Της Νεφέλης Ευαγγέλου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
-Ποια είναι-
Η τρυφερή, πρώιμη νιότη! Η πιο ευαίσθητη περίοδος της ανθρώπινης ζωής, από άποψη δύναμης, επιβολής της επιθυμίας, που μπορεί να είναι καθοριστική για την ψυχική ισορροπία των παιδιών. Η πιο αβέβαιη για την εξέλιξη τους, γιατί μεσολαβεί μια περίοδος κρίσης και εξακρίβωσης των ικανοτήτων, των συγκυριών και, τελικά, της τύχης που θα καθορίσουν την μετέπειτα πορεία στη ζωή.
Γιατί, μπορεί, να κουβαλούν «τραύματα» που δεν είναι ιάσιμα· ιδιότητες που δεν αντιμετωπίζονται· μυστικά, που τους έχουν αφαιρέσει αισιοδοξία και εμπιστοσύνη σε πρόσωπα και προοπτική στις ανθρώπινες σχέσεις.
Ποιός λέει, πως είναι λίγα τα παιδιά, που υποφέρουν, που έχουν δοκιμαστεί και ακολουθούν ένα πεπρωμένο δυσβάσταχτο, καρτερικά, με την ελπίδα πως θα ‘βρουν ξέφωτο. Αυτή, μόνο, στηρίζει, από τη φύση της τις αντοχές τις ψυχικές και σωματικές, αφού τις αποχωρίζεται τελευταία…
Όσο αγάπησα την παιδική μου ηλικία, δεν αγάπησα καμία άλλη. Τους φίλους τους πρώτους, τα μικρά μου όνειρα, τους πρώτους καημούς, τις χαρές και τις λύπες , εκεί, για πρώτη φορά, αντάμωσα. Δεν είναι άσπρο – σαν το χιόνι – ή ρόδινο – σαν τριαντάφυλλο το χρώμα της μα , η άγνοια του κινδύνου, κάνει να μοιάζει αθώα, άσπιλη ακόμη και όταν, βάναυσα, έχει ο κώδικας της παιδικής αγνότητας της, παραβιαστεί…
Τα συναισθήματα – κάποια από αυτά – θέλω να αναπλάσω, όπως τα ένοιωθα, πριν πάρα πολλά χρόνια, αναφέροντας και «μικρά» γεγονότα, που καθόρισαν στοιχεία του δικού μου χαρακτήρα και ίσως της αντίληψης για αλήθειες της ζωής.
ΠΛΑΙΣΙΟ
Συνηθίζουν, να υποτιμούν, πολλοί, την παιδική αντίληψη, με το σκεπτικό της αδυναμίας της κρίσης. Ιδιαίτερα, για τα παιδιά των μικρών τάξεων του δημοτικού, αλλά και μικρότερης ηλικίας, υπάρχει – σίγουρα – αμφιβολία, ακόμη και σε απλές αναφορές, μαρτυρίες, για γεγονότα αυταπόδεικτα.
Διστάζουν να δεχτούν τα λεγόμενα των παιδιών, ενώ αποδέχονται την «αλήθεια» των μεγάλων που απορρέει, συχνά, από υποκειμενικές εκτιμήσεις που εκφράζονται με σκόπιμες διατυπώσεις.
Τα παιδιά λένε, περιγράφουν, ό, τι βλέπουν. Μεταφέρουν, συχνά, ό, τι ακούν, αρκεί να το «ακούσουν» σωστά. Δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν, τι σημαίνει αυτό που επικαλούνται, αλλά είναι ικανά να μεταδώσουν πληροφορίες, να εκφράσουν, με απλά λόγια, τα συναισθήματά τους. Ξεχωρίζουν εκείνους που προτιμούν, για κάποιο λόγο, να είναι φίλοι τους. Μπορούν να εκτιμούν το καλό, να αποφεύγουν το δυσάρεστο γι’ αυτά, το «κακό», να αναγνωρίζουν προτερήματα σε φίλους και συμμαθητές και να τους επιβραβεύουν, όταν χρειάζεται. Αυτή τη μεγαλοψυχία δεν την επιβάλλει κάποιος. Είναι έμφυτη και αληθινή. Διαχωρίζεται από τυπικές ευγένειες που υπαγορεύουν οι κανόνες των μεγάλων, συνήθως.
Τα παιδιά απορρίπτουν κάτι, ίσως, με σκληρό τρόπο – κάποιες φορές – μα, έχουν αρκετή ευαισθησία και τόλμη, αλλά και ανεπτυγμένη αίσθηση του δικαίου, σε μεγαλύτερες ηλικίες. Αποδέχονται το προβάδισμα άλλων παιδιών, όχι μόνο στις μαθητικές επιδόσεις· όπου αναγνωρίζεται η υπεροχή τους, αντικειμενικά.
Δεν είναι βέβαιο, πως η κυψέλη του σχολείου είναι παραδεισένια. Όμως, στις πολύ μικρές ηλικίες, σπάνια συμβαίνει να παρεκτρέπονται τα παιδιά και να ξεπερνά,
η συμπεριφορά, κανόνες, που, σ’ αυτή την ηλικία, είναι χρήσιμο να τηρούνται. Βοηθούν στην κοινωνικοποίηση τους, την αρμονική συνεργασία – όσο γίνεται- με μέλη μεγάλης ομάδας, όπως είναι το σχολείο, η τάξη, οι φιλικές συντροφιές. Αν, αυτή η τήρηση κανόνων, είναι χρήσιμη στα παιδιά, μπορεί να αντιληφθεί κάποιος, πόσο θα είναι και για γονείς, δασκάλους, ανθρώπους, του περιβάλλοντος των ίδιων των παιδιών. Πόση αρμονία και ισορροπία, θα ρυθμίζει – όχι μόνο την καθοδήγηση – αλλά την στήριξη των παιδιών, στις ανάγκες, στις προτιμήσεις και στις επιδιώξεις τους και την παροχή ελευθερίας και ενθάρρυνσης, όπου θεωρείται αναγκαίο…
Δεν ξέχασα ποτέ την άβολη κατάσταση, που δημιουργούσε ο πατέρας μου, όταν άρχιζα να μιλώ και με διέκοπταν στη μέση. Δεν ξέρω γιατί. Κάτι φοβόταν, πως θα έλεγα, ίσως. Κάτι, που δεν θα του άρεσε
«Μη μιλάς! Είσαι παιδί…»
Αυτή η απαγορευτική σύσταση, σε ομήγυρη, που υπήρχαν και παιδιά, ήταν η πιο συνηθισμένη.
Τα θέματα συζήτησης περιστρέφονταν γύρω από την καθημερινότητα. Υπήρχαν αιχμές για την πολιτική κατάσταση της εποχής, το αιώνιο οικονομικό πρόβλημα, για αρκετούς, και γίνονταν αναφορές και σε θέματα υγείας. Συζητήσεις ακατάλληλες για παιδιά – σε βάρος απόντων και «κοινωνικού» ενδιαφέροντος, δεν έγιναν, μπροστά μας, ποτέ!…
Θυμάμαι παιδάκια, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, που είχαν ερωτήματα, κάποιες σκέψεις να προβάλλουν και τα αποστόμωναν με αυτόν τον τρόπο.
