: “Πλέον, είμαι έτοιμος να δοκιμάσω το οτιδήποτε”.

Τέσσερα ακόμα χρόνια πέρασαν.

Ο Guardian, σε ένα σύντομο ντοκιμαντέρ παρουσιάζει την ιστορία της Κομητείας του McDowell, στη Γουέστ Βιρτζίνια. Είναι η περιοχή που έδωσε το μεγαλύτερο ποσοστό στην Τράμπ: 73,5%.

Στο McDowell ζούσαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρακωρύχοι με τις οικογένειές τους. Πλέον δεν υπάρχουν δουλειές, δεν υπάρχει μέλλον και οι κάτοικοι που έχουν απομείνει είναι μερικές δεκάδες χιλιάδες. Όλες οι υποσχέσεις που δόθηκαν αθετήθηκαν.

Η Κομητεία είχε ψηφίσει μαζικά υπέρ του Σάντερς στις προκριματικές εκλογές για το Δημοκρατικό Κόμμα. Έδωσε όμως μόλις 23,5% στη Χίλαρυ. H ίδια Κομητεία το 2012 είχε δώσει 65,3% στον Ρόμνεϋ, υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων. Όμως το 2008 είχε δώσει τη νίκη στον Ομπάμα με 53%.

Η ισχύς του Τραμπ έρχεται από μια λευκή εργατική τάξη που ψήφιζε Ομπάμα. Όπως είπε ένας 93χρονος ανθρακωρύχος από το McDowell: “Ψήφισα τον μαύρο τύπο δύο φορές”. Αυτή τη φορά όμως ψήφισε Τραμπ.

Άραγε, οι άνθρωποι στο McDowell είναι ρατσίστες; Δε θα ψήφιζαν Δημοκρατικό Κόμμα, αν είχε τηρήσει έστω μέρος των υποσχέσεων που έδωσε; Ή μήπως, η αλήθεια είναι ότι μέσα στη δίνη της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης από την Παγκόσμια Οικονομική Ύφεση του 1929, ο Ομπάμα έδωσε υποσχέσεις τις οποίες αθέτησε, πρόδοσε τις ελπίδες των ψηφοφόρων του που βασιζόταν σε πολύ πραγματικά προβλήματα και ανάγκες;

Το κόμμα των Δημοκρατικών, μετά την αθέτηση των υποσχέσεών Ομπάμα, στις εκλογικές διαδικασίες που ακολούθησαν κατέβαινε με το σύνθημα “ξέρετε, αν δεν ήμασταν εμείς, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι ακόμα χειρότερα”. Αρκεί όμως αυτό;

Και τι θα έπρεπε να ψηφίσουν οι οικογένειες των ανθρακωρύχων όταν η Χίλαρυ Κλίντον επαναλάμβανε: “Εμείς θα κλείσουμε όλα όσα ορυχεία έχουν μείνει ανοιχτά”. Η Χίλαρυ υποσχέθηκε ταυτόχρονα ότι θα υπάρξουν προγράμματα για να μπορέσουν να ορθοποδήσουν οι ανθρακωρύχοι, αλλά ποιος μπορεί να εμπιστευθεί τους Δημοκρατικούς και ιδιαίτερα τη Χίλαρυ, όταν ο Μπιλ Κλίντον είχε δώσει παρόμοιες υποσχέσεις όταν υπέγραφε τη NAFTA που τελικά κόστισε τις δουλειές εκατοντάδων χιλιάδων οικογενειών;

Τελικά, ίσως είναι βολικό οι άνθρωποι που εξωθούνται στο περιθώριο να ταυτίζονται με την ακροδεξιά, λες και για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται φταίνε οι αντιλήψεις τους, ότι υποστηρίζουν ανθρώπους της ακροδεξιάς και όχι η απόλυτη αποτυχία των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων να δώσουν πραγματικές λύσεις σε πραγματικά ζητήματά που αφορούν την επιβίωσή τους. Έτσι, η αποτυχία των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων και του συστήματος χρεώνεται στους ίδιους τους πολίτες που είναι τα θύματα αυτής της “αποτυχίας”.

