Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής*
Τα σκαλοπάτια στην πυραμίδα της ψεύτικης δόξας μην επιδιώξεις ποτέ να να τ’ ανεβείς, κάποτε θα καταρρεύσουν από το βάρος της αλήθειας
(Δ. Τυραϊδής).
Ήταν τότε, τα παλιά χρόνια που οι βασιλιάδες, οι προύχοντες, οι τσιφλικάδες κι ένα σορό άλλοι δυνάστες, που εκμεταλλεύονταν τους φτωχούς ανθρώπους, σε κάθε γωνιά της γης και μάλιστα χρησιμοποιώντας βάρβαρους τρόπους, δίχως έλεος, τους δούλους, όπως εκείνοι τους είχαν ονομάσει, θεωρώντας τους ως ανθρώπους ενός κατώτερου θεού. Τότε που το μαστίγιο ήταν το όπλο που πλήγιαζε τα κορμιά κάνοντάς τα να αιμορραγούν μέχρι θανάτου πολλές φορές, όσων είχαν το θάρρος ν’ αντισταθούν κάπως ή να ζητήσουν κάποια στοιχειώδη δικαιώματα. Τότε που οι βασιλιάδες, οι πρίγκιπες κι όσοι αναφέρουμε πιο πάνω ζούσαν σε χρυσοστόλιστα παλάτια, ενώ όλοι οι υπόλοιποι ρακένδυτοι και πεινασμένοι ζούσαν σε σπηλιές και σε καλύβες. Τότε που οι βασιλιάδες είχαν πετύχει κάνοντας τους φτωχούς να πιστεύουν, ότι αποτελούσε τιμή γι’ αυτούς να τους βαπτίσει η βασίλισσα ένα τους παιδί, όχι όμως όποιο παιδί τους, αλλά το δέκατο πέμπτο, αφήνοντας υπονοούμενα για μια καλύτερη μεταχείριση της οικογένειας. Οι άμοιροι φτωχοί για να έχουν την εύνοια των βασιλιάδων, κάτι που δεν έγινε ποτέ και σε κείνους που έφεραν στον κόσμο δέκα πέντε παιδιά, προσπαθούσαν, επαναλαμβάνω, να φθάσουν σε παιδιά τον παραπάνω αριθμό, φέρνοντας συγχρόνως με την προσπάθεια τους αυτή στον κόσμο στρατιές αγραμμάτων και σκλάβων των βασιλιάδων και κατ’ επέκταση των πλουσίων.
Εδώ πρέπει να πω, ότι εμείς ως Έλληνες στο διάβα της μακραίωνης ιστορίας μας έχουμε μεγάλη πείρα και από σκοτωμούς αθώων ανθρώπων στο όνομα του βασιλιά και από βασανιστήρια και λεηλασίες και από τους βασιλιάδες και από τους βάρβαρους κατακτητές της πολύπαθης πατρίδας μας και από τσιφλικάδες και τους πλούσιους κάτι βέβαια που δεν πρέπει να το λησμονούμε ποτέ και από γενιά σε γενιά οφείλουμε να κρατάμε το λύχνο της ιστορίας μας αναμμένο ο καθένας από τη δική του σκοπιά, γιατί όποιος ξεχνάει την ιστορία του είπε κάποιος σοφός, που δεν ξέρω ποιος, είναι άξιος της μοίρας του.
Τότε ήταν που ένας βασιλιάς με την βασίλισσα του απόκτησαν έναν πρίγκιπα που η φύση όμως στην κοιλιά της μητέρας του τον σμίλεψε όπως εκείνη ήθελε και όταν ήρθε στον κόσμο δεν ήταν φυσιολογικό παιδί, αλλά γεννήθηκε έχοντας στα πόδια του κολλημένες στάχτες πάνω τους.
