Δυο μέρες μετά την επιστροφή της 29χρονης μητέρας από το Μενίδι που είχε εξαφανιστεί από τις 25 Απριλίου, το μυστήριο γύρω από την υπόθεση παραμένει. Η γυναίκα, που εμφανίστηκε στο σπίτι της αδερφής της και όχι στο δικό της, δήλωσε πως όλο αυτό το διάστημα έμεινε στο βουνό και τώρα νοσηλεύεται για να συνέλθει από την ταλαιπωρία. Μέχρι στιγμής δεν έχει δώσει καμία εξήγηση για τους λόγους που την ώθησαν να φύγει, να μείνει μόνη της στο βουνό, αλλά και να επιστρέψει.
Το χρονικό της υπόθεσης
Αρχές του 2014. Μία 26χρονη γυναίκα, η Γιάννα Χατζημανωλάκη, βγαίνει από το σπίτι της στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου στις Αχαρνές και κατευθύνεται στην πιάτσα των taxi του προαστιακού της Φυλής όπου εργάζεται ως οδηγός. «Πού πας κορίτσι μου με την κοιλιά στο στόμα; Ακόμη δουλεύεις; Φτάνει πια! Θα γεννήσεις μέσα στο taxi», της φωνάζει κάποια γειτόνισσα για να λάβει ως απάντηση ένα συγκρατημένο, όπως πάντα, χαμόγελό της.
Η Γιάννα, που διανύει τον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης της, δεν έχει χρόνο για πολλές κουβέντες αλλά ούτε και για εξηγήσεις. Το μεροκάματο πρέπει να βγει. Έχει ήδη δύο παιδιά να φροντίσει, τον 4χρονο Θάνο και την δίχρονη Μαρίτα ενώ ο σύζυγός της, ο 25χρονος Στέλιος Δρανδάκης που δουλεύει τα βράδια επίσης ως οδηγός taxi δεν μπορεί να «σηκώσει» μόνος του όλα τα οικογενειακά «βάρη». Οι υποχρεώσεις είναι πολλές, τα έξοδα μεγάλα κι ο ερχομός ενός τρίτου παιδιού στην οικογένεια επιβάλλει προσπάθειες, θυσίες και πολλή δουλειά. Ωστόσο, και οι δυό τους, την εποχή εκείνη πιστεύουν ότι θα τα καταφέρουν. Πως ο έρωτας που τους ένωσε πριν από σχεδόν δέκα χρόνια είναι ικανός να υπερβεί τα πάντα – τόσο τα οικονομικά εμπόδια όσο και τις μεταξύ τους εντάσεις – και να βγει νικητής…
Από τον μεγάλο έρωτα στη μεγάλη φυγή
Όταν ο Στέλιος γνωρίζει την Γιάννα είναι και οι δυό τους παιδιά. Δυό παιδιά που ορκίζονται να φτιάξουν μία μεγάλη και ευτυχισμένη οικογένεια. Ο όρκος τους, παίρνει σάρκα και οστά πριν από οκτώ χρόνια όταν η Γιάννα «βυθισμένη» σε ένα κατάλευκο νυφικό ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της εκκλησίας στο πλάι του εκλεκτού της καρδιάς της, του Στέλιου. Σχεδόν αμέσως, η Γιάννα μένει έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Δεν ξέρει ακόμη αν αυτή είναι η ζωή που θέλει να ζήσει, δεν είναι βέβαιη αν θέλει να θυσιάσει τα επαγγελματικά της όνειρα στο βωμό της οικογένειας. Η Γιάννα θέλει να δουλεύει και αντλεί χαρά μέσα από την δουλειά της ακόμη κι αν η τελευταία δεν ανταποκρίνεται στα όνειρα που είχε ως παιδί. Ωστόσο, όταν έρχεται στον κόσμο το πρώτο της παιδί, ο Θάνος, η λατρεία που αισθάνεται για το πρόσωπο του βάζει στην άκρη τα επαγγελματικά της πλάνα και την μετατρέπει σε μία στοργική και υποδειγματική μητέρα.
Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα έρχεται στον κόσμο και το δεύτερο παιδί της οικογένειας, η πεντάχρονη σήμερα Μαρίτα, για να ακολουθήσει μόλις πριν από τρία χρόνια και ο μικρότερος της οικογένειας, ο Ηλίας. Η μεγάλη οικογένεια δείχνει να είναι ευτυχισμένη, η Γιάννα όμως δεν είναι. Οι τριβές με τον σύζυγό της είναι πολλές, οι καβγάδες έντονοι, οι υποχρεώσεις σκιάζουν τον έρωτα και η ανέχεια τον σκοτώνει. Σύμφωνα με τους γείτονες δεν είναι λίγες οι φορές που ο Στέλιος επιλέγει να λύσει τις όποιες διαφορές τους με υποτιμητικά σχόλια στο πρόσωπο της συζύγου του και με «πολύ ξύλο». Το μετανιώνει πάντα, υπόσχεται ότι δεν θα το ξανακάνει ποτέ, οι πληγές ωστόσο στην ψυχή της Γιάννας είναι δύσκολο να επουλωθούν και οι επιλογές μιας άλλης ζωής ισοδύναμες με το αδιέξοδο στενό όπου βρίσκεται το σπίτι της οικογένειας.
Η νεαρή μητέρα, παρότι παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας, δεν έχει την σιγουριά ότι θα βρει καταφύγιο ανάμεσά στα μέλη της. Αισθάνεται μόνη. Είναι μόνη. Χωρίς χρήματα, χωρίς γνωριμίες, χωρίς φίλους, χωρίς διεξόδους και με την ευθύνη τριών μικρών παιδιών τα οποία υπεραγαπά.
Είναι καλοκαίρι του 2015 όταν η Γιάννα αποφασίζει να πάρει τα τρία της παιδιά και να εγκαταλείψει τον Στέλιο. Την εποχή εκείνη ανεβάζει στην προσωπική της σελίδα στο facebook την σκληρή εικόνα μιας κακοποιημένης γυναίκας και στον Στέλιο ένα τείχος το οποίο ο τελευταίος δεν αντέχει ούτε καν να κοιτάξει. Εκείνη, μαζί με τα παιδιά, βρίσκουν καταφύγιο σε κάποιο κέντρο κακοποιημένων γυναικών της Αθήνας, εκείνος, παίρνει το πρώτο πλοίο για την Ικαρία, το νησί όπου τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται η μητέρα του.
Το ταξίδι στην Ικαρία και οι προσπάθειες επανασύνδεσης
Η ψυχολογική κατάστασή του Στέλιου την εποχή εκείνη είναι κάτι παραπάνω από κακή. Δεν αντέχει τη ζωή του χωρίς την Γιάννα και μακριά από τα τρία τους παιδιά. Η μητέρα του, προσπαθεί να τον συνεφέρει, να τον πείσει πως όσο άσχημα κι αν είναι τα πράγματα υπάρχει πάντα το περιθώριο ν’ αλλάξουν προς το καλό. Πως πρέπει να το προσπαθήσει, να το παλέψει, να διορθώσει τα λάθη του και να χτίσει με την Γιάννα μία νέα ζωή. Η Γιάννα από την άλλη, μέσα στο Κέντρο, μοιάζει να δυναμώνει ή τουλάχιστον να το προσπαθεί.
Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, ο Στέλιος επιστρέφει από την Ικαρία έχοντας αποφασίσει να παλέψει για την σχέση του με όποιο τρόπο μπορεί. Επισκέπτεται ψυχολόγο, δείχνει να θέλει ν΄ αφήσει πίσω του τον κακό του εαυτό και κάνει επίπονες προσπάθειες προκειμένου να πείσει την Γιάννα πως από εδώ και στο εξής θα είναι ένας άλλος άνδρας. Της λέει ότι δεν χρειάζεται να δουλέψει. Πως θα είναι εκεί, φύλακας-άγγελος για εκείνην και για τα παιδιά τους.
Η Γιάννα τον πιστεύει. Στον δρόμο της επιστροφής επισκέπτονται μαζί ψυχολόγο και οικογενειακό σύμβουλο, κάνουν ταξίδια, «ανταλλάσσουν» όνειρα και υποσχέσεις και μοιάζουν να είναι καλύτερα από ποτέ. Εκείνος τώρα δουλεύει όσο περισσότερο μπορεί κι εκείνη με μία λίμα στο χέρι υποδέχεται στο σπίτι της πελάτισσες για μανικιούρ «λειαίνοντας» ταυτόχρονα τις γωνίες μιας δύσκολης ζωής.
