Η υπόθεση της μαφίας των Χανίων ανέδειξε ένα παράλληλο μέτωπο: αυτό της ενημέρωσης. Πόσο εύκολα διαδίδονται οι «μη ειδήσεις» και ποια η ευθύνη των μέσων ενημέρωσης όταν το διακύβευμα είναι η δημόσια σφαίρα;
Την ώρα που οι αποκαλύψεις για την αποκαλούμενη «μαφία της Κρήτης» συγκλονίζουν την κοινή γνώμη, μία δεύτερη –λιγότερο θορυβώδης αλλά εξίσου κρίσιμη– κρίση εκτυλίχθηκε σχεδόν σιωπηλά: η κρίση αξιοπιστίας της ενημέρωσης. Σε μια εποχή όπου τα social media έχουν υποκαταστήσει για πολλούς την παραδοσιακή δημοσιογραφία, η ευκολία με την οποία μια ανεπίσημη ενημέρωση βαφτίζεται «ανακοίνωση» και δημοσιεύεται ως τέτοια, είναι ένα ανησυχητικό σύμπτωμα. Και το ζήτημα είναι πιο σοβαρό απ’ όσο φαίνεται.
Ανακρίβεια, παρερμηνείες και η ευθύνη των ΜΜΕ
Πρόσφατα, δόθηκε στους διαπιστευμένους συντάκτες μια ανεπίσημη ενημέρωση από την Αστυνομία, σχετικά με φερόμενο διάλογο του Δημάρχου Χανίων με πρόσωπα που κατηγορούνται ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης. Η ενημέρωση αυτή δεν εστάλη επισήμως στα email των ΜΜΕ, όπως συμβαίνει με τις επίσημες ανακοινώσεις, ούτε δημοσιεύτηκε στην επίσημη ιστοσελίδα της Ελληνικής Αστυνομίας. Παρ’ όλα αυτά, πολλές ιστοσελίδες και portals τη δημοσίευσαν ως «επίσημη ανακοίνωση».
Μερικά μέσα –ανάμεσά τους και η εφημερίδα “Χανιώτικα Νέα”– επέλεξαν να μην τη δημοσιεύσουν. Κρίθηκε, σωστά ή λάθος, ότι δεν ήταν επίσημη ανακοίνωση και δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις δημοσίευσης. Η απόφαση αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση μελών της παρούσας δημοτικής αρχής, που κατηγόρησαν το μέσο ότι «απέκρυψε την αθώωση του Δημάρχου».
Ως “Αγώνας της Κρήτης”, πράξαμε διαφορετικά: δημοσιεύσαμε αρχικά την ενημέρωση, και ακολούθως –σε δεύτερο δημοσίευμά μας– ξεκαθαρίσαμε, κατόπιν έρευνας, ότι δεν επρόκειτο για επίσημη ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ., παρότι το περιεχόμενό της, επί της ουσίας, ανταποκρινόταν στην αλήθεια.
Ο δήμαρχος, οι διάλογοι και το πλαίσιο της μη εμπλοκής
Το κρίσιμο γεγονός είναι ένα: ο Δήμαρχος Χανίων, Παναγιώτης Σημανδηράκης, δεν φέρεται να έχει καμία εμπλοκή στην υπόθεση. Παρά την ύπαρξη διαλόγων που αποτυπώνουν οικειότητα από την πλευρά των κατηγορουμένων, δεν προκύπτει εμπλοκή του. Αντιθέτως, σε άλλες απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες των κατηγορουμένων, δηλώνεται με σαφήνεια πως «του έχουν ράψει κουστούμι» — έκφραση που δηλώνει απειλή, όχι συνενοχή.
Παρόλα αυτά, η επικοινωνιακή διαχείριση της διάψευσης –μέσω ανεπίσημης διαρροής που παρουσιάστηκε ως επίσημη δήλωση– δημιούργησε περισσότερη σύγχυση αντί να αποκαταστήσει την αλήθεια.