Στη συνέχεια, όταν του έπλυναν τα πόδια, το παιδί σπάραζε από τον πόνο και δεν ησύχαζε ποτέ. Οι γονείς του, όπως ήταν φυσικό δεν είχαν άλλη επιλογή εκτός από το να του βάζουν πάντα στάχτες στα πόδια του. Η μητέρα βασίλισσα όμως δεν άντεξε το μαρτύριο αυτό και μετά από λίγα χρόνια πέθανε από τον καημό της. Βέβαια το μυστικό του παιδιού το ήξερε μόνο η τροφός του κι ένας έμπιστος στρατηγός του βασιλιά, έτσι τα φαντάστηκε ο ποιητής και έγραψε την ιστορία αυτή. Τώρα για να μην μείνει το βασίλειο δίχως βασίλισσα, ο βασιλιάς παντρεύτηκε μιαν άλλη πριγκίπισσα, όπως όριζε ο νόμος και ο θεσμός και μαζί απέκτησαν άλλο ένα αγόρι, πρίγκιπα, αυτή τη φορά φυσιολογικό κάπως παιδί, και λέω κάπως φυσιολογικό, γιατί παρόλο που ήταν αρτιμελές και όμορφος πρίγκιπας δεν ήταν έξυπνος, χαζόφερνε λίγο, ενώ ο σταχτοπόδαρος πρίγκιπας ήταν πανέξυπνος.
Ήρθε όμως ο καιρός που ο βασιλιάς και η βασίλισσα γέρασαν πια κι έπρεπε να ορίσουν ποιος θα γίνει βασιλιάς από τους δυο πρίγκιπες. Ο θεσμός όμως όριζε το θρόνο του εκθρονισμένου βασιλιά τον κατακτούσε ο πρωτότοκος γιος. Έλα όμως που ο πρωτότοκος γιος ήταν σημαδεμένος από τη φύση του (σταχτοπόδαρος), πως να γίνει αυτός βασιλιάς; Ήταν αδύνατο να το δεχτεί η μητριά του αυτό. Και τότε βρήκε τη λύση μόνη της. Η παμπόνηρη βασίλισσα και πολύ κακιά μητριά συνωμότησε με μερικούς αυλάρχες και εκτόπισαν τον σταχτοπρίγκιπα πολύ μακριά, διαδίδοντας ότι χάθηκε στο μακρινό δάσος. Ο βασιλιάς ήταν πολύ άρρωστος και δεν καταλάβαινε τι γινότανε γύρω του. Τέλος, έγινε βασιλιάς ο δεύτερος, χαζούλης πρίγκιπας. Στη συνέχεια όταν έμαθαν οι γύρω βασιλιάδες ότι βασιλιάς έγινε ο χαζούλης πρίγκιπας αποφάσισαν να καταλάβουν το βασίλειο με τον χαζούλη βασιλιά. Το μοιράστηκαν μεταξύ τους και τους κατοίκους του, τους έκαναν σκλάβους τους. Ο στρατηγός όμως, ο καλός εκείνος και σοφός άνθρωπος αποφάσισε και πήγε και βρήκε τον σταχτοπρίγκιπα, του είπε όλα τα κακά μαντάτα, πως σκλαβώθηκε το βασίλειο κ.λπ. και προσπάθησαν να βρουν λύσεις για την απελευθέρωση του τόπου τους. Κι όπως ήταν πολύ έξυπνος ο σταχτοπρίγκιπας και πολύ σοφός ο στρατηγός βρήκαν τρόπους. Οργάνωσαν στα κρυφά στρατό και με επικεφαλή το σοφό στρατηγό έδιωξαν τους εχθρούς από τον τόπο τους. Τη δόξα όμως την πήρε ο χαζούλης βασιλιάς σαν πραγματικός νικητής. Τον σημαδεμένο πρίγκιπα δεν του επέτρεψαν ποτέ να γυρίσει στον τόπο του. Τώρα ο στρατηγός με τον σημαδεμένο πρίγκιπα, μοίρασαν δίκαια τα πλούτη και πάλι στους ελεύθερους πια πολίτες φτιάχνοντας σωστούς νόμους αλλά και πάλι τη δόξα την έπαιρνε ο χαζούλης βασιλιάς. Ότι καλό κι αν γινότανε στο ελεύθερο πια βασίλειο, ήταν σχέδιο του σημαδεμένου πρίγκιπα και του σοφού στρατηγού. Αλλά τη δόξα την καρπωνόταν ο χαζούλης βασιλιάς κι αδελφός του σημαδεμένου.
