Η γιαγιά, η Σμυρνιά έλεγε:
Τέτοια χαριτωμένη πόλη, δεν θα ξαναδώ!
– Γιατί γιαγιά; Δεν θες να ξαναπάς στην Σμύρνη;
Και αυτή άνοιγε με τρόμο τα πελώρια γκριζοπράσινα μάτια της και έλεγε:
– Σε μια άλλη ζωή, σε μια άλλη ζωή!
Σε μια άλλη ζωή πήγαμε εμείς, οι εγγονές της, αίμα απ’ το αίμα της!
Να βρούμε τη Σμύρνη της. Την προκυμαία της. Είχε πλοία στη θάλασσα της. Με την φαντασία μας είδαμε τον κόσμο να τρέχει. Τους Τούρκους με τ’ άλογα να τους κυνηγούν. Τα πλοία των «συμμάχων» μας, να παίζουν ευρωπαϊκή μουσική στη διαπασών για να μην ακούνε τους θρήνους και τα ουρλιαχτά των διωκόμενων, των σφαγιασμένων. Την θάλασσα, αυτή την θάλασσα, την τραγική θάλασσα, να έχει γίνει ολοκόκκινη απ’ το αίμα των Ελλήνων. Αυτών που ζούσαν στην χώρα τους μαζί με άλλους λαούς 3.000 χρόνια. Οι Τούρκοι πρωτοεγκαταστάθηκαν στα παράλια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή στα μέσα του 14ου αιώνα. Ζούσαν εκεί οι Ίωνες μεζί με Αρμένιους και Εβραίους. Οι Τούρκοι πήγαν μετά και μετά.
Είδαμε τους Έλληνες να πηδούν στην θάλασσα όχι συνωστιζόμενοι που έγραψε η Γαλλίδα Ρεπούση, αλλά σφαγιαζόμενοι. Έπεφταν στη θάλασσα να γλυτώσουν το μαχαίρι. Προσπαθούσαν να φτάσουν τα πλοία των συμμάχων να σωθούν. Άγγλων, Γάλλων, Ιταλών. Εκεί τους περίμενε άλλο μαχαίρι. Τους κόβανε τα χέρια, όπως ήταν γαντζωμένοι στα πλοία, με τα σπαθιά τους για να μην ανέβουν πάνω. Αυτά ακριβώς μου έλεγε η γιαγιά μου. αυτή είναι η ιστορική μνήμη που δεν θα παραχαρακτεί ποτέ. Και η μουσικη, στα πλοία να παίζει στη διαπασών. Και να συνθέτει μια εικόνα της Κόλασης του Δάντη με τους θρήνους και τα ουρλιαχτά συνάμα με την ευρωπαϊκή μουσική. Με τις φλόγες της Σμύρνης που καιγόταν και με την θάλασσα ολοκόκκινη απ’ το αίμα. Τα πτώματα να πλέουν, να βυθίζονται, να συνωστίζονται ναι, τα πτώματα όμως, στην θάλασσα. Τους ακρωτηριασμένους, νέους κυρίως, γιατί μόνο οι νέοι μπορούσαν να φτάσουν στα πλοία, να κλαίνε και να βυθίζονται, χωρίς χέρια, ακρωτηριασμένοι απ’ τους συμμάχους.
Αυτή ήταν η Κόλαση του Δάντη, αυτή, μας περιέγραφε η γιαγιά, αυτή ζούσε συνέχεια με φρίκη όταν την βασάνισε το Αλτσχάιμερ και επαναλάμβανε αυτές τις στιγμές. Αυτό, δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Και η σφαγή δεν λέγεται ποτέ έτσι απλά και ανώδυνα «ανταλλαγή πληθυσμών».