Είναι τα ΜΜΕ φορείς δημοσίων σχέσεων ή θεματοφύλακες της αλήθειας;
Το επεισόδιο επαναφέρει στο προσκήνιο ένα θεμελιώδες ερώτημα: ποιος είναι ο ρόλος των ΜΜΕ σε μια δημοκρατική κοινωνία; Τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι γραφεία Τύπου κανενός — ούτε της Αστυνομίας, ούτε της Δημοτικής Αρχής, ούτε του οποιουδήποτε πολιτικού ή θεσμικού προσώπου. Η δουλειά τους δεν είναι να μεταδίδουν μηχανικά ό,τι τους διαβιβάζεται, αλλά να ελέγχουν, να αξιολογούν και να μεταδίδουν την πληροφορία με ακρίβεια, αποστασιοποίηση και υπευθυνότητα.
Αν μια ανακοίνωση δεν είναι επίσημη, το μέσο έχει κάθε δικαίωμα –και υποχρέωση– να αποφασίσει αν θα τη δημοσιεύσει. Και δεν μπορεί να στοχοποιείται για την άσκηση αυτής της κρίσης. Αντιθέτως, η δημοκρατία ενισχύεται όταν υπάρχουν μέσα που έχουν το θάρρος να πουν «όχι», ακόμα και σε “βολικές” πληροφορίες.
Όταν η πολιτική επικοινωνία παρακάμπτει την ενημέρωση
Ας μην κοροϊδευόμαστε. Οι πολιτικοί σήμερα δεν έχουν ανάγκη τα ΜΜΕ για να επικοινωνήσουν. Μέσω των κοινωνικών δικτύων και των γραφείων τύπου τους, επικοινωνούν απευθείας με τους πολίτες, συχνά παρακάμπτοντας τον ανεξάρτητο έλεγχο της πληροφορίας. Αυτό από μόνο του δημιουργεί ένα έλλειμμα. Τα δε γραφεία Τύπου δεν είναι ανεξάρτητες πηγές πληροφόρησης. Είναι –από τη φύση τους– όργανα δημόσιων σχέσεων, σχεδιασμένα να προβάλλουν το επιθυμητό αφήγημα.
Σ’ αυτή την πραγματικότητα, ο ρόλος των δημοσιογράφων γίνεται ακόμα πιο κρίσιμος: όχι να λειτουργούν ως αντηχεία της εκάστοτε εξουσίας, αλλά να τηρούν αποστάσεις, να ερευνούν, να επιβεβαιώνουν ή να διαψεύδουν.
Μία υπενθύμιση και ένα κάλεσμα σε ψυχραιμία
Το περιστατικό αυτό είναι πολύτιμο ακριβώς επειδή αναδεικνύει το πόσο εύθραυστη είναι η ενημέρωση όταν μπλέκεται με την πολιτική διαχείριση, τις διαρροές και την ταχύτητα του διαδικτύου. Η εμπιστοσύνη στην ενημέρωση δεν είναι δεδομένη – κερδίζεται καθημερινά με επαγγελματισμό, διασταύρωση και αυτογνωσία. Και δεν είναι δουλειά μόνο των δημοσιογράφων. Πολιτικοί, θεσμοί και πολίτες οφείλουν να αντιλαμβάνονται τον ρόλο της ενημέρωσης όχι ως εργαλείο, αλλά ως θεμέλιο της δημοκρατίας.
Ας κρατήσουμε όλοι την ψυχραιμία μας. Και ας σταματήσουμε να δίνουμε μεγαλύτερη αξία στο «φαίνεσθαι» απ’ ό,τι στο «είναι». Γιατί η αλήθεια, αργά ή γρήγορα, βρίσκει τον δρόμο της. Το ερώτημα είναι αν, όταν φτάσει, θα υπάρχει ακόμη κοινό πρόθυμο να την ακούσει.