Την εποχή που διανύαμε, λίγα χρόνια, σχετικά, μετά την εμπόλεμη, κατοχική και ταραγμένη περίοδο στη χώρα μας, την εχαρακτήριζε ιδιαίτερη αυστηρότητα, στην αγωγή των παιδιών. Υπήρχε αυστηρότητα και στον επιβαλλόμενο σεβασμό – πέρα και από κάθε όριο, συχνά- στους μεγαλύτερους. Έτσι, αναγκάζονταν οι άγουροι «ακροατές» να επιδίδονται σε παιχνίδια επιτραπέζια, της εποχής και να ασχολούνται με κούκλες και αυτοκινητάκια, ανάλογα με το φύλο των παιδιών. Τότε, δεν υπήρχαν τα σημερινά ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Στην καλύτερη περίπτωση, συζητούσαν για εξωσχολικά βιβλία της ηλικίας τους. Αν ήθελαν, τα παιδιά του σπιτιού, δάνειζαν μερικά από αυτά, στους μικρούς επισκέπτες.
Τελειώνοντας –κάθε φορά- μία σύναξη, εγώ ήμουν ευχαριστημένη. Πολύ ευχαριστημένη, μάλιστα. Υπήρχαν πάντα στη συντρόφια, ένα-δύο παιδιά, μεγαλύτερα από ‘μένα και, από αυτά, κάτι ακούγαμε, κάτι μαθαίναμε. Σιγά-σιγά, μεγαλώνοντας, αψηφούσαμε τις απαγορευτικές διατάξεις των γηραιοτέρων μελών, της ευρύτερης οικογένειας, μερικές φορές, ή τις συστάσεις των γονιών. Φαινόταν, πια, ο χαρακτήρας κάθε παιδιού πώς διαμορφωνόταν, η ιδιαίτερη κλίση σε κάτι, οι προτιμήσεις και, βέβαια, οι όποιες αδυναμίες, ίσως υπήρχαν.
Πολλά παιδιά προσπαθούσαν, με διακριτικό τρόπο, να μιμηθούν και να μοιάσουν σε άλλα –καλύτερα από αυτά – στην ίδια τάξη ή σε μεγαλύτερη από την δική μας. Δεν ήταν, απαραίτητα, οι πρώτοι μαθητές, αλλά ήταν προικισμένα με ιδιαίτερα χαρίσματα.
Οι πιο δημοφιλείς συμμαθητές, εκτός από τους εκλεκτούς της πρωτιάς, ήταν εκείνα τα παιδιά που επιδίδονταν στον αθλητισμό. Συναγωνίζονταν στο βόλεϊ, το τρέξιμο, μήκος, ύψος και ό,τι άλλο. Αποσπούσαν τον θαυμασμό κοριτσιών, πιο πολύ και από τους ωραίους του σχολείου.
Στα έντεκα χρόνια, είχαν φανεί αυτά τα ταλέντα, όπως και εκείνα που τραγουδούσαν ωραία ή έγραφαν καλά. Υπήρχαν και εκείνοι που ονειρεύονταν το βάθος και το ύψος των αιθέρων ή την απρόβλεπτη γοητεία της θάλασσας. Τα περισσότερα από τα κορίτσια ονειρεύονταν την διδασκαλία στην σχολική έδρα. Ελάχιστοι προτιμούσαν να γίνουν γιατροί, μηχανικοί και συναφή… Δεν υπήρχε σ’ αυτή την ηλικία, βέβαια, ανεπτυγμένη η ερωτική χροιά στις προτιμήσεις μα, κάτι σπίθιζε στο βλέμμα, κάπως κοκκίνιζαν τα μάγουλα, όταν, οι μαθητές, αντίκριζαν τους «εμπνευστές» τους. Ήταν φανερή η αμηχανία, συχνά, που εκδηλωνόταν με βεβιασμένα ή νευρικά γελάκια, από δειλία, ανάμεικτη με αδιόρατο φόβο αλλά και ντροπή. Συμβαίνει – και στα παιδιά – να ενοχλεί η απόρριψη. Συμβαίνει να νοιώθουν, όμως, συγκίνηση, και ικανοποίηση, όταν εισπράττουν συμπάθεια, φιλία και κατανόηση…
Α.
Καθισμένη, στο προ τελευταίο θρανίο, της πρώτης τάξης του δημοτικού, προσπαθούσα να αποστηθίσω τις πρώτες λεξούλες. Ήλιος, πατέρας, μητέρα, αυγό, χελιδόνι. Πέντε κάρτες, με τις αποτυπωμένες εικόνες αυτών των ειδών. Λέξεις, όχι πολύ δύσκολες, αλλά ούτε και εύκολες για παιδιά πρώτης τάξης, που εγνώριζαν άλφα-βήτα και αριθμούς.
Η δασκάλα μας, η κυρία Εριέττα, ηλικιωμένη, αλλά ευγενική, ευρηματική, είχε υπομονή με τα μικρά παιδιά. Θα μας είχε και στην δεύτερη αλλά, μετά, θα έφευγε.
Πολλά παιδιά, τα κατάφεραν με τις λέξεις. Έμεινε ικανοποιημένη. Εζήτησε από τα υπόλοιπα, να τις ξέρουν όλες καλά, την άλλη μέρα, οπωσδήποτε! Ο πιο γρήγορος στις λέξεις ήταν ο Μανώλης. Βγήκε πρώτος! Έγραψε ό,τι του ζήτησε, στον πίνακα, σε δευτερόλεπτα.
Φώναξε εμένα, που σήκωνα δειλά το δάχτυλο μου και ήμουν δεύτερη σε ετοιμότητα.
Θυμάμαι, μου ζήτησε να γράψω: «Πατέρας, μητέρα και ήλιος».
Τα έγραψα γρήγορα και άκουσα τον συμμαθητή μου, να λέει:
«Μπράβο!»
«Εσύ είσαι πιο καλός», απάντησα.
«Ναι, αλλά δεν το περίμενα…»
Πρόσεξα – για πρώτη φορά- το αγόρι, ενώ κόντευε να τελειώσει η σχολική χρονιά. Ένα γλυκό, ήρεμο παιδί, ευγενικό, καλοσυνάτο ήταν ο Μανώλης. Δεν θα μπορούσα, τότε, να τον πω ωραίο, όμως, είχε αυτό που λέμε ευγενική φυσιογνωμία. Ο καλός χαρακτήρας του, έκανε να τον προσέχουν.
Αυτός και η Νίνα ήταν οι πρώτοι μαθητές της τάξης, όλα τα χρόνια, στο δημοτικό. Εγώ ήμουν καλή, όπου χρειαζόταν κάποια κριτική ανάλυση – στις τρεις μεγάλες τάξεις- δηλαδή. Έκθεση, Ιστορία, Θρησκευτικά και Ορθογραφία. Ίσως, να οφείλω και στον συμμαθητή μου αυτή την επιμέλεια. Ίσως, υπήρχε κάποιος μικρός ανταγωνισμός ή να ήθελα να μην είμαι πολύ κατώτερη του. Όμως, η ημέρα που με επαίνεσε, δεν ξεχάστηκε ποτέ. Με σημάδεψε. Τη θυμάμαι, με τρυφερή συγκίνηση, αλλά και ικανοποίηση. Ασχολήθηκε με ‘μένα το καλύτερο παιδί της τάξης και αναθάρρησα. Φάνηκε πως ένα δειλό, τότε, κοριτσάκι – όχι όμορφο – στρουμπουλούτσικο, με φωτεινά μάτια, κέρδισε τη φιλία του πρώτου μαθητή της τάξης. Όταν τελείωσε η μέρα στο σχολείο, κίνησα για την επιστροφή στο σπίτι μου. Ήταν η πρώτη φορά που, ο Μανώλης, ζήτησε να σχολάσουμε μαζί. Ανακαλύψαμε, πως οι γειτονιές μας ήταν κοντά και σε ευθεία γραμμή, σχεδόν.
Με ρώτησε, τι διαβάζω. Διάβαζα παραμυθάκια, με μεγάλα γράμματα, όμως, ήξερα πολλά, ακούγοντας από τη μητέρα και τις γιαγιάδες μου. Η μία ήξερε τα γνωστά, κλασικά παραμύθια. Η άλλη, ιστορίες από την μυθολογία, που άκουγε από τον δάσκαλο σύζυγό της. Μου άρεσαν όλα.
Όταν δεν σχόλαζε με κάποιον άλλο, κάναμε παρέα από το σχολείο μέχρι τη γειτονιά μου, συζητώντας για μαθήματα. Τί άλλο;
Το καλοκαίρι δεν τον είδα, ούτε μία φορά, όμως, εχάρηκα την πρώτη ημέρα στο σχολείο του νέου σχολικού χρόνου.
Είχε ψηλώσει λίγο και εγώ κάπως και μου φάνηκε πιο ζωηρός και πιο ομιλητικός. Είχα διαβάσει, το καλοκαίρι, κάποια βιβλιαράκια και προσπαθούσα να ‘βρω τρόπο να το δείξω. Πάλι, μου είπε «μπράβο» και εγώ χάρηκα τόσο, που με το ζόρι κρατιόμουν να μη γελάσω. Όταν χαιρόμουν πολύ, σε μικρή ηλικία, δεν μπορούσα να κρύψω τη χαρά μου. Τώρα, στο τέλος του «δρόμου», καμία χαρά δεν μπορεί να με κάνει να νοιώθω, έτσι.
«Ποιο σου άρεσε πιο πολύ, απ’ όσα εδιάβασες;» Ρώτησε.
Απάντησα αυθόρμητα και γρήγορα, σαν να περίμενα την ερώτηση. «Το ασχημόπαπο. Ξέρεις, που ήταν κύκνος και δεν έμοιαζε με τα άλλα παπάκια…»
Δεν το ήξερε, ο Μανώλης, αυτό το παραμύθι. Μου υποσχέθηκε πως θα το διαβάσει.
Μετά από λίγες ημέρες, μου ανακοίνωσε, θριαμβευτικά, πως η αδελφή του – μαθήτρια γυμνασίου – του χάρισε αυτό το βιβλίο.
«Ξέρεις, τι σημαίνει; Είναι συμβολικό.»
Το με ύφος γνώστη. Εγώ, ίσα – ίσα που καταλάβαινα το νόημα της λέξης. Την χρησιμοποιούσαν πολύ οι γονείς μου. Εκείνος συνέχισε να μιλεί και να με εντυπωσιάζει.
«Η αδελφή μου, μου εξήγησε, πως όποιος δεν μοιάζει με τους πολλούς, δεν σημαίνει πως δεν είναι καλός. Μπορεί, να είναι και καλύτερος από τους άλλους!»
Τι να κατανοήσει ένα παιδί οκτώ χρόνων… Κατάλαβα, όμως, πως το συμβολικό σημαίνει κάτι πέρα από το πραγματικό. Πλησιάζει το ιδεατό.
Μεγαλώνοντας, κάθε φορά που θυμόμουν αυτή την παιδική συζήτηση, με τον Μανώλη, συνειδητοποιούσα κάτι. Τα πιο πολλά μηνύματα τα ανακαλύπταμε, τα παιδιά, μέσα στα παραμύθια και τις μεγαλύτερες αλήθειες, ίσως, τις ακούγαμε από παιδιά.
Αυτό, ειδικά, με βοήθησε πολύ. Όχι, γιατί ένοιωθα σαν κύκνος, βέβαια. Καταλάβαινα, όμως, πως διέφερα από πολλά παιδιά, στη σκέψη και στη συμπεριφορά. Το πίστευε η Νίνα και συμφωνούσε και η Άννα που με εγνώριζαν από το νηπιαγωγείο της κυρίας Μαρτίνη.
Ήμουν ήσυχη, λιγομίλητη – τότε – αλλά, όσο δεν συμμετείχα σε σκανταλιές, άλλο τόσο χαιρόμουν, όταν οι «άτακτες» της τάξης τις έκαναν. Τις εθαύμαζα, αλλά δεν μπορώ να ισχυριστώ πως, στο βάθος, επιδοκίμαζα τα καμώματά τους, πάντα. Ήταν αθώα, διασκεδαστικά και, μερικές φορές, έκαναν τους δασκάλους να θυμώνουν ή να μειδιούν, συγκαταβατικά. Εκείνο που θα μου μείνει αξέχαστο, είναι το Πρωταπριλιάτικο ψέμα της επιμελήτριας της τετάρτης τάξης. Ξεσήκωσε το μισό σχολείο, περιμένοντας τα παιδιά, στο προαύλιο, να πάνε εκδρομή.
Επόμενο ήταν, να βγουν, και τα υπόλοιπα και τελικά, η εκδρομή πραγματοποιήθηκε. Στην θάλασσα του Κουμ – Καπί. Όταν αποκαλύφθηκε το αστείο, έγινε πανζουρλισμός… Ωραία Πρωταπριλιά!..
Τα ενδεικτικά της τετάρτης τάξης χάρισαν το δεκαράκι – ξανά – στη Νίνα, τον Μανώλη, την Άννα, σε δύο – τρία ακόμη παιδιά. Ήμουν ανάμεσά τους. Χαρήκαμε πολύ, φυσικό ήταν και ευχηθήκαμε – πριν χωρίσουμε, «καλό καλοκαίρι.»
Η σχολική χρονιά της πέμπτης τάξης, άρχισε μελαγχολικά για ‘μένα. Δεν το περίμενα. Δεν είδα τον Μανώλη…
Πέρασαν οι πρώτες ημέρες, χωρίς να εμφανιστεί. Μου έλειπε, ιδιαίτερα τα μεσημέρια, την ώρα που σχολούσαμε. Επέστρεφα μόνη στο σπίτι. Δεν κουβέντιαζα με άλλο αγόρι. Προσκολλήθηκα, όμως, στην Άννα περισσότερο, που ήταν καλό κορίτσι, σοβαρό και ώριμο πολύ για τα έντεκα χρόνια της. Θυμάμαι, κάποιοι την φωτογράφιζαν για την ελληνική κατατομή της και τις καστανόξανθες κοτσίδες της. Τα μάτια της ήταν γκριζογάλανα.
Στην τάξη μας, προστέθηκε ο Αντώνης. Καλός μαθητής, έξυπνο και όμορφο παιδί. Η μισή τάξη – τα κορίτσια, δηλαδή – τον γλυκοκοίταζε. Εκείνος καταλάβαινε, αλλά είχε «στυλ». Η ηλικία και η ευφυΐα τον προστάτευαν από ανοησίες.
Η Κωστούλα, κατάξανθη και γαλανομάτα τον είχε «ερωτευτεί» και δεν το έκρυβε. Ένα γραμματάκι, στο βιβλίο της Γεωγραφίας, βρήκε η Άννα και έφτασε στα χέρια του δασκάλου. Ο Αντώνης δεν το διάβασε ποτέ. Εγώ πλήρωσα την εξομολόγηση της Κωστούλας. Είχε, όμως, το θάρρος και παραδέχτηκε, μετά από μερικά χρόνια, πως αυτή ήταν ο «αποστολέας».
Η Πέμπτη τάξη κύλησε ταραγμένα, μέχρι τις διακοπές του Πάσχα. Οι δρόμοι δεν είχαν την τωρινή κίνηση και δεν έκρυβαν κινδύνους, τότε. Μέχρι και μπάλα έπαιζαν στον φαρδύ δρόμο της Σολωμού εκτός από «αγάλματα» και μπερλίνα. Υπέροχα χρόνια! Όχι, πάντα, βελούδινα, αλλά δεν άγγιζαν, σε βάθος, τα μικροπροβλήματα της οικογένειας, τα παιδιά. Στο παιχνίδι και στο σχολείο, τα ξεχνούσαν όλα.
Μία ομάδα παιδιών ήρθε στον δρόμο μας, το Μ. Σάββατο, για να παίξει με αγόρια της γειτονιάς. Παράτησα τις φίλες μου και έτρεξα κοντά τους.
Είδα τον Μανώλη!..
«Γειά σου, μου είπε και άγγιξε την μύτη μου με την άκρη του δαχτύλου του. «Έφυγες», του είπα. «Γιατί, έφυγες;»
«Θα έρθω, πάλι. Την έκτη τάξη θα την κάνω στο τρίτο».
«Αλήθεια, λες;» Ρώτησα, χωρίς να τον πιστεύω…
Ήρθε άλλη μία φορά και τον είδα, στη γειτονιά μας. Χάρηκα, βέβαια.
Ένοιωσα ευτυχισμένη, όταν, την πρώτη ημέρα – του σχολικού έτους – συναντηθήκαμε, στο προαύλιο του σχολείου. Δεν εγνώριζε το μέγεθος της δικής μου χαράς. Δεν νομίζω πως θα τον ενδιέφερε. Η αλήθεια είναι, πως μιλούσε μαζί μου, περισσότερο απ’ ότι σε άλλα κορίτσια αλλά το επεδίωκα κι εγώ. Ταιριάζαμε σαν φίλοι.
Αυτή η φιλία έληξε άδοξα, ενώ θα μπορούσε να συνεχιστεί και πέρα, ίσως, από το δημοτικό.
Στις εξετάσεις – για πρώτη φορά – στην ιχνογραφία – ο δάσκαλος ζήτησε να ζωγραφίσομε κάτι. Ήταν ένα αθλητικό κύπελλο – έπαθλο του σχολείου μας – από αναμέτρηση με άλλα σχολεία. Ζωγράφισα ένα αλλά, αν και καλό ήταν πολύ μικρό. Μπροστά από το δικό μου θρανίο ήταν του Μανώλη. Το δικό του κύπελλο απλωνόταν σε όλη τη σελίδα. Ήταν εντυπωσιακό.
«Το δικό μου, είναι μικρό», του λέω.
Χωρίς να σκεφτεί, ο Μανώλης, μου ζητά την κόλλα διαγωνισμού.
«Όχι – όχι», απαντώ, αλλά έβλεπα και τη διαφορά, ανάμεσα στα δύο σχέδια. Δεν πρόφτασε να παραλάβει το χαρτί και πλησιάζει ο δάσκαλος τα θρανία μας. Σημείωσε την κόλλα μου και όταν ακούμπησε στην κόλλα του Μανώλη, άρχισε ένα κλάμα… Μα, τι κλάμα!
«Εγώ φταίω, κύριε» είπα. «Δεν φταίει ο Μανώλης».
«Εγώ της ζήτησα την κόλλα» απάντησε εκείνος.
Κύριος, ο Μανώλης. Μέχρι το τέλος.
Έχασα, έτσι, τον καλύτερο φίλο στο σχολείο. Ας έβλεπε την μικρή μου ζωγραφιά ο δάσκαλος. Δεν θα έφτανα να πάρω το απολυτήριο του δημοτικού με εννέα και να στεναχωρηθεί τόσο πολύ ο Μανώλης και να ντροπιαστώ έτσι, με αυτόν τον τρόπο εγώ.
Η ειρωνεία είναι πως όλο τον χρόνο, σε ελεύθερο σχέδιο, είχα δέκα…
Δεν ειδωθήκαμε ξανά με τον Μανώλη. Χώρισαν οι δρόμοι μας, αν και τα σχολεία μας ήταν κοντά – κοντά. Συναντηθήκαμε, ύστερα από πολλά χρόνια, χάρη σε δικό μου συγγενικό πρόσωπο. Ήταν ένας ενδιαφέρων τύπος, ένας συμπαθέστατος νέος. Η ανάμνησή του έμεινε δυνατή…
Β.
Η εισαγωγή στο Γυμνάσιο, πραγματοποιήθηκε με εξετάσεις.
Όσοι δεν τα κατάφεραν, με την πρώτη, έπρεπε να προσπαθήσουν, ξανά. Η αυστηρότητα και η μονολιθικότητα κάποιων γονιών εμπόδισαν αυτήν την προσπάθεια. Έκριναν, πως τα παιδιά τους, δεν ήταν άξια να διαβούν την πόρτα της μέσης εκπαίδευσης. Έτσι, χάνονταν, τότε, οι ευκαιρίες και, έτσι, πολλά παιδιά περιορίζονταν στις βασικές γνώσεις του δημοτικού. Υπήρξαν παιδιά που, με το απολυτήριο αυτό, προχώρησαν σε γνώσεις – χάρη στο πείσμα και την αγάπη στο διάβασμα κειμένων και βιβλίων – που λίγοι εγνώριζαν. Έγιναν μανιώδεις βιβλιοφάγοι, ακριβώς γιατί οι συγκυρίες δεν επέτρεψαν, μαζί με την οικονομική δυσκολία που αντιμετώπιζε η οικογένεια, την δική τους πρόοδο. Μπορούσες να συναντήσεις τέτοια, στους αγρούς, στα χωράφια, στις βουνοπλαγιές, όπου έβοσκαν τα ζωντανά τους, στα τσαγκαράδικα των γονιών ή στα σιδεράδικα και τα ξυλουργεία τους.
Τελικά, πρόκοψαν πολλά από αυτά, ευτυχώς. Διαψεύδοντας προβλέψεις δασκάλων και γονιών έκτισαν ένα δικό τους κόσμο που συνταίριαζε την χειρονακτική ενασχόληση με την δημιουργική, πνευματική ανησυχία… Την ώρα της δικής μου εξέτασης, στα προφορικά, ευγνωμονούσα τον κύριο Κώστα, τον δάσκαλό μου – για δύο χρόνια – που μας έκανε ξεφτέρια στη γραμματική. «Τω ανδρί», ήταν η λέξη, στη δοτική πτώση, που υποχρέωσε την κυρία Λιλίκα, να δώσει το «άριστα». Θέμα, κατάληξη, αποβολή του ρ, τοποθέτηση του δ, «χάριν ευφωνίας» και γι’ αυτό ανήκει στην κατηγορία των συγκοπτόμενων.
Η Νίνα, η αγαπημένη συμμαθήτρια και καλή φίλη, ξεπέρασε όλους τους άριστους, όλων των σχολείων. Η μόνη, που συγκέντρωσε καθαρό, ολοστρόγγυλο είκοσι, στις εισαγωγικές εξετάσεις.
Εγώ , φάνηκα κάπως αδύναμη στα Μαθηματικά, όμως, χάρηκα για το δέκα οχτώ μου. Καλό ήταν.
Στο γυμνάσιο, τα πράγματα δεν είχαν καμία ομοιότητα, με εκείνα του δημοτικού σχολείου.
Στοιβάχτηκαν – στην κυριολεξία – παιδιά απ’ όλα τα σχολεία, στις τάξεις, που αριθμούσαν από εξήντα μέχρι διακόσα πενήντα παιδιά. Όλα κορίτσια. Τα πιο πολλά, άγνωστα σε ‘ μένα. Έτσι, διαμοιραστήκαμε οι συμμαθήτριες του δημοτικού, σε διαφορετικά τμήματα και αυτό έφερε ανακατατάξεις σε ομάδες, φιλίες και πορείες.
Στη θέση του ενός ή δύο δασκάλων, υπήρχαν περισσότεροι καθηγητές, γιατί και τα μαθήματα που διδάσκονται, ήταν πολλά και εξειδικευμένα. Στο γυμνάσιο, περιορίστηκε η ανεμελιά, η αδεξιότητα στις κινήσεις και ενέργειες των παιδιών, ο φόβος να υπερασπίσουν το «δίκιο» τους, αλλά υπήρχε άλλος φόβος, πιο σοβαρός. Πώς θα αντιμετώπιζαν τον κάθε καθηγητή, που ανάλογα με τον χαρακτήρα και την βαθμίδα του μαθήματός του, μπορούσε να δημιουργήσει πρόβλημα, πολύ δυσάρεστο. Άλλαξαν πολλά στις συνήθειες των μαθητών που, σιγά – σιγά, μετακινούσαν τα όρια της ελευθερίας τους· σε κάποιες περιπτώσεις στενεύοντας και σε άλλες – ελάχιστες – απλώνοντάς τα. Άλλαξαν πολλά και στην έκφραση των συναισθημάτων, που η μορφή διέφερε αισθητά από εκείνη ενός δωδεκάχρονου παιδιού. Μεγαλώναμε και , μαζί, διαμορφωνόμασταν ξεκάθαρα… Η εικόνα του καθένα είχε αποσαφηνιστεί.
Δεν συνέβαινε, βέβαια, στην πρώτη γυμνασίου, κάτι ιδιαίτερο. Άλλα χρόνια, τότε, αλλά όχι πως δεν υπήρχαν και τα πολύ «ανήσυχα» πνεύματα.
Προσαρμοστήκαμε στις νέες συνθήκες, οι περισσότερες, καταφέρνοντας να μη δεσμεύσουμε το καλοκαίρι με υποχρεώσεις σχολικές, αλλά κάποιες δεν τα κατάφεραν. Θα έδιναν εξετάσεις τον Σεπτέμβριο, για να κερδίσουν χρονιά.
Το καλοκαίρι της πρώτης προ δεύτερη, ο πατέρας μου, ζήτησε να αρχίσουμε μαθήματα γερμανικής γλώσσας με την αδελφή μου – αρκετά μικρότερη από ‘ μένα. Με βαρειά καρδιά, δέχτηκα. Δεν μου άρεσε η γλώσσα αλλά και η προέλευσή της. Η αδελφή μου, τα κατάφερε – αν και μικρότερη – μία χαρά.
Μετά το πρώτο μάθημα, που ήταν μία «ευχάριστη» εισαγωγή, στη μορφή και τις δυσκολίες της γλώσσας, ασχολήθηκα με το μικρό αδελφάκι μας. Δεν είχε συμπληρώσει τα δύο χρόνια του.
Μέσα στο καλοκαίρι – τέλη Ιουλίου, νωρίς το απόγευμα – έμελλε, με το άνοιγμα της βαρειάς σιδερένιας πόρτας, να δεχτώ ένα μικρό κεραυνό. Αυτό ένοιωσα, ανασηκώνοντας το κεφάλι, για να ‘πω ένα γεια στις φίλες του επάνω μπαλκονιού. Δεν είδα τις φίλες. Είδα μία φιγούρα άγνωστη, ενός παιδιού ψηλού, γεροδεμένου, με κυρίαρχο στοιχείο, στο πρόσωπο, τα μάτια του. Δεν ξέρω πώς, γιατί, δέχτηκα ένα γαλάζιο βλέμμα, δυνατό να καρφώνει τη δική μου ματιά σε βαθμό καθήλωσης. Όλα έγιναν αστραπιαία…
Με τραβούσε από το χέρι, το αδελφάκι μου, που ήθελε να το ανεβάσω στη μικρή σκάλα της εισόδου. Εκεί, στην πλατειά πεζούλα, της άρεσε να παίζει με την μικρή κούκλα της. Κοριτσάκι ήταν.
Το είδαν οι φίλες από το μπαλκόνι και του μίλησαν. Η μητέρα του αγοριού – πολύ όμορφη γυναίκα – χαριτολογούσε για τα μάτια της μικρής. «Θα τα βγάλω, με πιρουνάκι… να τα πάρω…» Μακάβριο μου φάνηκε. Όμως, ο νεαρός από πάνω συνέχισε να μου χαρίζει το έντονο βλέμμα του. Συνέβαινε κάτι ανεξήγητο. Δύο παιδιά – στην κυριολεξία – διασταύρωναν τα «σπαθιά» τους. Αλλά, γιατί;
Πληροφορήθηκα, αργότερα, από την μία φίλη πως – μητέρα και γιός – ήρθαν για διακοπές. Θα επέστρεφαν στην Αθήνα, μετά τις δέκα πέντε Αυγούστου. Δεν θα έλεγα, πως – παρά την αναστάτωση που ένοιωσα – πήρα στα σοβαρά αυτό το γοητευτικό περιστατικό. Μέσα στο καλοκαίρι – άκουγα – οι ιστοριούλες που άνθιζαν και μάλιστα σε άγουρα νιάτα ανάμεσα, διαρκούσαν όσο μία απαλή αύρα, όσο ένα άλικο λουλούδι, μαγευτικό μα, με μικρής διάρκειας ζωή. Αφήνουν αναμνήσεις μόνο, που σβήνουν ή ξεθωριάζουν με την πρώτη φθινοπωρινή βροχή. Εδώ, τι αναμνήσεις να μείνουν! Όμως, σε μένα έμεινε κάτι παραπάνω. Μου δίδαξε πολύ περισσότερα η μικρή καλοκαιρινή ιστορία μου…
Πέρασαν λίγες ημέρες μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Ο πατέρας ήθελε να μας συνοδεύσει σε θερινό σινεμά, κοντά στη γειτονιά. Παραμένει το ωραιότερο, μέσα στον δημοτικό κήπο της πόλης.
Θα πηγαίναμε οι δύο μεγάλες αδελφές. Το μικρό, με τη μαμά, θα έμεναν στο σπίτι. Εκείνη – ακριβώς – την ώρα, κατεύθανε εκείνος με την μητέρα του. Η μία φίλη ερώτησε, που πάμε. «Στο σινεμά» απάντησα και μούδιασα ολόκληρη.
Ο νεαρός, ακολούθησε τη μητέρα του, που ανέβαινε στη σκάλα του σπιτιού, της φιλικής οικογένειας. Το σπίτι μας ήταν δικής τους ιδιοκτησίας. Η συγκατοίκηση, στο ίδιο κτήριο, μας έφερε ακόμη πιο κοντά.
Δύο φορές, έστρεψε το βλέμμα προς εμένα, ενώ, ο πατέρας, υπενθύμιζε πως η προβολή του «έργου» θα άρχιζε σε δέκα λεπτά.
Δεν θυμάμαι ποιο ήταν, γιατί δεν παρακολούθησα ούτε μία σκηνή. Θυμάμαι, πως η μικρή μου αδελφή, ήταν προσηλωμένη στην οθόνη και έμοιαζε συγκινημένη απ’ όσα έβλεπε. Εγώ, δεν είδα. Τίποτα!
Μόλις τελείωσε η προβολή και αφού διασχίσαμε το μήκος του «Κήπου», άρχισα να τρέχω σαν άλογο. Κόντευε δέκα το βράδυ. Όσο και αν ήταν μικρή, σχετικά, η απόσταση, χρειαζόμουν τα δέκα λεπτά, να φτάσω στο σημείο, που είχα την ελπίδα να τον συναντήσω. Έξω από το σπίτι μου. Πρόφτασα, ίσα – ίσα. Ένοιωσα μεγάλη χαρά, όταν άκουσα να λέει – δύο φορές – «και στεναχωρήθηκα… και στεναχωρήθηκα…» δεν χρειαζόμουν κάτι άλλο. Μπορεί, να μην το εννοούσε, όμως, κάτι φαινόταν. Ίσως, να μην είχε βαρύτητα, είχε, όμως, αυθορμητισμό, και το συνόδευε μία χειρονομία που επιβεβαίωνε πως – εκείνη τη στιγμή σε ‘κείνη τη σκηνή – πίστευε αυτό που έλεγε. Μόλις εμφανίστηκε η μητέρα, άλλαξε μεμιάς…
Όμως, εγώ είχα χαρεί. Είχα χαρεί, πολύ.
Δεν κατάφερα να εξηγήσω τι, στ’ αλήθεια, είχε δημιουργήσει αυτή την κατάσταση ανάμεσά μας. Ανάμεσα σε δύο δεκατετράχρονα παιδιά, που αγνοούσε, μέχρι τότε, το ένα την ύπαρξη του άλλου.
Απογοητεύτηκα λίγο, όταν μου είπε πως δεν πρόφτασε να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις του «λευκώματος». Τα λευκώματα της εποχής, ήταν ένας τρόπος να αποσπά κάποιος απαντήσεις, σε ερωτήματα, σχετικά με έννοιες, πρόσωπα ή και τον ίδιο τον κτήτορα. Στάθηκα άτυχη. Θέλησε να συμπληρώσει μπροστά μου, αλλά η μητέρα του τον κάλεσε να φύγουν. Πέταξε πίσω το βιβλίο για να μη φανεί και εγώ αρκέστηκα στις τρεις απαντήσεις του Γιάννη. Αυτό ήταν το όνομα του. Ήθελα να τον δω, για τελευταία φορά, όταν ερχόταν να αποχαιρετίσει την συγγενική οικογένεια.
Δεν εγνώριζα, δεν θα μπορούσα να γνωρίζω, πότε θα συνέβαινε αυτό. Βρήκα ένα τρόπο, που θα βοηθούσε να τον δω για λίγο – για ένα λεπτό. Παρακάλεσα το μικρότερο παιδί της οικογένειας – ένα αγοράκι – να φωνάξει το όνομά μου, να βγω από το σπίτι μου. Ήθελα, να τον δω, τη στιγμή που θα έφευγε, με τη μητέρα του, από το σπίτι των φίλων μου.
Ήρθαν, νωρίς το απόγευμα, την ώρα που διαρκούσε το μάθημα των γερμανικών. Σκέφτηκα, πως θα έφευγαν βράδι, μάλλον, με πλοίο. Στη μέση του μαθήματος, άρχισε το αγοράκι να φωνάζει – με όση δύναμη είχε – το όνομα μου. Ζήτησα άδεια από τη μητέρα μου, να ‘δω, τάχα, τι συνέβαινε. «Κάθισε, κάτω» μού είπε, αυστηρά! Ίσως κάτι να άκουσε, κάτι να ειπώθηκε. Δεν ήμουν ακόμη δέκα τεσσάρων χρόνων. Τι , να φοβήθηκε… Τι θα γινόταν, αν έβγαινα για δύο – τρία λεπτά έξω…
Μίσησα πιο πολύ τα Γερμανικά και θύμωσα πάρα πολύ με τον εαυτό μου. Γιατί, να ρωτήσω τη μαμά; Έπρεπε να πεταχτώ σαν το ελατήριο και να ‘πω «καλό ταξίδι» ή, το πιο βέβαιο, απλά να τον κοιτάξω, με αβέβαιο χαμόγελο αλλά σταθερή ματιά…
Τέσσερα χρόνια ακολούθησαν, χωρίς να ‘δω ξανά τον Γιάννη.
Μάθαινα από τις φίλες, ό, τι μπορούσαν να ξέρουν γι’ αυτόν. Ο πατέρας, το επόμενο καλοκαίρι – μετά την γνωριμία με τον Γιάννη – άρχισε να μας προσφέρει διακοπές σε χωριό. Ήταν το χωριό της μητέρας του. Ορεινό, όμορφο, μέσα σε κυπαρίσσια , πνιγμένο από μοσχοβολιές των βοτάνων του βουνού. Από τα ψηλότερα σημεία, αχνοφαινόταν ακόμη και μία άκρη από πελαγίσια εικόνα.
Τριάντα μία ημέρες μείναμε, εκεί… τριάντα μία ημέρες έκλαιγα! Δεν είχα καμία επικοινωνία με τις φίλες μου. Δεν εγνώριζα κάτι για το αγόρι. Ήρθε – δεν ήρθε… Τηλέφωνο υπήρχε σε ένα καφενείο. Πώς να πλησιάσω; Θα άκουγαν κιόλας, εκείνοι που χτυπούσαν ζαριές στο τάβλι ή έπαιζαν με την τράπουλα. Τελικά, δεν είχε έρθει, μου είπαν. «Ίσως, το επόμενο καλοκαίρι», είπαν οι φίλες. Εγώ συνέχισα να γράφω, σε κάθε σελίδα του βιβλίου των αρχαίων ελληνικών – όσα υπήρχαν – το Γ.Θ. Όταν με ρωτούσαν, απαντούσα. «Γυμνάσιο Θηλέων, σημαίνει…»
Τέσσερα χρόνια, σχεδόν, σχημάτιζα τα αρχικά του ονόματος ενός παιδιού που είχα ανταμώσει – από απόσταση, θα έλεγα – δύο φορές, μόνο!
Τέσσερα χρόνια παρακαλούσα και προσευχόμουν, να είναι καλά εκείνος, η μητέρα – πατέρα δεν είχε – που μεγάλωνε ένα παιδί μόνη, αφού ο άντρας είχε «φύγει» πολύ πρόωρα. Ζητούσα, βέβαια, να τον ξαναδώ.
Δεν ξέρω, πόσο αλήθεια είναι, αλλά με βεβαίωσαν, δύο τρείς φορές, πως ρώτησε για ‘μένα ο Γιάννης. Πώς είμαι, τι κάνω.
Τον τέταρτο χρόνο, ακριβώς, πληροφορήθηκα πως θα ερχόταν, με την μητέρα, πάλι, για διακοπές. Η άδεια της μητέρας, που εργαζόταν στο Υπουργείο εξωτερικών, εδόθηκε την ίδια περίοδο όπως και τότε, την πρώτη φορά. Δεν ανησυχούσα ιδιαίτερα για το τι θα συναντούσα, τι θα έβλεπα, ίσως, γιατί στην πορεία των τεσσάρων χρόνων, είχαν ωριμάσει κάποια πράγματα μέσα μου. Ένοιωθα πως εβίωσα μία ονειρική κατάσταση που – πιστεύω – διεύρυνε κάποια αντίληψη για τους ανθρώπους και τον εαυτό μου. Αυτό, το συνειδητοποίησα και εμπέδωσα γερά, χάρη και σε άλλα γεγονότα που συνέβησαν, σιγά – σιγά, σε διάφορες περιόδους της ζωής μου. Ύστερα, δεν ήμουν πια παιδί που βασίστηκε στη δύναμη μιας έκφρασης, με τα μάτια. Που περίμενε κάτι από ένα άλλο παιδί, στην ουσία, που δεν εγνώριζε παρά, μόνο, είδε. Που δεν ήξερε αν πότε θα το έβλεπε ξανά, αφού σε λίγο, ίσως, οι σπουδές να τους πήγαιναν αλλού κι’ αλλού… όμως, ήθελα να ‘δω τη «Μούσα» μου. Εκείνον που με εμψύχωσε – χωρίς να το ξέρει, χωρίς να το θέλει – στην αρχή της εφηβείας μου. Για κάποιο λόγο – δεν ξέρω, για ποιον – μου έριξε μάτια και πρόσφερε εκείνο το «και στεναχωρήθηκα… και στεναχωρήθηκα…» Ένα κοριτσάκι ασήμαντο ήμουν, που μόνο αν με γνώριζε λίγο κάποιος, μπορούσε – υπήρχε πιθανότητα – να με συμπαθήσει. Ο Γιάννης, ένα παιδί της Αθήνας, με άπειρες εντυπώσεις, με ενδιαφέροντα, ίσως, διαφορετικά και εικόνες, που εγώ δεν είχα την ευκαιρία να χαίρομαι… Ένα παιδί, που, ποιος ξέρει, πόσα κορίτσια θα συναντούσε, θα γνώριζε, θα ανακάλυπτε στις ευκαιρίες της πρωτεύουσας, βρήκε κάτι και σε ‘ μένα, χωρίς να με γνωρίσει, όμως…
Τον συνάντησα, τυχαία.
Τον συνόδευε ο μεγάλος γιος της συγγενικής οικογένειες, που υπήρξε και συμμαθητής μου, στο δημοτικό σχολείο. Ήμουν μαζί με μία γνωστή, που συνάντησα στον δρόμο. Θα πηγαίναμε, λίγο παρακάτω και μετά, θα χωρίζαμε.
Αν δεν ήταν ο συνοδός, δεν θα καταλάβαινα πως ήταν εκείνος μαζί του. Το μόνο που δεν είχε αλλάξει, ήταν το βλέμμα του. Από τη ματιά, θα τον αναγνώριζα, σίγουρα· όλα τα υπόλοιπα δεν θύμιζαν τον Γιάννη. Το παχουλό, ψηλό παιδί, είχε παραχωρήσει τη θέση του σ’ ένα πολύ ψηλό, λεπτοκαμωμένο έφηβο , με ακαταμάχητο χαμόγελο και διαπεραστικό, δυνατό βλέμμα. Δεν μπορούσε κάποιος, οποιοσδήποτε, να το αγνοήσει.
Η κοπέλα, δίπλα μου, εκστασιάστηκε. «Αυτός, σου χαμογελάει! «Τον ξέρεις;» Τι είναι αυτός ο άνθρωπος… Καλέ, άγγελος είναι!..»
Είχε δίκιο. Έτσι, έμοιαζε. Όσο πλησίαζαν προς εμάς, παρέσυρα το κορίτσι πιο δεξιά, να μην αναγκαστώ να χαιρετήσω! Δεν ένοιωθα την ανάγκη, να το κάνω. Θα μπορούσαν, ίσως, να μιλούσαν εκείνοι μα, φάνηκε καθαρά, πως ήθελα να αποφύγω κάθε επαφή.
Τον είδα, για δευτερόλεπτα, ξανά και το ανέφερε στον συγγενή του.
Θα πρέπει να εξηγήσω πού οφείλεται η αντίδραση αυτή, απέναντι σε ένα «όνειρο».
Κάποια όνειρα, φανερώνουν ολοκάθαρα τη σημασία τους. Δείχνουν, αν πρέπει να τα δέχεσαι ή να τα πιστεύεις. Αυτός που – για δεύτερη φορά – αντίκρυζα, δεν ήταν ο ίδιος με εκείνον που συνάντησα, πριν τέσσερα χρόνια, απρόσμενα, ανέλπιστα. Ήταν η εικόνα του τόσο τέλεια, τόσο αταίριαστη με τη δική μου. Δεν θα μπορούσα να τον πλησιάσω, ποτέ, φιλικά. Θα νόμιζε πως με οδήγησε κάποια υστερόβουλη σκέψη, προς εκείνον. Φαινόταν πως ήξερε, πολύ καλά, ποια επιρροή ασκούσε η γοητεία του. Ανήκε σε άλλο κόσμο από εκείνον που εγνώριζα και ήθελα. Ναι… Ήταν μια τέλεια μορφή, που ταίριαζε σε άλλο περιβάλλον, λιγότερο γήινο, περισσότερο εξιδανικευμένο. Πάντως, όχι σαν το δικό μου. Αποχαιρέτησα αυτό το «όνειρο», που κατάφερε να αναταράξει τις σκοτεινές μου αντιλήψεις για την ασημαντότητά μου.
Αυτό το «όνειρο», μου άνοιξε μικρό παράθυρο, σε αμυδρή ελπίδα. Μήπως, τελικά, δεν ήμουν αποδιοπομπαία;
Μήπως… Μήπως…
Ερχόταν και τα λόγια της μάννας στη μνήμη και φαινόταν να με επιβράβευε. «Όπου φτάνει το χέρι, κρεμάς το καλάθι σου». Σοφά λόγια μα, δεν καθορίζουν πάντα τη θέληση, τα αισθήματα, το μέλλον μας. Έτσι, σταμάτησα να τον σκέφτομαι και σαν όνειρο, πια…
Έτσι ή αλλιώς, τα όνειρα είναι ζήτημα δευτερολέπτων. Πάντα!
Γ.
Στο χωριό της γιαγιάς, τα καλοκαίρια, υπήρχε κάποτε πολλή κίνηση.
Μαζεύονταν, τους δύο καλοκαιρινούς μήνες – Ιούλιο και Αύγουστο – όλοι που, κάποια στιγμή, έπρεπε να αποχωριστούν τον τόπο τους. Πολλοί εργάζονταν, σε πόλεις διάφορες, άλλοι σπούδαζαν και κάποιοι είχαν ξενιτευτεί.
Το καλοκαίρι – όσοι μπορούσαν – το αφιέρωναν στη ζωή του χωριού, ανταμώνοντας τις πατρικές οικογένειες, φίλους και γείτονες. Τις απογευματινές ώρες, τα καφενεία – σε κυκλική διάταξη – γέμιζαν από νέους και ηλικιωμένους μα, και παιδιά.
Σε ένα απ’ αυτά γνώρισα τον Κώστα. Σπούδαζε στην Αθήνα. Φοιτούσε στην Πάντειο Σχολή, τότε. Το καφενείο, ήταν το μόνο σημείο συνάντησης χωριανών και επισκεπτών. Ειδικά, σε ‘κείνο που επέτρεπε, ο πατέρας, να καθίζουμε, υπήρχε κόσμος – όχι επικίνδυνος, κατά τον μπαμπά.
Οι «γαμπροί», όπως αποκαλούσε τους νεαρούς, κάθονταν στο υπερυψωμένο, κοντά στην εκκλησία. Ο Κώστας, ήταν φίλος του γιου τού καφετζή που ήταν και κουμπάρος μας.
Ακούγοντας πως έμενε στην Αθήνα, άρχισα τις ερωτήσεις. Έπεφταν σαν βροχή. «Γνωρίζεις κάποιον Γ.Θ; Ξέρεις, που είναι η οδός Κλεομένους, στο Κολωνάκι; Στους Αμπελοκήπους, ξέρεις την Μεγ. Σπηλαίου;» Τους δρόμους και τις περιοχές εγνώριζε, το πρόσωπο, βέβαια, όχι. Θυμάμαι, ήταν ευγενικό, ήρεμο παιδί, γύρω στα είκοσι. Δεν έμοιαζε στον Μανώλη, ούτε στον Γιάννη και ας είχαν τα μάτια του πράσινο χρώμα. Δεν καθήλωνε με το βλέμμα. Κοίταζε ίσια στα μάτια, χωρίς αδιαντροπιά, ερευνητική διάθεση και προκλητικότητα. Ό, τι ένοιωθε το κρατούσε στην ψυχή του. Το διέθετε στον εαυτό του. Μου μιλούσε σαν σε δεκαπεντάχρονη – τόσο ήμουν – μα, ταξίδευε ο νους του, μακρυά…
Δεν το ένοιωσα, δεν το κατάλαβα. Συναντηθήκαμε μερικές φορές, στο καφενείο του κουμπάρου. Παίξαμε την τόμπολά μου, παίξαμε και κολτσίνα και ερχόταν πέντε με επτά στο καφενείο του φίλου του, για να κάνουμε πέντε – έξι άτομα παρεΐτσα. Ο μπαμπάς ερχόταν τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Πρώτη φορά ένοιωσα ελεύθερη, μακρυά από τα Γερμανικά και τους αυστηρούς περιορισμούς, στην πόλη. Είχα όμως τον καημό του Γιάννη. Μπορώ να ‘πω, πως δεν ήταν τόσο τραγική, αυτή τη φορά, η κατάσταση. Δεν έκλαιγα κάθε μέρα, όπως την προηγούμενη χρονιά, επειδή ήξερα πως δεν είχε έρθει.
