11.8 C
Chania
Tuesday, December 24, 2024

“Ρεβιζιονιστικοί μύθοι” του Karl Heinz Roth: Μια αντιπαράθεση με τον ιστορικό Heinz A. Richter (2o μέρος)

Ημερομηνία:

Διαβάστε το 1ο μέρος εδώ:

“Ρεβιζιονιστικοί μύθοι” του Karl Heinz Roth: Μια αντιπαράθεση με τον ιστορικό Heinz A. Richter (1ο μέρος)

Το βιβλίο «Ρεβιζιονιστικοί μύθοι» του Karl Heinz Roth κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 2018 και αποτελεί μια απάντηση στον ιστορικό Heinz A. Richter, το ερευνητικό πεδίο του οποίου εστιάζεται στην ιστορία της Ελλάδας.

Το βιβλίο μεταφράστηκε από τα μέλη της Εθελοντικής Ομάδας Δράσης ν. Πιερίας «Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ» και θα δημοσιευτεί από τον “Αγώνα της Κρήτης” σε συνέχειες.

Ο παράλογος ισχυρισμός του τελευταίου ότι η Γερμανία δεν πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για τις υποθήκες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ, αντίθετα, η Ελλάδα είναι αυτή που οφείλει να αποπληρώσει μερικές χιλιάδες χρυσές λίρες στη Γερμανία, αντικρούεται από τον Karl Heinz Roth με το παρόν πόνημα.

Ο Ροτ εξετάζει συστηματικά τις απόψεις του Ρίχτερ για την ελληνική ιστορία και προσπαθεί να ερμηνεύσει τους λόγους για τους οποίους ο Ρίχτερ χαίρει −ακόμα και σήμερα− εκτίμησης στην Ελλάδα. Μέσα από τις σελίδες του γίνεται αντιληπτή η επικινδυνότητα των ρεβιζιονιστικών μύθων του Ρίχτερ και η αυθαίρετη σύνδεσή τους με την τρέχουσα σκληρή πολιτική της Γερμανίας προς την Ελλάδα: η αντίληψη της υποτιθέμενης ματαιότητας της σφοδρής ελληνικής αντίστασης στη γερμανική κατοχή κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οδηγεί στην χωρίς αντίρρηση αποδοχή της αμείλικτης στάσης της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα όσον αφορά την ευρωπαϊκή της προοπτική και την οικονομική κρίση!

Στους «Ρεβιζιονιστικούς μύθους» ο συγγραφέας εστιάζει στις μεθοδικά ελλιπείς και τεχνικά ανεπαρκείς ιστορικές έρευνες του Ρίχτερ, που παρουσιάζουν μια μονομερώς αρνητική εικόνα των Ελλήνων, της ιστορίας τους και της κοινωνίας τους.

Προσεκτικά και σχολαστικά αποδομεί την ιστοριογραφική έρευνά του καταλογίζοντάς του επιστημονική ανεπάρκεια, ιδεοληψία, προκατάληψη, μονομέρεια και λανθασμένες μεθόδους (επιλογή των πηγών, εξέταση «βολικών» μαρτύρων κ.ά). Εντέλει, παρουσιάζει τον Ρίχτερ ως έναν «κατ’ επίφασιν» επιστήμονα, που με το έργο του σπέρνει διχόνοια και μίσος ανάμεσα στη Γερμανία και την Ελλάδα, κι αποτελεί ισχυρό ανάχωμα στην επίλυση του θέματος των γερμανικών αποζημιώσεων.

Διαβάστε το 2ο μέρος του βιβλίου:

Η υπεροχή των «μεγάλων ανδρών»: H εθνική συντηρητική πολιτική, η διπλωματική και στρατιωτική ιστορία

Για να το τονίσουμε από την αρχή: ο Ρίχτερ με τη διδακτορική του διατριβή μάς παρουσιάζει μια αναχρονιστική ιστορία ενός εθνικού κράτους, όπου «οι μεγάλοι άνδρες» της Ελλάδας, αλλά και οι ιμπεριαλιστικές επεμβατικές δυνάμεις «δημιούργησαν» την ιστορία. Στα βιβλία του κυριαρχούν ίντριγκες του παλατιού, αποτυχημένα ή επιτυχημένα πραξικοπήματα και ασταθείς κυβερνήσεις,οι οποίες προέκυψαν από νοθευμένες εκλογές. Αυτό το ζοφερό και μερικές φορές αλλόκοτο σενάριο της βασιλικής και ρεπουμπλικανικής πλευράς της ελληνικής ολιγαρχίας, που αγωνίζεται για την εξουσία και τα κρατικά οφέλη, επισκιάζεται από τις μηχανορραφίες των μεγάλων δυνάμεων.

