«Αν το διάστημα μέχρι την πρώτη αξιολόγηση είχε δημιουργηθεί ένας υπόρρητος σκεπτικισμός αναφορικά με το μέλλον αυτής της Κυβέρνησης , το κλείσιμό της ενίσχυσε την εικόνα κυβερνητικής σταθερότητας. Ο ρυθμός παραγωγής νομοθετικού έργου αυτού του καλοκαιριού υπήρξε πράγματι εντυπωσιακός. Η Κυβέρνηση ξάφνιασε ευχάριστα τους καλοπροαίρετους και ,παρά τις όποιες ατέλειες, βιασύνες κλπ, έδειξε ένα καλό επίπεδο προετοιμασίας, ωριμότητα στις ιεραρχήσεις και μέριμνα για συμπόρευση με τις προγραμματικές και αξιακές της συντεταγμένες. Eννοείται όπου δεν ήταν υποχρεωμένη να ενεργεί κατά τις κατευθυντήριες των Πιστωτών.
Ως η μέγιστη δυσκολία του επομένου διαστήματος ορίζεται η διαπραγμάτευση για τα εργασιακά. Ο νεοφανής όρος «βέλτιστες πρακτικές» που προοικονομείται η συμφωνία του περασμένου καλοκαιριού , δεν απαντά στο ερώτημα «βέλτιστες για ποιόν;». Η ρευστότητα είναι ήδη εμφανής. Το ίδιο και οι αποκλίσεις επιδιώξεων, τόσο μεταξύ του ΔΝΤ και ΕΕ όσο και μεταξύ των , υποτιθέμενων, κοινωνικών εταίρων. Παρόλο που δεν πρέπει να ξεχνάμε το σημείο από το οποίο οι εργασιακές σχέσεις κατακρημνίστηκαν, καθώς σ’ αυτό υπάρχει η δέσμευση επαναφοράς τους, οφείλουμε να αναγνώσουμε το τοπίο σαν εντελώς νέο.
Το Σύνταγμα της Δημοκρατίας μας ορίζει ότι το Κράτος ρυθμίζει μόνο τους γενικούς όρους των εργασιακών σχέσεων. Οι ειδικότεροι επιβάλλει να ορίζονται από τη συλλογική διαπραγμάτευση και, εάν αυτή αποτύχει, από τη διαιτησία *.
Το «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο», εξ’ άλλου, θέτει απλώς τις ελάχιστες προδιαγραφές προστασίας του δικαιώματος στην εργασία. Αρκούν άραγε τα συνταγματικά και ευρωπαϊκά scripta για να προσέλθουμε απερίσκεπτοι στις διαπραγματεύσεις, ιδίως εάν η πλευρά του ισχυρού επισείει τη μη ολοκλήρωση της χρηματοδότησης;
Κανείς δεν είναι αφελής για να πιστεύει κάτι τέτοιο**.
Η συλλογική διαπραγμάτευση είναι μεν το συνταγματικά αυτονόητο κατώφλι, ενδέχεται όμως να ζητηθούν μορφές τέτοιες που να αναιρείται η ουσία. Από την άλλη, χωρίς τη δυνατότητα μονομερούς καταφυγής σε διαιτησία , για παράδειγμα, το σχετικό δικαίωμα υπονομεύεται δραστικά.
Οπότε;
Κοινό μέτωπο, δράσεις και πίεση των δυνάμεων της εργασίας, στο βαθμό που επιτρέπει η σημερινή συγκρότησή τους, επιμονή και ευελιξία στις διαπραγματεύσεις.
Στην ανάγκη να γνωρίζουμε καλά τι πρέπει να θυσιάσουμε στην παρούσα φάση προς χάριν μιας αναγεννητικής ενίσχυσης του συλλογικού τρόπου ρύθμισης της εργασίας .
Το κριτήριο αναγκαστικά θα είναι και ποσοτικό. Με την έννοια ποια επιλογή θα επηρεάσει θετικά περισσότερους εργαζόμενους, θα κατοχυρώνει και -εν δυνάμει- θα μπορεί να οδηγήσει σε διεύρυνση δικαιωμάτων.
Θα είναι δύσκολοι οι μήνες που έρχονται.
Οξύμωρο, αλλά την ώρα που, πιθανότατα, θα εμφανίζονται πρώιμα σημεία οικονομικής και παραγωγικής ανάκαμψης, θα δοκιμάζεται ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. σ’ ένα διαχρονικά ταυτοτικό για κόμμα της αριστεράς πεδίο, αυτό των σχέσεών του με τον κόσμο της εργασίας.
Θα χρειαζόταν τώρα ένα πιο στιβαρό κόμμα, καμιά αντίρρηση.
Όπως θα χρειαζόταν και μαχητικότερο συνδικαλιστικό κίνημα .
Η έκλειψή τους θα κοστίσει, ό,τι και να λέμε. Ας ελπίσουμε και ας προσπαθήσουμε όχι ανεπανόρθωτα.
Στο συνέδριο του φθινοπώρου, αφετηρία επαναπροσδιορισμού και των δύο αυτών θεμελιακών στοιχείων της ταυτότητας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α ως κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, οφείλουμε να μετασχηματίσουμε τις κατακτημένες εμπειρίες σε οδηγό για ένα μέλλον με διάρκεια, με ανατρεπτικότητα και προοπτική.
* (Σύνταγμα, άρθρο 22 παρ. 2) : «Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες της διαιτησίας».
** Δείτε την πάντηση του Υπουργού Εργασίας Γ. Κατρούγκαλου σε επίκαιρη ερώτησή μου για τα εργασιακά:
[youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=qdWs6QWmpq8″]