Η αρκετά πιο αποτελεσματική -σε σχέση με το παρελθόν- πρόληψη και αντιμετώπιση των «ραντεβού του θανάτου» από την πλευρά της Αστυνομίας «υποχρέωσε» τις οπαδικές «κεφαλές» (και δη τις νεότερες «γενιές» που ανέλαβαν τα ηνία σε συνδέσμους) στην επινόηση νέων μορφών οπαδικού «πολέμου». Οι δε «βεντέτες» που άνοιξαν ανάμεσα σε συνδέσμους από τις αρχές του 2017 οδήγησαν σε εκατέρωθεν αιφνιδιαστικές «επισκέψεις» και επιθέσεις, που πραγματοποιούνται (συνήθως) στο περιθώριο αγώνων, μικρότερων αθλημάτων και δη σε… ανύποπτες στιγμές. Εκεί όπου τα «αντανακλαστικά» και τα περιθώρια αντίδρασης των (αιφνιδιασμένων) αστυνομικών Αρχών είναι μειωμένα.
Οι οπαδικές επιθέσεις έχουν κυρίως ως βάση τους το «δίπολο» οπαδών Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού, αλλά συχνά-πυκνά επεκτείνονται και στο φάσμα των οπαδών της ΑΕΚ, αναφέρει σε σχετικό άρθρο της η εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ“.
Οι επιθέσεις για τους οργανωμένους χούλιγκανς δεν αποτελούν καταδικαστέα γεγονότα αλλά μέρος ενός πολέμου για την υπερίσχυση της ομάδας τους ο οποίος αποτυπώνεται και έξω από το γήπεδο. Εξυψώνουν το κύρος τους και αποτελούν τίτλο τιμής, προσδίδουν ένα ιδιότυπο στάτους. Όσο πιο βίαιοι είναι, τόσο πιο μεγαλύτερο σεβασμό αποκτούν μεταξύ άλλων ομάδων χούλιγκανς στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη.
Είναι ένα φαινόμενο άμεσα συνδεδεμένο με τα σπορ το οποίο για να αντιμετωπιστεί πρέπει να τεθούν προ των ευθυνών τους οι πραγματικοί υπαίτιοι, δηλαδή, οι μεγαλοϊδιοκτήτες των ΠΑΕ των οποίων αποτελούν και ιδιότυποι στρατοί τους οποίους και χρησιμοποιούν κατά το δοκούν, όποτε υπάρχει ανάγκη.
Όμως, υπάρχει πολιτική βούληση όταν οι ισχυροί παράγοντες που ελέγχουν τα ποδοσφαιρικά σωματεία έχουν ισχυρούς δεσμούς με την πολιτική εξουσία;