Ξεκινά σήμερα η αντίστροφη μέτρηση για την οριστική διασφάλιση της ενεργειακής τροφοδοσίας της Κρήτης, με την προκήρυξη της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτη-Αττική από την «Αριάδνη Interconnection», τη θυγατρική ειδικού σκοπού που σύστησε ο ΑΔΜΗΕ για την υλοποίηση του έργου.
Σύμφωνα με κύκλους του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αργά χθες το απόγευμα η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) έλαβε την οριστική απόφαση που έδωσε το «πράσινο φως» στην «Αριάδνη» για την προκήρυξη του έργου. Έτσι, όπως συμπληρώνουν, άνοιξε ο δρόμος ώστε σήμερα να «βγουν στον αέρα» τα σχετικά τεύχη δημοπράτησης.
Η εξέλιξη αυτή σημαίνει πως η έναρξη του διαγωνισμού γίνεται εντός του χρονοδιαγράμματος που έχει καταρτίσει ο ΑΔΜΗΕ για την κατασκευή του έργου, το οποίο προέβλεπε την προκήρυξη έως τα τέλη Μαΐου. Έτσι, η φάση κατασκευής ξεκινά έγκαιρα ώστε η διασύνδεση να ηλεκτρισθεί το φθινόπωρο του 2022, όπως προβλέπει ο Διαχειριστής.
Ο προϋπολογισμός του έργου αγγίζει το 1 δισ. ευρώ, ενώ θα αποτελέσει μία από τις μεγαλύτερες υποδομές που κατασκευάσθηκαν ποτέ στην Ελλάδα, και αναμφίβολα το πλέον μεγαλεπήβολο πρότζεκτ που έχει φέρει σε πέρας ο ΑΔΜΗΕ.
Για την υλοποίησή του, προβλέπεται η πόντιση μίας διπλής γραμμής μεταφοράς συνεχούς ρεύματος μεταξύ της Κρήτης και της Αττικής, με μήκος περίπου 328 χιλιόμετρα και συνολική ονομαστική ισχύ 1000 MW, το οποίο θα ξεκινά από τα Μέγαρα (Αττική) και θα καταλήγει στην περιοχή της Κορακιάς (Κρήτη). Επίσης, θα κατασκευασθούν μεταξύ άλλων και δύο σταθμοί μετατροπής, στο Λεκανοπέδιο και την Κρήτη αντίστοιχα.
Η ολοκλήρωσή του θα μειώσει δραστικά το περιβαλλοντικό «αποτύπωμα» του νησιού, καταργώντας πλήρως τη χρήση των τοπικών πετρελαϊκών σταθμών για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και ανοίγοντας τον δρόμο για περαιτέρω αξιοποίηση του πλούσιου δυναμικού σε ΑΠΕ της Κρήτης. Παράλληλα, η «απεξάρτηση» του νησιού από το πετρέλαιο θα περιορίσει δραστικά και το κόστος ηλεκτροδότησης του νησιού.
Αυτό θα οδηγήσει στη μείωση των ποσών που καταβάλλουν όλοι οι καταναλωτές της χώρας μέσω των λογαριασμών ηλεκτρικού, για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ). Ενδεικτικά, εκτιμάται ότι το ετήσιο όφελος από τη μείωση των χρεώσεων ΥΚΩ θα ανέλθει στα 326 εκατ. ευρώ το πρώτο έτος λειτουργίας της διασύνδεσης (2023) και θα βαίνει αυξανόμενο, φτάνοντας τα 570 εκατ. ευρώ το 2043.
Την ίδια στιγμή, η έναρξη του έργου θα οδηγήσει στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας καθώς και στη συμμετοχή διεθνών και ελληνικών επιχειρήσεων στην υλοποίησή του.