Επειδή όμως οι παρεμβάσεις της αποτύγχαναν συχνά ή περιορίζονταν στο να συμπεριλάβουν στις στρατιωτικές στρατηγικές επιλογές της το κράτος νότια των Βαλκανίων, ανοίχτηκε για τον Ρίχτερ ένα ευρύ πεδίο της ιστοριογραφίας του πολέμου, με το οποίο και ασχολείται σε βάθος.Σε πάνω από τα τρία τέταρτα των συνοπτικών παρουσιάσεών του επικρατεί το τρίπτυχο ιστορία της εθνικής εξουσίας, διπλωματική και στρατιωτική ιστορία. Ηιστοριογραφία του πολέμουκυριαρχεί τελικά και στις ειδικές μελέτες του.Σίγουρα κανείς δεν θα αρνηθεί ότι αυτά τα φαινόμενα αποτελούν σημαντικό στοιχείο της ελληνικής ιστορίας του 20ου αιώνα.

Επομένως, θα ήταν αδιανόητο να θελήσουμε να τα αποκρύψουμε από μια ολοκληρωμένη ιστορική ανάλυση. Αλλά όποιος περιορίζεται σε αυτό,σχηματίζει αναπόφευκτα μια στρεβλή εικόνα και οδηγείται σε λανθασμένες εκτιμήσεις και βιαστικές κρίσεις. Ο Ρίχτεραντιλήφθηκε αυτό το γεγονός σε κάποιες στιγμές διορατικότητας και προσπάθησε να συνενώσει παραμέτρους μιας «ιστορίας από κάτω», όπως η απεικόνιση της κοινωνικής εξέγερσης των καπνεργατών στις αρχές του καλοκαιριού του 1936, η οποία προηγήθηκε της εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του Μεταξά.[1]Σε άλλες περιπτώσεις απέτυχε σε αυτέςτου τις απόπειρες,όπως για παράδειγμα σε μια αναφορά στην Ελληνική Αριστερά από την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Αυτή διαβάζεται ως επί το πλείστον σαν ένα «μικρό μάθημα» της ιστορίας του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΕ) και του συντηρητικού Συνδικάτουτης Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ)[2], διότι καταγράφει μόνο τα συνέδρια του κόμματος και τις ίντριγκες των κορυφαίων εκφραστών τους. Έτσι διαστρεβλώνεται τυπικά η πραγματική εικόνα της ιστορίας της κρατικής εξουσίας −γιατί τη βλέπουμε «από κάτω»−, η οποία είναι όμως ξένη ως προς τηνκοινωνιολογική θεωρία της εξέλιξης του προλεταριάτου.

Το ίδιο ισχύει και για την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη και τις επιπτώσεις της στην οικονομική πολιτική. Και εδώ ο Ρίχτερ προσπαθεί περιστασιακά να συνενώσει κάποια γεγονότα,[3] τα οποία όμως παραμένουν ξένο σώμα σε ένα υπερβολικά λεπτομερές και κουραστικό μοτίβο ιστορίας της εξουσίας.Μέσα όμως από αυτή τη συντηρητική θεώρηση της ιστοριογραφίας του ο Ρίχτερ χάνει την ευκαιρία να προσεγγίσει με το έργο του κατάλληλα την ιστορία της Ελλάδας, που είναι πράγματι συναρπαστική και από πολλές απόψεις παραδειγματική.

Το πρώτο μειονέκτημα είναι το γεγονός πως ο Ρίχτερ αντιλαμβάνεται το ελληνικό έθνος-κράτος ως ένα ουσιοκρατικό μέγεθος, που δεν έχει επηρεαστεί από την ιστορία, αφού περιορίζεται ιστορικά μονάχα στον 20ο αιώνακαι συγκεκριμένα μέχρι το 1974. Έτσι του διαφεύγουν όλες οι σημαντικές ιστορικές παράμετροι που επηρέασαν την Ελλάδα πριν από την οργάνωσή της σε έθνος-κράτος, ξεκινώντας από τη Διασπορά κατά τους τέσσερις αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, η οποία έλαβε τέλος μόνο για την παλαιά Ελλάδα με τους απελευθερωτικούς πολέμους του 1821-1832, ενώ η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στην Ελλάδα μόλις το 1881.

