Της Πηνελόπης Ντουντουλάκη
Σαν ένα φθινόπωρο με την υπόσχεση του χειμώνα, που δίχως του δεν υπάρχει ζωη. Σαν ένα μελίχρωμο τοπίο, ξέφωτο στρωμένο με ξερά πλατανόφυλλα πλάι στο χαμηλότονο τραγούδι του νερού που μόλις αρχίζει να κυλά στο ρυάκι. Σαν το σμήνος περιστεριών που πραγματοποιεί με απόλυτη ακρίβεια συντονισμένες πτήσεις από τη ρεματιά μέχρι τη μικρή πλατεία. Μα κι ακόμα πιο πέρα και πιο ψηλά, σαν τον κυπαρισσώνα που περιμένει την πρώτη βροχή για να σκορπίσει χριστουγεννιάτικες ευωδιές. Σαν τη μυλόπετρα που συντρέχει, βουβή πια, το ερειπωμένο σπίτι.
Γιατί όλα γίνονται φθινόπωρο;
Επειδή δίχως αυτό όλα παραμένουν ατελή και ανολοκλήρωτα. Επειδή το φθινόπωρο οδηγεί στην παραδοχή του χειμώνα. Επειδή ο χειμώνας φέρνει το αναγκαίο κλείσιμο που σηματοδοτεί μιαν αλλιώτικη αρχή.
Σαν ένα λησμονημένο ποδήλατο. Σαν ένα ανερμήνευτο όνειρο. Σαν αναπάντητο ερώτημα. Σαν ένα χριστουγεννιάτικο κυπαρίσσι, μεταμορφωμένο σε θεοτικό πολυέλαιο, μέσα στον τρόμο,την παγωνιά και το σκοτάδι των κατοχικών χρόνων, στο φιλόξενο καταφύγιο συγγενικής οικογένειας του Θερίσου. Αλήθεια, με πόση επιμονή και υπομονή μάζεψες τα μικρά ασημόχαρτα για να ντύσεις τα κυπαρισσόμηλα και τα καρύδια; Και κείνη τη χάρτινη φάτνη, πώς σκέφτηκες να τη σώσεις και να την πάρεις μαζί σου, στο φευγιό από τα Χανιά;
Σαν ένα πρωινό βελούδινο τραγούδισμα παρέα με τη μυρωδιά του φρεσκοαλεσμένου καφέ: “Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ”, Βαγγελιώ μου…. Σαν το μαγγάλι καταμεσίς στην κάμαρη με τις περίτεχνες κουρελούδες. Κουρελούδες συναρμολογημένες στον αργαλειό από παλιά ρούχα, που το καθένα τους είχε να πει και μιαν ιστορία. Σαν το ανάδευμα της στάχτης με τη μασιά και τις ιστορίες της λάλης για τη συμβίωση χριστιανών και μουσουλμάνων στον ίδιο ιστορικό μαχαλά της πόλης, πλάι στην εκκλησιά που σε καλεί να διαβείς τον λαβύρινθο των στενών διαδρομών.
Σαν ένα αεράκι μόλις υποσημαινόμενο, που όμως καλεί στον χορό. Σαν ένα απολυτήριο εξαταξίου γυμνασίου των κατοχικών χρόνων. Σαν ένα κιτρινισμένο και σαθρό από την πολυκαιρία τετράδιο με ποιήματα, γραμμένα με κοντυλοφόρο και μελάνι. Σαν μια επ΄αόριστο αναβολή συνάντησης με επιστήμες που οδηγούν στην ιστορία του ανθρώπου πάνω στη γη. Και, βέβαια, σαν πασχαλιάτικο κέντημα μισοτελειωμένο. Σαν περίτεχνη δαντέλα αντιγραμμένη από την περιοχή των Λάκκων , ονοματισμένη ανάλογα με το βασικό μοτίβο:”κυπαρίσσια”,”πέρδικες”
Σαν το οροπέδιο του Ομαλού, που συνομιλεί με τα ουράνια. Σαν ένα στιφό και υποβλητικό τοπίο. Σαν ιστορίες υπέρβασης, ηρωισμού και μαχών, σαν παραμύθια που αφηγούνταν αγέλαστες μαυροφόρες.
Σαν ένα όνειρο πλάι στο κύμα του τότε αλώβητου Σταυρού, που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε διατελέσει θέρετρο κάποιου βασιλιά των μινωικών χρόνων. Του Σταυρού με τους αμμόλοφους, τα κρινάκια της άμμου και τα θυμάρια, άλλα μενεξελιά και άλλα λευκά, την απολιθωμένη χλωρίδα, τα υφαντικά βάρη που κατά καιρούς ξεβράζονταν στα βράχια, το βουνό με το σπήλαιο- ναό όπου λατρευόταν η ίδια θεά, Εκάτη ή Άρτεμις, το πανέμορφο και ταπεινό ξωκκλήσι του Τιμίου Σταυρού.
Σαν ένα μοιρολόι των Σφακιών, που ανιστορούν αγώνες εθνομαρτύρων και ακόμα καρτερούν αγνοούμενους θαλασσοπόρους. Σαν τα οστά που έμειναν, σε τάφκους και χαράδρες, να διεκτραγωδούν ιστορίες πολέμων.
Σαν της Αράδαινας το φαράγγι, το αγνάντεμα του Λιβυκού, τον εσπερινό στον Άη Γιάννη.
Σαν ένα νανούρισμα σε ριζίτικο σκοπό, τραγουδισμένο από τη γιαγιά στον εγγονό. “Για δες περβόλι όμορφο” , “Αγρίμια κι αγριμάκια μου” , τάχατες ποιο να προτιμήσεις;
Σαν ένα μικρό γιδόσπιτο του Ντερέ, που μετατράπηκε σε απέριττο χώρο περισυλλογής. Σαν τους νερόμυλους που σωπαίνουν, σαν τις κουρούνες που διαλαλούν και προμηνύουν.
Σαν αεράκι μόλις υποσημαινόμενο, που καλεί στον κύκλο.
Αν χορεύουν οι ψυχές; Εκεί να δεις χορό, μάτια μου!…
Σαν τούτες τις μέρες, καλή, ακριβοδίκαιη και σοφή Μάνα μου. Πριν πέντε χρόνια. Πότε πέρασε ο καιρός;
Σε ευχαριστώ για όσα εζησα μαζί σου, όλα αυτά τα χρόνια. Για τις μακρόσυρτες συζητήσεις, τους προβληματισμούς, τις βιωματικές αφηγήσεις που μου εμπιστεύτηκες και τις στιγμές που μοιράστηκες μαζί μου, καθώς ταξίδευες με προορισμό το Φως.