Ο Κώστας, συνέχισε να έρχεται στην ώρα του, κάθε απόγευμα, καθαρός – καθαρός, περιποιημένος και ευδιάθετος. Πάνω στη συζήτηση, ανέφερα πως σε λίγες μέρες θα φεύγαμε. Θυμάμαι, συνοφρυώθηκε και έσβησε το χαμόγελο από τα χείλη. «Δεν θα μείνετε όλο το καλοκαίρι;» Ρώτησε.
«Έχουμε τα Γερμανικά, πρέπει να συνεχίσουμε τα μαθήματα. Αργότερα θα δώσουμε εξετάσεις στο «Γκαίτε», Ινστιτούτο Γερμανικής γλώσσας», απάντησα εγώ.
Την επόμενη ημέρα δεν φάνηκε στο καφενείο. «Είναι αδιάθετος», με επληροφόρησε ο φίλος του.
Το πρωινό της μεθεπόμενης, κτύπησε την πόρτα του σπιτιού μας, μία θεία του. Ζήτησε τη γνώμη του πατέρα μου για την αδιαθεσία του Κώστα. «Πρέπει να τον ‘δω» απάντησε εκείνος, να τον εξετάσω. Εμφανίστηκε ξαφνικά, ο Κώστας, που περίμενε έξω από την πόρτα. Άρχισε να περιγράφει τα συμπτώματα για την καρδιά του. Έτρεχε η γλώσσα του. Πρόσεξα, πως ο λόγος του ήταν ακριβής και γλαφυρός. Ο πατέρας μου τον άκουγε προσεκτικά. Όση ώρα μιλούσαν, δεν άκουγα, αλλά κοίταξα τη θεία του. Και εκείνη, με κοίταζε. Αυτός ο νέος αντιμετώπιζε τον πατέρα μου σαν ίσος προς ίσο και αυτό μου άρεσε. Φαινόταν πιο ώριμος από ένα εικοσάχρονο. Κατάλαβα ακόμη πως η καρδιά του πονούσε για κάποια, αλλά ποια;
Το έμαθα, από τον γιο του καφετζή, λίγες ημέρες μετά την αναχώρηση από το χωριό. Παρακάλεσε, να μου ‘πει πως με αγαπά και έχει σοβαρό σκοπό. Θέλει, μόλις τελειώσει τις σπουδές, να παντρευτούμε. «Μα, είμαι δέκα πεντέμισι χρονών», ψέλλισα. Δεν ήθελα να προσβάλλω τον μεσολαβητή, που ήρθε να με συναντήσει στο σπίτι, αλλά ούτε και τον ενδιαφερόμενο. Επέμενε, ο Κώστας, στην προσπάθεια να με πείσει, για τις καλές προθέσεις, στέλνονται ένα γράμμα. Είδα, πως αγρίευαν τα πράγματα. Αναγκάστηκα να απαντήσω σ’ αυτό το γράμμα για να αποφύγω την πίεση του Κώστα. Χρησιμοποίησα την υπερβολή, το ψέμα. Έγραψα, πως ο πατέρας μου, το εδιάβασε και έμαθε τι συμβαίνει.
Ένας άντρας – σαν τον Κώστα – μπορούσε να συμπεριφερθεί, τόσο παστρικά, τίμια και θαρραλέα. Ανέλαβε όλη την ευθύνη, χαρακτηρίζοντας το αίσθημά του νεανική τρέλα. «Μην πάψετε να εμπιστεύεστε την κόρη σας, κύριε. Τα αισθήματα ήταν αγνά και οι προθέσεις πολύ συγκεκριμένες, πολύ σοβαρές. Δεν κατάλαβα, να υπήρχε ανταπόκριση…» Τον συνάντησα σε λάθος χρόνο, σε λάθος στιγμή.
Έτρεφε αισθήματα αληθινά, για μένα. Με τίμησε εκδηλώνοντάς τα και προσδιορίζοντας τη φύση της σχέσης, που ήθελε με μένα.
Συνέχισε να πηγαίνει στο χωριό, αλλά εμείς, με τις σπουδές, κόψαμε. Υπήρχε, όμως, και το γράμμα, που έβαλε σε σκέψεις τον πατέρα μου. Το βρήκα, στην αποθήκη του σπιτιού, που μέναμε τότε, ανάμεσα σε προσωπικά αντικείμενα της μητέρας μου. Δεν θα διάβαζα το γράμμα του Κώστα, αν δεν έγραφε στο φάκελο, φαρδιά – πλατιά, το όνομά του. Έκρυψαν οι γονείς το γράμμα, από ‘μένα. Το έγραψε, όταν ήταν εκείνος είκοσι δύο και εγώ δέκα επτά. Δεν έβγαινε σενάριο γάμου για ‘μένα. Ίσως, αν υπήρχε «μυστικό», αλλά ποιος τα βάζει με τη ζωή! Τον θυμάμαι πάντα με εκτίμηση, αναγνωρίζοντας πως, αληθινά, τον είχα συγκινήσει, για κάποιο λόγο. Ίσως, σε άλλο χρόνο, σε άλλη στιγμή… ίσως. Ποιος ξέρει… Ευτύχησε, πάντως, στη ζωή του.
– Επίλογος –
Αυτό που κέρδισα, στα τρυφερά μου χρόνια, ήταν ένας «δείχτης». Πλάστηκε, σιγά – σιγά, μέσα στον απόηχο των βιωμάτων, των εντυπώσεων και των διδαγμάτων, που αποκόμιζα.
Επειδή, χωρίς την ύπαρξη προσώπων, δεν συντελείται το παραμικρό, θετικό ή αρνητικό, στο πλαίσιο συγκυριών και επιδιωκομένων σκοπών… Οφείλω κάτι να αναγνωρίσω σ’ αυτά για την απόκτηση του δείχτη που δεν βρέθηκε με μαγικό τρόπο. Πλάστηκε, σφυρηλατήθηκε, με τη δική τους αποδοχή, ειλικρίνεια και συμπάθεια στο πρόσωπό μου.
Με βοήθησαν, να αναγνωρίσω στην ύπαρξή μου ό, τι θετικό έκρυβε και να διορθώσω – αν γινόταν, όσο γινόταν – ότι αρνητικό έδειχνε.
Χάρη σε ελάχιστους φίλους, κατάφερα να αποδεχτώ τον εαυτό μου, να μη τον καταδικάζω αβασάνιστα· να μην απορρίπτω, όσους δεν κινούνται στον δικό μου ζωτικό χώρο, όπως εγώ, αλλά και να μην επιβραβεύω εκείνους που με ταπεινώνουν και ευτελίζουν, για οποιοδήποτε λόγο. Ο «δείχτης» που μου πρόσφεραν – πιστεύω – με προστάτεψε, όσο γινόταν, από τους άλλους, αλλά και τους άλλους από ‘μένα. Το πιο σημαντικό είναι, πως προστάτεψε εμένα από τον ίδιο τον εαυτό μου. Σπουδαίο το δώρο…