Μας έλεγε για την χαρούμενη Σμύρνη, για τα ωραία μαγαζιά, για τα αρχοντόσπιτα, για τα κελάρια τα γεμάτα τρόφιμα, για τα χρυσοχοεία τα πανάκριβα που ήταν στην Σμύρνη. Είχαν και αυτοί χρυσοχοείο. Ο μπαμπάς της. Θάψανε τα χρυσά σ’ ένα κιούπι στον κήπο τους και σε διπλό τοίχο που χτίσανε στο πλυσταριό. Μας έλεγε πως οι Τούρκοι ήταν μέχρι τότε καλοί άνθρωποι, ήταν φτωχοί, είχαν μικρομάγαζα στα σοκάκια, ήταν βαστάζοι, έμπαιναν παραδουλεύτρες στα σπίτια τους. Ζούσαν αρμονικά. Είχαν τα ίδια φαγητά, αλλά διαφορετικά μαγειρεμένα. Τους ντολμάδες, οι Τούρκοι, τους κάνανε λεπτούς – λεπτούς σαν το δάχτυλο τους, η γιαγιά έλεγε για οικονομία. Εμείς τους κάναμε –έλεγε πάντα– γεμάτους, έτρωγες έναν και χόρταινες. Γι’ αυτό αν κάποιος ήταν χοντρός ή φόραγε πολλά ρούχα και ήταν φουσκωτός τον λέγανε ντολμά. Και τα δύο είδη ντολμάδων ήταν πολύ νόστιμα. Το ίδιο συνέβαινε με τον μπακλαβά. Εμείς πλούσια γέμιση, καρύδια, αμύγδαλα, μέλι, σισάμι. Οι Τούρκοι έβαζαν φυστίκι πράσινο. Ο δικός μας μπακλαβάς γεμάτος, οι δικός τους πολύ λεπτούς. Και οι δύο μπακλαβάδες πολύ νόστιμοι. Έτσι μου ‘λεγε.
Καθόμουν στα πόδια της και της ζητούσα να μου λέει ιστορίες. Είχα γίνει μεγάλη, 20 χρονώ και καθόμουν στα πόδια της. Είχε γεράσει πια και κουραζόταν μετά από λίγη ώρα.
– Ωωχ, Αννούλα, με κούρασες, σήκω.
Και γω θύμωνα. Αναρωτιόμουν, δεν με αγαπάει πια η γιαγιά;
Όσο, το σκέφτομαι τώρα! Ολόκληρη γυναίκα ήμουν και ήθελα να κάθομαι στα πόδια της γιαγιάς και να μου λέει ιστορίες για τη Σμύρνη.
Έτσι, ήταν οι Τούρκοι, πριν τους ξεσηκώσουν. Μια χαρά είμασταν όλοι μαζί. Αλλά παιδί μου – συνεχίζε – μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό: «Όταν βρακώσεις τον ξεβράκωτο, ευχαριστώ δεν θα σου πει. Σε λίγο θα σου ζητήσει το βρακί του χρυσό. Αυτό πάθαμ εμείς με τους Τούρκους. Ήρθαν απ’ τα βάθη της Ασίας, τους «βρακώσαμε» και μετά μας τα πήραν όλα!»
Τώρα, μετά από τόσα χρόνια σκέφτομαι πως δυστυχώς έτσι γίνεται. Και νοσταλγώ τις βραδυές με τους ρεφενέδες τους, όπως έλεγε, τις ανοιχτές πόρτες διάπλατες όταν έτρωγαν. Για να έμπαιναν ελεύθερα οι φίλοι τους. Και γω, είχα συνήθεια χωρίς να την αιτιολογώ και άφηνα την εξώπορτα της εισόδου μου ανοιχτή. Μια φίλη μου, μου έλεγε: «Άννα, δεν φοβάσαι;»
– «Οοχι, τι να φοβηθώ;»
Δεν ξέρω γιατί την άφηνα ανοιχτή. Ήταν μια ασυναίσθητη κίνηση. Όταν, μου το εντόπισαν, σκέφτηκα πως πρέπει να την κλείνω και τώρα και αρκετά χρόνια την κλείνω. Είδατε, το ΠΡΕΠΕΙ; Δυστυχώς, μας κυριάρχησε! Αξιωθήκαμε και είδαμε τον ουρανό της Σμύρνης που δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Είναι ο ίδιος. Την θάλασσα. Γαλάζια, όχι κόκκινη. Τον αέρα της. Αυτόν που ανέπνεαν και οι δικοί μας. Είναι ο ίδιος, πάντα με όλες τις φυλές
Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη