Η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά είναι πανάρχαιο φαινόμενο. Η αυτοκτονία μπορεί να χαρακτηριστεί ως αλτρουιστική, ως ανομική και ως μοιρολατρική. Η αλτρουιστική αυτοκτονία υποδηλώνει θυσία για την ομάδα. Η ανομική αυτοκτονία φανερώνει την καταστροφή εκείνων που στερούνται την προστατευτική κάλυψη της ομάδας στις δυσχέρειες του βίου και οι οποίοι έφτασαν στα όρια της σύγκρουσης με το σύνολο. Η μοιρολατρική αυτοκτονία είναι η υπακοή στις συλλογικές επιταγές της κοινωνικής ομάδας.
Κοινωνιολογικά, το φαινόμενο της αυτοκαταστροφής του ανθρώπινου είδους μελετήθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Ε. Durkheim, ο οποίος διατύπωσε τον όρο της ανομίας που συνδέεται με την αύξηση των αυτοκτονιών.
Το 1998, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), η αυτοκτονία ήταν η 12η αιτία θανάτου παγκοσμίως. Πάνω από 60.000 και 30.000 άτομα αυτοκτονούν κάθε χρόνο στη Ρωσική Ομοσπονδία και στις ΗΠΑ και 250.000 στη Λ.Δ. Κίνας. Στη Νότια Κορέα μελέτες έδειξαν τη σχέση της οικονομικής ύφεσης με τη θνησιμότητα από αυτοκτονίες.
Όταν το 1998 η οικονομική κρίση στη Νότια Κορέα έφτασε στην κορύφωση της, βρέθηκε μια αύξηση στα ποσοστά αυτοκτονιών στους άνδρες ηλικίας 35-64 ετών. Το 2000 τα ποσοστά αυτοκτονιών στη Νότια Κορέα έπεσαν στα επίπεδα του 1996, ενώ το 2002 αυξήθηκαν στις ηλικίες 65-79 ετών πιθανόν λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης των ηλικιωμένων εξαιτίας των διαρθρωτικών οικονομικών αλλαγών. Σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ασίας, τα ποσοστά αυτοκτονιών αυξήθηκαν στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Στο διάστημα 1997-1998 τα ποσοστά αυτοκτονιών αυξήθηκαν κατά 44% στο Χονγκ Κονγκ και κατά 39% στην Ιαπωνία, ενώ στην Ταϊβάν δεν βρέθηκε σημαντική αύξηση. Στην Ευρώπη, κατά την οικονομική ύφεση στη Μεγάλη Βρετανία, το 2008 βρέθηκε μια αυξητική τάση αυτοκτονιών 7% στους άνδρες και 8% στις γυναίκες σε σχέση με τα έτη 2006-2007.
Σε όλο τον πλανήτη σχεδόν 1.000.000 άτομα αυτοκτονούν ετησίως, περισσότεροι από όσους δολοφονούνται. Στην Ευρώπη 40 άτομα ανά 100.000 αυτοκτονούν κάθε χρόνο ενώ στην υποσαχάρια Αφρική 32 ανά 100.000. Τα χαμηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών εμφανίζονται στη Λατινική Αμερική.
Οι βασικοί κοινωνικοί δημογραφικοί και οικονομικοί παράγοντες είναι:
- Το φύλο: Οι άνδρες σε αναλογία 3:1 προς τις γυναίκες.
- Η ηλικία: Ηλικίες άνω των 45 (στους άνδρες).
- Ο τόπος κατοικίας: Αμφιλεγόμενος παράγοντας.
- Η εκπαίδευση: Ανώτερη.
- Η φυλή: Καυκασιανή. Χαμηλότερος κίνδυνος σε Αμερικανούς/Λατίνους.
- Ο σεξουαλικός προσανατολισμός: Ομοσεξουαλικοί.
- Η οικονομία: Η ανεργία, π.χ. με μια αύξηση της ανεργίας κατά 1,4%, οι αυτοκτονίες στις ΗΠΑ αυξάνονται κατά 1.700.
Υπάρχει επίσης θετική συσχέτιση με το υψηλότερο εισόδημα και την ανεργία. Έχει παρατηρηθεί μια αύξηση της επίπτωσης των αυτοκτονιών μεταξύ ατόμων με εισοδήματα υψηλότερα του μέσου όρου.
Φαίνεται ότι όταν το άτομο μιας υψηλότερης κοινωνικής τάξης καταστρέφεται οικονομικά, χάνει δηλαδή τη δυνατότητα να ζει όπως ζούσε, ίσως επιλέγει την αυτοκαταστροφή.
Μια σειρά επιδημιολογικών ερευνών σε ανεπτυγμένες χώρες επιβεβαιώνουν τη σχέση των οικονομικών παραμέτρων, και ιδιαίτερα της ανεργίας, με τις αυτοκτονίες. Μια μελέτη στις χώρες του ΟΟΣΑ έδειξε ότι η επίδραση της ανεργίας στο ποσοστό των αυτοκτονιών είναι σημαντική στις χώρες με υψηλό εισόδημα. Η μελέτη αυτή καλύπτει το χρονικό διάστημα 1980 έως 2002, πριν από την κρίση.
Άλλες έρευνες βρήκαν μια αύξηση του αριθμού των αυτοκτονιών παράλληλα με τη μείωση του μέσου εισοδήματος.
Τέλος, μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 26 χώρες της ΕΕ έδειξε ότι για κάθε αύξηση κατά 1% της ανεργίας αυξάνονται κατά 0,8% οι αυτοκτονίες ηλικιωμένων ατόμων άνω των 65 ετών.
Ένας βασικός παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στις έρευνες της σχέσης αυτοκτονιών και ανεργίας είναι ο ρόλος της προϋπάρχουσας ψυχικής νόσου στο άτομο η οποία το καθιστά πιο ευάλωτο με την απώλεια της εργασίας του.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ελληνική κρίση, “εθνική” κατάθλιψη και ασκήσεις επιβίωση», Μιχάλης Γ. Μαδιανός και Μαρίνα Οικονόμου, εκδόσεις Καστανιώτη)
Μύθοι και αλήθειες για την αυτοκτονία
Ας δούμε, τώρα, τι κρύβεται πίσω από αυτή τη δραματική πράξη απελπισίας, καταρρίπτοντας διαδεδομένους μύθους.
Μύθος: Οι άνθρωποι που αυτοκτονούν πάσχουν από ψυχική διαταραχή
Η πιο καταστροφική συνέπεια της κατάθλιψης είναι η αυτοκτονία. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων που αυτοκτονούν είχε ιστορικό κατάθλιψης, ενώ σε μικρότερη συχνότητα έπασχε από σχιζοφρένεια ή εξάρτηση από το αλκοόλ/ουσίες. Η αυτοκτονία συχνά είναι απόρροια της απελπισίας που βιώνει ένα άτομο, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις υπερβαίνει τη βαρύτητα της ψυχικής διαταραχής. Η απόγνωση μιας απελπισμένης ζωής κάνει το άτομο να μην αντέχει την οδύνη του.
Μύθος: Το άτομο που επιχειρεί να αυτοκτονήσει είναι χειριστικό και θέλει να τραβήξει την προσοχή του κόσμου
Κάθε απόπειρα αυτοκτονίας είναι μια σοβαρή πράξη που χρήζει άμεσης ψυχολογικής και ψυχιατρικής παρέμβασης. Μια προηγούμενη απόπειρα αυτοκτονίας συνήθως προβλέπει και μια επόμενη. Ακόμα και να συνυπάρχει ο παράγοντας «κραυγή για βοήθεια» ή η ανάγκη του ατόμου για προσοχή, οφείλουμε να καταλάβουμε ότι το άτομο αυτό υποφέρει, έχει ανάγκη από βοήθεια και μπορεί να αποπειραθεί κάποια άλλη στιγμή να δώσει τέλος στη ζωή του και να το πετύχει.
Μύθος: Η αυτοκτονία είναι πράξη θάρρους/δειλίας
Η αυτοκτονία δεν είναι θέμα χαρακτήρα, αλλά πράξη απελπισίας και έντονης ψυχικής δυσφορίας που εγκλωβίζει το άτομο σε νοητικά, συναισθηματικά και υπαρξιακά αδιέξοδα τα οποία το εμποδίζουν να βρει άλλες λύσεις.
Μύθος: Οι γυναίκες αυτοκτονούν συχνότερα γιατί είναι πιο συναισθηματικές
Ενώ σήμερα νοσούν περισσότερες γυναίκες από κατάθλιψη, απ’ ό,τι άντρες, το ποσοστό των αντρών που εντέλει αυτοκτονούν είναι μεγαλύτερο. Οι γυναίκες κάνουν περισσότερες απόπειρες αυτοκτονίας, αλλά οι άντρες καταλήγουν με πιο επιθετικούς τρόπους να ολοκληρώσουν επιτυχώς τη δραματική πράξη τη αυτοκτονίας. Η αυτοκτονία στους άντρες έχει περιγραφεί ως «σιωπηλή επιδημία» (silent epidemic). Να ληφθεί υπόψη ότι είναι ελάχιστοι είναι εκείνοι που λάμβαναν ψυχιατρική βοήθεια πριν αυτοκτονήσουν.
Μύθος: Το αυτοκτονικό άτομο θέλει να πεθάνει
Το άτομο που αποπειράται να αυτοκτονήσει βρίσκεται σε αδιέξοδο και σε απόλυτη ψυχική οδύνη. Δεν επιθυμεί τον θάνατό του. Εύχεται όμως να σταματήσει να υποφέρει, εξαναγκαζόμενο από την απελπισία του να σκεφτεί μια ακραία πράξη λύτρωσης.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Μιλώντας για εμάς και τα προβλήματά μας – Τα δώρα της ψυχολογίας», Μυρσίνη Κωστοπούλου, εκδόσεις Καστανιώτη)