Κατόπιν, με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, ακολούθησε η προσάρτηση της Ανατολικής Μακεδονίας (με τη Θεσσαλονίκη), καθώς και αυτή της Δυτικής Θράκης.Έξω από το ερευνητικό πεδίο του Ρίχτερ όμως παραμένει και η ύστερηεθνική εποχή της Ελλάδας, η οποία χαρακτηρίζεται αρχικάαπό την ένταξή της στην Ε.Ε., ενώ στις μέρες μας κυριαρχεί το καθεστώς της διεθνούς πολιτικής του προτεκτοράτου, η λεγόμενη Τρόικα. Μπορούμε όμως να κατανοήσουμε τη μοντέρνα Ελλάδα μόνο αν την εντάξουμε στο ιστορικό και επίκαιρο (νότιο) ευρωπαϊκό πλαίσιο.Δεύτερον, υπάρχουν σημαντικές διακρατικές και διαπολιτισμικές παράμετροι, χωρίς τις οποίες, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, οποιαδήποτε ιστορική ανάλυση μοιραία θα αποτύχει.

Η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ μια αυτοτελής επικράτεια που περιλάμβανε όλες τις κοινωνικές ομάδες που αυτοπροσδιορίζοντανεθνοτικά και πολιτισμικά ως Έλληνες. Αφενός, αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια επιθετική εξωτερική πολιτική του ελληνικού εθνικού κράτους από τη δεκαετία του 1860, την οποία περιέγραψε λεπτομερώς ο Ρίχτερ, τα αίτια της οποίας όμως δεν διερεύνησε ποτέ. Από την άλλη πλευρά, το να περιοριστούμε στον επεκτατισμό της «Μεγάλης Ιδέας» είναι ως σκέψη μονόπλευρη.

Η Ελληνική Διασπορά ήταν και είναι διάσπαρτη σε όλο τον κόσμο και συνδέεται με πολλούς τρόπους με τη «μητέρα πατρίδα», έτσι ώστε μια ιστορική ανάλυση να δίνει στον τόπο «Ελλάδα» την πραγματική της διάστασημόνο ως ανασύστασητων διακρατικών αλληλεπιδράσεών της.Επιπλέον, σε αυτή τη διαδικασία σύνδεσης συνέβαλαν όλες οι κοινωνικές τάξεις: οι κατώτερες τάξεις του αγροτικού προλεταριάτου με το μεταναστευτικό κύμα τους στις δεκαετίες του 1890, του 1930 και του 1950, η τάξη των διανοούμενων και η οικονομική ολιγαρχία, η οποία είχε εξίσου «παγκόσμιο» προσανατολισμό.

Η τελευταία συνέχιζε να παρεμβαίνει στην Ελλάδα, έχοντας επενδυτικά κεφάλαια που αποκτήθηκαν από τη ναυτιλία, φέρνοντας τον χρηματοπιστωτικό τομέα υπό τον έλεγχό της και παρεμποδίζοντας την εγχώρια οικονομία. Επίσης, θα έπρεπε τουλάχιστον να τοποθετηθεί το φαινόμενο της διασποράς στην πολιτισμική του διάσταση. Το πολιτισμικό κεφάλαιο απέκτησε παγκοσμίως πολύ μεγάλη σημασίαγια την Ελλάδα, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να βρει, μέσα από την παρουσία της στη λογοτεχνία, τη μουσική παραγωγή και τη φιλοσοφική σκέψη, μια σημαντική θέση στο αντίστοιχο πολυδιάστατο περιβάλλον της νότιας Ευρώπης, αλλά και να γίνει γνωστή σε όλο τον κόσμο.

Αυτή η παράμετρος λείπει από τον Ρίχτερ, όπως επίσης και ένα πλήθος σημαντικών «μεγεθών»,που εδραιώνουν τη νεότερη Ελλάδα διεθνώς στο στερέωμα των επιστημών και του πολιτισμού.Τρίτον, ένα εξίσου σοβαρό μειονέκτημα είναι ότι απουσιάζει η ιστορία που αναφέρεται στην καθημερινή ζωή, όπως επίσης και η κοινωνική ιστορία.