Για χάρη όμως του λαού του ο σταχτοπρίγκιπας δεν έλεγε απολύτως τίποτα και παρέμενε πάντα εξόριστος.
Ο σοφός στρατηγός, γέρος πια, όταν επισκεπτότανε τον σημαδεμένο πρίγκιπα πάντα τον συμβούλευε και του έλεγε να προσέχει γιατί η ψεύτικη δόξα είναι τυφλή. Και συνέχιζε να του λέει, εκείνος που καταλαμβάνει θέσεις και αξιώματα με τη σοφία των άλλων είναι πάρα πολύ επικίνδυνος, είτε αυτός είναι βασιλιάς, είτε πρίγκιπας, είτε ένας απλός άνθρωπος. Τώρα όταν κατάλαβε πια ο στρατηγός ότι ο ήλιος του είχε γύρει πηγαίνοντας για τη δύση είπε μια μέρα στον χαζούλη βασιλιά ότι πρέπει να πει την αλήθεια στο λαό του, και για τον αδελφό του σταχτοπρίγκιπα και για τις νίκες του, ότι δηλαδή δεν ήταν δικές του, τονίζοντας του ότι η φύση είναι εκείνη που επιλέγει πως θα γεννηθεί ο κάθε άνθρωπος και κανένας δεν φταίει για το όποιο κουσούρι του και την όποια ατέλεια του. Ο χαζούλης όμως βασιλιάς αντί να φανερώσει την αλήθεια, προτίμησε τη δόξα κι ας μην την άξιζε. Και για να κρατηθεί στην εξουσία, στέλνει κρυφά ανθρώπους να σκοτώσουν τον αδελφό του και τον σοφό στρατηγό. Όμως ο μεν σοφός στρατηγός το περίμενε, ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε και στο δωμάτιο που κοιμότανε είχε τοποθετήσει ένα ομοίωμά του και κοιμότανε εκείνος στο διπλανό δωμάτιο, με αποτέλεσμα όταν πήγαν να τον σκοτώσουν, σκότωσαν το ομοίωμά του. Προς μεγάλη τους απογοήτευση ο σταχτοπρίγκιπας είχε πάντα στο νου του τα σοφά λόγια του σοφού στρατηγού και είχε φύγει και κείνος από το μέρος που κοιμότανε και γλύτωσε και κείνος. Τότε μετά την αποτυχημένη απόπειρα να τους σκοτώσουν, ο μεν στρατηγός είπε «τα πλούτη πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς». Ενώ ο σταχτοπρίγκιπας είπε «η απληστία του ανθρώπου είναι ένα πάθος που δύσκολα γιατρεύεται», πολλοί άλλοι δε, είπαν «ότι ο χαρισματικός ηγέτης γεννιέται και δεν γίνεται όπως και ο ποιητής και ο ζωγράφος και ο συγγραφέας γεννιούνται και δεν κατασκευάζονται». Εγώ απλά συμπληρώνω και λέω εκείνοι που διαβάσατε στην αρχή της ιστορία μου.
Τέλος ένα ρόδινο πρωινό εφόσον πρώτα αιχμαλώτισαν τον χαζούλη και ύπουλο βασιλιά ο στρατηγός μαζί με τον σταχτοπρίγκιπα είπαν όλες τις αλήθειες στο λαό και ο σημαδεμένος πρίγκιπας έγινε βασιλιάς τους, ο δε σοφός στρατηγός δοξάστηκε όσο ποτέ άλλος στρατηγός. Ο χαζούλης βασιλιάς όταν κατάλαβε πια τα σφάλματά του ξορίστηκε μόνος του σε κάποιο νησί και άφησε την τελευταία του πνοή εκεί. Εδώ λησμόνησα να γράψω ότι ο σταχτοβασιλιάς πλέον, πριν φύγει ο αδελφός του στην εξορία του είπε «δεν σου κρατάω κακία για όσα μου έκανες, σε συγχωρώ αδελφέ».
*συγγραφέας – ποιητής, μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών και Μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων