Του Σίμου Ανδρονίδη *
Με αφορμή την συμπλήρωση εκατό (100) ετών από την ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), το 2019 (1919-2019),[1] το ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων που υπάγεται οργανικά στην Γενική Συνομοσπονδίας, διαθέτοντας όμως ελευθερία κινήσεων τέτοια που του επιτρέπει να αναλαμβάνει σειρά πρωτοβουλιών και δη ερευνητικών πρωτοβουλιών, προχώρησε στην έναρξη ενός ερευνητικού εγχειρήματος που εν προκειμένω, ως βασικό του ερευνητικό στόχο έθεσε την διερεύνηση της ιστορίας της ΓΣΕΒΕΕ κατά την διάρκεια των εκατό ετών λειτουργίας της.
Διερεύνηση που δεν περιορίσθηκε μόνο στην συνδικαλιστική-διεκδικητική δράση της Συνομοσπονδίας για την υπεράσπιση των συμφερόντων των επαγγελματοβιοτεχνών, των, με κοινωνιολογικούς όρους, παραδοσιακών μερίδων της μικροαστικής τάξης, στα αιτήματα που τίθονταν και στις αφηγήσεις, αλλά, αντιθέτως, συμπεριέλαβε επιμέρους πτυχές, όπως η συμμετοχή των γυναικών στον επαγγελματοβιοτεχνικό συνδικαλισμό, η θεσμική προώθηση των αιτημάτων τους, οι όροι συγκρότησης της μικροαστικής ταυτότητας, η μεταπολεμική και μη, κινηματογραφική αναπαράσταση των επαγγελματιών και βιοτεχνών, οι προϋποθέσεις και τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής κινητικότητας.
Γόνιμος καρπός αυτής της σφαιρικής και δι-επιστημονικής προσέγγισης, υπήρξε η έκδοση του συλλογικού τόμου ‘Πτυχές της Ιστορίας’ της ΓΣΕΒΕΕ. Ταυτότητες, αιτήματα, αναπαραστάσεις στην τέχνη και τον πολιτισμό,’ σε επιμέλεια του ιστορικού Δημήτρη Μπαχάρα.
Διαρθρωμένος σε τέσσερις ενότητες οι οποίες και ‘επικοινωνούν’ διαλεκτικά μεταξύ τους, ο τόμος προσφέρει στον αναγνώστη ένα ευρύτερο πανόραμα των επαγγελματοβιοτεχνών, επιδιώκοντας, πρωταρχικά, αφενός μεν να διαπραγματευθεί με το ερώτημα ‘ποιοι είναι οι επαγγελματοβιέχνες στην Ελλάδα και ποια είναι η ταυτότητα τους,’ και, αφετέρου δε, να θέσει τις βάσεις για μία περισσότερο εξειδικευμένη ανάλυση πτυχών που άπτονται αυτής της ταυτότητας.
Η οποία δεν υπήρξε στατική και άχρονη, αλλά, εξελίσσονταν ιστορικά, αντλώντας από μία ποικιλία αφηγήσεων (ο αυτο-προσδιορισμός των επαγγελματοβιοτεχνών), από μία σειρά κοινωνικών-συνδικαλιστικών δράσεων, από τους συμβολικούς πόρους που κινητοποιούνταν και καθιστούσαν τον επαγγελματοβιοτέχνη που έχει αλλάξει ονόματα με την πάροδο του χρόνου, χρήσιμο, από την σχέση της με τις κοινωνικές ταυτότητες των άλλων δύο βασικών κοινωνικών τάξεων.
Και το θεωρητικό-επιστημολογικό ενδιαφέρον έγκειται στο ό,τι οι αναλύσεις που εντάσσονται στον τόμο δεν σπεύδουν να υιοθετήσουν, είτε μία στείρα, για τους σκοπούς της έρευνας, προσέγγιση ταξικού τύπου, είτε μία προσέγγιση εστιασμένη σε μία χωροταξική διάσταση η οποία, απλά τοποθετεί την μικροαστική τάξη (βλέπε τις σημερινές αναφορές στην ύπαρξη της μεσαίας τάξης),[2] μεταξύ, ή αλλιώς, στον ιδιαίτερο χώρο μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης.