Και αφού δε μπορούν να τους αρνηθούν το δικαίωμα να ψηφίζουν, καλό θα είναι οι αποφάσεις που θα πέρνουν να είναι λανθασμένες. Αυτοί που θέτονται στο περιθώριο, αυτοί που θεωρούνται περιττοί για την αποτελεσματική και ανταγωνιστική λειτουργία της οικονομίας, είναι καλύτερα να είναι φασίστες, ακραίοι, αμόρφωτοι, παρασυρμένοι από τον λαϊκισμό ή απολίτικοι που απέχουν από τα δημοκρατικά τους δικαιώματα. Λες και είναι τίποτα ηλίθιοι που δε μπορούν να αναγνωρίσουν τα συμφέροντά τους. Λες και είναι κάτι λιγότερο από άνθρωποι. Λες και η ψήφος τους δεν έχει την ίδια αξία. Λες και η απόφασή τους να απέχουν της εκλογικής διαδικασίας δεν έχει κάποια λογική εξήγηση. Λες και αυτοί είναι το πρόβλημα που απειλεί μια εύρυθμη κατά τ’ άλλα λειτουργία. Μια λειτουργία που τους μετατρέπει όλο και περισσότερο σε περιττούς, με κόμματα που τηρούν τις υποσχέσεις τους μόνο όταν αφορούν τους πλούσιους και θεωρούν ανεκπλήρωτα και μη “ρεαλιστικά” τα αιτήματα των φτωχότερων. Αυτός είναι ο ταξικός φασισμός του σήμερα. Η άρνηση του ίδιου του δικαιώματος ακόμα και της αντίδρασης. Η έκπληξη που κάποιοι αισθάνονται από την άνοδο του Τραμπ.

Κι όσοι μιλούν για τα αιτήματα αυτών που υποφέρουν; Πρέπει να είναι “λαϊκιστές” που παρασέρνουν τους πολίτες. Πολλές φορές είναι λαϊκιστές. Όμως το γεγονός ότι οι υποσχέσεις αποδεικνύονται ψεύτικες, δεν κάνει τα αιτήματα λιγότερο αληθινά, δεν παύουν να βασίζονται σε πραγματικές ανάγκες. Και σε μία πραγματικότητα όλο και πιο ακραίων ανισοτήτων, η πιο μεγάλη ανάγκη είναι η ίδια η επιβίωση. Στις ΗΠΑ, στην Αγγλία, στην Ελλάδα. Παντού.

Με όλα αυτά, δε θέλω να πω ότι ο Τραμπ αποτελεί μια ορθή επιλογή. Πρόκειται για έναν επικίνδυνο άνθρωπο. Με την εκλογή του, η ξενοφοβία, ο σεξισμός, η ομοφοβία και ο ρατσισμός βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής.

Αποτελεί όμως μια επιλογή που δεν είναι παράλογη. Δεν υπερψηφίστηκε από τους φτωχούς. Τα χαμηλότερα στρώματα απλά ψήφισαν λίγο παραπάνω Ρεπουμπλικάνους και πολύ λιγότερο τους Δημοκρατικούς. Αποτυπώθηκε το έλλειμμα εμπιστοσύνης προς τους Δημοκρατικούς. Το κόμμα, δηλαδή, που σαμπόταρε την υποψηφιότητα του Σάντερς για να βάλει απέναντι από τον Τραμπ τη Χίλαρυ Κλίντον.

Αυτό όμως αρκούσε.

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Γιάννης Αγγελάκης
Ο Γιάννης Αγγελάκης σπούδασε Μέσα Ενημέρωσης και Πολιτισμικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Wolverhampton και ακολούθως συνέχισε τις σπουδές του σε επίπεδο MPhil στο Κέντρο για τις Σύγχρονες Πολιτισμικές Σπουδές (CCCS) του Πανεπιστήμιου του Birmingham. Περισσότερα άρθρα και δημoσιεύσεις μου εδώ

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