Σε καμία άλλη χώρα δεν υπήρχε τόσο μεγάλη αποξένωση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, όσο στην Ελλάδα. Μερικές φορές μάλιστα έφτανε και στα όρια της εχθρότητας. Το φαινόμενο αυτό το αντιλαμβανόταν και ο Ρίχτερ και προσπαθούσε συνεχώς να το αποκρύψει μέσα από οντολογικές συντμήσεις εννοιών. Παράλληλα, οι συγκρούσεις ανάμεσα στην πολιτικοοικονομικά ανώτερη τάξη και στους προλετάριους της αγροτικής τάξης «διαμορφώνονταν» συχνά κατεξοχήν από την ιστορία:οι αγώνες των αγροτών έναντι των γαιοκτημόνωνστους θεσσαλικούς κάμπους, όπου κυριαρχούσε το καθεστώς της επίμορτης αγροληψίας, η παρεμπόδιση των γαιοκτημόνων να μοιραστούν οι αγροτικές εκτάσεις που άφησαν οι Οθωμανοί όταν η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στην Ελλάδα,η αναδιάρθρωση του πληθυσμού των κατώτερων τάξεων που επήλθε μετά την αναγκαστική μετεγκατάσταση 1,4 εκατομμυρίων ανθρώπων, ως αποτέλεσμα του επιθετικού πολέμου στη Μικρά Ασία (1922/23). Δέκα χρόνια αργότερα, η «Μεγάλη Ύφεση», η οποία οδήγησε στην ανεργία τον μισό πληθυσμό της εργατικής τάξης.

Το εύρος και το βάθος της μαζικής αντίστασης ενάντια στην πολιτική της κατοχής της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Και τέλος το μεταναστευτικό κύμα της δεκαετίας του 1950 και του 1960, μια εντυπωσιακή αποχή ψήφου κατά της εξαθλίωσης, της αντικομμουνιστικήςτρομοκρατίας και της απελπισίας. Αυτές οι κοσμοϊστορικές αναταραχές ως παρασκήνια της πολιτικής-διπλωματικής ίντριγκας της κυβερνούσας ολιγαρχίας και των ξένων εγκάθετωνδεν επισημάνθηκαν από τον Ρίχτερούτε μια φορά.Τέταρτο και τελευταίο, ψάχνουμε μάταια για οποιαδήποτε συγκριτική προσέγγιση στο έργο τουΡίχτερ.

Ως αποτέλεσμα η ιστορία του εκτείνεται σε μεγάλες χρονικές περιόδους του παρελθόντος, ωστόσο περιγράφει την ελληνική κρατική εξουσία με βάση στερεότυπα και προκαταλήψεις σημερινές.Για παράδειγμα, ο Ρίχτερμιλάει επανειλημμένα για τη «διαβόητη τάση» των Ελλήνων πολιτικών προς το χρέος και την κρατική χρεοκοπία.[4] Αυτή είναι μια πολύ σημαντική δήλωση, ειδικά από την τρέχουσα οπτική γωνία. Ένας ιστορικός μπορεί να την επιτρέψει μόνο όταν εξετάσει προσεκτικά τις συγκεκριμένες συγκυρίες, στην περίπτωση της Ελλάδας τα έτη1841, 1897, 1932, 1947/48 και 2009/10, και στη συνέχεια τα συγκρίνει μεταξύ τους: ποιες ήταν οι αιτίες, πώς παρουσιάστηκε η ρύθμισητης κάλυψη του χρέους –αν πράγματι συνέβη–και πώς αντέδρασαν οι διεθνείς δανειστές;

Μόνο ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας συγκριτικής ανάλυσης επιτρέπεται να γίνουν εκτιμήσεις. Επιπλέον, θα πρέπει να υποστηρίζονται από διακρατικές συγκρίσεις, για παράδειγμα με τη Γερμανία, η οποία έχει μια ανάλογη ιστορία δημόσιου χρέους και πτωχεύσεων. Αλλά μια τέτοια κριτική και αναλυτική προσέγγιση δεν αφορά τον Ρίχτερ, γιατί κάτι τέτοιο θα αποδυνάμωνε τον χαρακτηρισμό που είχε διατυπώσει ο ίδιος, αναφερόμενος στην Ελλάδα.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]Richter, Griechenland I (όπωςηυποσημείωση 17), σ. 305 κ.ε.

[2]Richter, Griechenland I (όπωςηυποσημείωση 17), σ. 278 κ.ε.

[3]Σύγκρ. Richter, GriechenlandI (όπωςηυποσημείωση 17), σ. 25Φ., 27Φ., 205κ.ε., 209κ.ε., 318κ.ε., 241κ.ε.; Richter, GriechenlandIII, σ.59κ.ε. ΣτονδεύτεροτόμοτηςΤριλογίαςλείπουνεντελώςτέτοιουείδουςπαραθέματα.

[4]Σύγκρ. Richter, Die politische Kultur Griechenlands (όπωςηυποσημείωση 18), σ. 529Φ., Richter, Griechenland I (όπωςηυποσημείωση 17), σ. 25 και. 241κ.ε.

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

1 ΣΧΟΛΙΟ

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