Αντιθέτως, αποδίδουν έμφαση σε μία δι-επιστημονική ανάλυση η οποία και αξιοποιεί μεθοδολογικά εργαλεία από διάφορα επιστημονικά πεδία (οι συγγραφείς προέρχονται από διαφορετικά πεδία),[3] με αυτού του τύπου την ανάλυση να καθίσταται η πλέον λειτουργική, διότι, πέραν του να αναδεικνύει την συνθετότητα του όλου ζητήματος, προσιδιάζει προς την κατεύθυνση της παραδοχή του ό,τι η ΓΣΕΒΕΕ και η παραδοσιακή μικροαστική τάξη, δεν καταλαμβάνουν απλά χώρο, αλλά διαθέτουν το δικό τους υπόβαθρο πάνω στο οποίο κινούνται και οργανώνονται. Αναπαράγονται και οικοδομούν το ‘βιογραφικό’ τους ανά ιστορική περίοδο. Εξελίσσονται και δραστηριοποιούνται. Συγκρούονται και συναινούν. Δημιουργούν και αξιοποιούν.
Ρίχνοντας φως σε μία σχετικά παραμελημένη, στην ελληνική βιβλιογραφία, Γενική Συνομοσπονδία, καθώς και σε συνοικιακούς μικρογαζάτορες που παλαιότερα (και τώρα, εν μέρει), βλέπαμε αλλά δεν ‘γνωρίζαμε’ ουσιαστικά, ο συλλογικός τόμος, νοηματοδοτεί την κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική παρουσία των επαγγελματοβιοτεχνών[4] εντός του ελληνικού εικοστού αιώνα, αποκαθαίροντας το από στρεβλώσεις, κοινοτοπίες,[5] στερεοτυπικές θεωρήσεις, υπενθυμίζοντας το ό,τι υπήρξαν δρώντα κοινωνικά υποκείμενα.
Και αυτό το πράττει με έναν λόγο, από την πλευρά των συγγραφέων της μελέτης αυτής, εύληπτο και κατανοητό, δίχως όμως εκπτώσεις από την επιστημονική θεώρηση. Η μελέτη[6] συμβάλλει σε μία καλύτερη κατανόηση της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης εν Ελλάδι.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Θεωρούμε πως, στα πλαίσια του ερευνητικού εγχειρήματος του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων, και της έκδοσης αυτού του επετειακού τόμου, θα μπορούσε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην περίοδο της Μεταπολίτευσης και τις εξελίξεις που έλαβαν χώρα και επηρέασαν, όχι με τον ίδιο τρόπο και ρυθμό, επαγγελματίες και βιοτέχνες.
[2] Οι συχνές αναφορές, ως επί το πλείστον πολιτικές και δημοσιογραφικές, στην εν Ελλάδι μεσαία τάξη, αναφορές για τις οποίες θα λέγαμε πως πλήθυναν εν καιρώ της πολιτικής και κοινωνικοοικονομικής κρίσης, διαπνέονται εμπρόθετα από μία αντίληψη περί τάξης που γίνεται αντιληπτή με τους επι-γενόμενους όρους του μεγέθους, ή αλλιώς, της τάξης μεγέθους, ευρισκόμενη μεταξύ ‘μεγάλης’ και ‘μικρής’ τάξης και δίχως την ύπαρξη κάποιων άλλων πιο συγκεκριμένων κριτηρίων, πέραν ίσως των εισοδηματικών. Άρα, μπορούμε να διακρίνουμε και την είσοδο από το παράθυρο ενός οικονομισμού παλαιάς κοπής. Ο όρος, που έχει ενταχθεί, ακόμη και λειτουργικά, στο πολιτικό και δημοσιογραφικό λεξιλόγιο της εποχής μας, δεν παύει να είναι μεθοδολογικά ασαφής και συγκεχυμένος, ακριβώς διότι απλουστεύει δραστικά τα σύνθετα χαρακτηριστικά που συνθέτουν και την σημερινή μικροαστική τάξη. Ως προς αυτό, θα λέγαμε πως η κατατοπιστική μελέτη του καθηγητή Παναγή Παναγιωτόπουλου η οποία φέρει τον τίτλο ‘Περιπέτειες της Μεσαίας Τάξης. Κοινωνιολογικές καταγραφές στην Ελλάδα της ύστερης Μεταπολίτευσης,’ λειτουργεί και ως ένα μελέτη που προσπαθεί να ξεκαθαρίσει κατά τι πράγματα γύρω από την σύγχυση και την ασάφεια που επικρατεί για την μεσαία τάξη και τα χαρακτηριστικά της, η οποία και υιοθετεί ένα πολυ-πρισματικό πλαίσιο κατόπτευσης της, αναδεικνύοντας τις δυναμικές που ενυπάρχουν εντός της, τις λογικές εξατομίκευσης που παράγονται με άξονα και την ίδια, την πολυκύμαντη σχέση της με το κράτος, την κουλτούρα και τις αξίες που τη διέπουν, τις αντιφάσεις της, θέτοντας στο επίκεντρο και την παρουσία της εν καιρώ πανδημικής κρίσης, όταν και η πολιτική της καραντίνας που ακολουθήθηκε, προσέδωσε σάρκα και οστά σε έναν εκ των μεγαλύτερων φόβων για έναν μικροαστό, επαγγελματία: Το λουκέτο. Βλέπε σχετικά, Παναγιωτόπουλος Παναγής, ‘Περιπέτειες της Μεσαίας Τάξης. Κοινωνιολογικές καταγραφές στην Ελλάδα της ύστερης Μεταπολίτευσης,’ Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2021.
[3] Το ζήτημα που ανασύρει στην επιφάνεια ο τόμος, είναι το ό,τι η δι-επιστημονική προσέγγιση είναι αυτή που μπορεί να αναδείξει κρυμμένες όψεις της αναπαραγωγής και της λειτουργίας μίας τάξης.
[4] Δείγμα ψύχραιμης και τεκμηριωμένης επιστημονικής μελέτης, η οποία και αναπλάθει την ιστορία των μικροεπαγγελματιών στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, είναι η μελέτη του Νίκου Ποταμιάνου ‘Οι Νοικοκυραίοι. Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα, 1880-1925,’ Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης, 2016. Ο όρος ‘νοικοκυραίος,’ αναπαρήχθη και εν καιρώ Μεταπολίτευσης, όπως και ο όρος ‘μικρομεσαίος’ (βλέπε τον τίτλο της γνωστής τηλεοπτικής σειράς), στο εγκάρσιο σημείο όπου αυτός ενείχε και αξιακά-πολιτισμικά συμφραζόμενα, περιγράφοντας έναν τρόπο ζωής εκμοντερνισμένο αλλά και με τον τρόπο του, παραδοσιακό.
[5] Ακόμη και σήμερα, ο όρος και πολλώ δε μάλλον, η χρήση του όρου ‘μικροαστός,’ εγγράφει και αρνητικές συνδηλώσεις, με το περιπαικτικό προσωνύμιο ‘κυρ Παντελής’ να αποτελεί την ‘ενσάρκωση’ του πλήρως ‘εξατομικευμένου μικροαστού,’ του επιρρεπούς (απλοϊκά), σε διάφορες εκδοχές του ακροδεξιού φαινομένου, για τον οποίο, σημασία δεν έχουν παρά μόνο τα όρια του κόσμου του.
[6] Η τρίτη ενότητα που καταπιάνεται με τις αναπαραστάσεις των επαγγελματοβιοτεχνών σε κινηματογράφο, λογοτεχνία και εικαστικές τέχνες διακρίνεται από μία οιονεί πρωτοτυπία, αναδεικνύοντας τους τρόπους με τους οποίους έγινε αντιληπτό το πρόσωπο, η τέχνη του και η ταυτότητα του. Η κινηματογραφική (και όχι μόνο) πρόσληψη με όρους ‘καρικατούρας’ δεν εξέλιπε. Αν και ο Κώστας Χατζηχρήστος, στο ρόλο του ‘Ζήκου,’ ενέπιπτε στην κατηγορία του υπάλληλου και όχι του ιδιοκτήτη μικροαστού.