Σύμφωνα με μαρτυρίες φίλων και γνωστών όλα πήγαιναν καλά στη σχέση του ζευγαριού, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για τις εικόνες που διαδραματίζονται πίσω από τις κλειστές πόρτες ενός σπιτιού: «Η μόνη βέβαιη εικόνα είναι εκείνη της Γιάννας. Η κοπέλα, τον τελευταίο ενάμιση μήνα δεν ήταν καλά», λέει παλιός της συνάδελφος από την πιάτσα των taxi του προαστιακού της Φυλής και συνεχίζει: «Πριν από σαράντα ημέρες την συνάντησα ένα βράδυ τυχαία στον προαστιακό με μία φίλη της και τρόμαξα να την γνωρίσω. Είχε αδυνατίσει υπερβολικά, είχε βάψει τα μαλλιά της μαύρα και στο πρόσωπό της φαινόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Αυτή δεν ήταν η Γιάννα που γνωρίζαμε και δουλεύαμε μαζί. Ήταν ένα ίχνος της παλιάς Γιάννας. Μια σκιά της βυθισμένη στη δυστυχία».
Τα ίδια ακριβώς λόγια βγαίνουν και από τα χείλη της πεθεράς της, η οποία από την ημέρα της εξαφάνισης της Γιάννας έμενε στο σπίτι της οικογένειας προσέχοντας τα τρία της εγγόνια: «Το τελευταίο διάστημα δεν την άκουγα καθόλου καλά. Γνώριζα από το γιο μου ότι είχε κάποιο πρόβλημα με το θυρεοειδή της και πως είχε χάσει αρκετά κιλά αλλά δεν ξέρω αν αυτή ήταν η μόνη αιτία για την κατάστασή της. Απ’ ό,τι μου έλεγε ο Στέλιος έμοιαζε παραιτημένη από τα πάντα κι όσες φορές της μιλούσα στο τηλέφωνο, η φωνή της έβγαινε με δυσκολία. Κάθε φορά που της έλεγα ότι εγώ είμαι εδώ, πως ό,τι κι αν έχει μπορεί να στηρίζεται επάνω μου, δεν έπαιρνα από την πλευρά της την παραμικρή απάντηση. Το Πάσχα που μας πέρασε, τους περίμενα στην Ικαρία κι επειδή εργάζομαι στο χώρο του τουρισμού, τους είχα πει ότι τα έξοδα της διαμονής τους θα ήταν δικό μου δώρο. Δύο εβδομάδες πριν από την άφιξή τους στο νησί – θα έφταναν την Μεγάλη Πέμπτη – η Γιάννα μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι αποφάσισε να μην έρθουν γιατί δεν έχουν λεφτά. Προσπάθησα να την μεταπείσω. Της είπα να υπολογίζει επάνω μου. Να μην σκέφτεται τα χρήματα. Πως θα ήταν μια καλή ευκαιρία για εκείνη να ξεσκάσει από την πόλη και για μένα να χαρώ τα εγγονάκια μου. Μάταια. Η απόφασή της να παραμείνει μέσα στην θλίψη της ήταν οριστική»…
Το μοιραίο πρωινό
Το ημερολόγιο γράφει «Τρίτη, 25 Απριλίου», όταν τα ίχνη της Γιάννας χάνονται μυστηριωδώς από το σπίτι της στις Αχαρνές. Σύμφωνα με τα λεγόμενα στενών οικογενειακών προσώπων του ζευγαριού, εκείνο το πρωινό η Γιάννα και ο Στέλιος ήταν μόνοι τους στο σπίτι. Τα τρία τους παιδιά, το βράδυ της Δευτέρας 24 Απριλίου, είχαν μείνει σε μία θεία λόγω του ότι η Γιάννα είχε κάνει μία εξέταση για το θυρεοειδή που της «απαγόρευε» να έρθει σε επαφή με τα παιδιά ενώ ο Στέλιος, το βράδυ εκείνο, είχε κοιμηθεί μόνος του στον καναπέ. Όπως υποστήριξε ο ίδιος σε τηλεοπτική εκπομπή: «Το πρωί εκείνο με ξύπνησε για να πάω τα παιδιά στο σχολείο. Πήγα στο σπίτι της αδελφής της πεθεράς μου, πήγα τα παιδιά στο σχολείο και μετά γύρισα πάλι στο σπίτι και ξάπλωσα. Δεν κοιμήθηκα. Την είδα να μαζεύει κάτι ρούχα από την απλώστρα. Μετά από λίγο σηκώθηκα και δεν την βρήκα μέσα στο σπίτι. Έψαξα τις αυλές. Τίποτα… Με το που κατάλαβα ότι είχε φύγει, ντύθηκα, πήρα το μηχανάκι κι έφυγα σφαίρα για να την ψάξω… Τηλεφώνησα στη μητέρα της κι όταν μου είπε ότι δεν ήταν εκεί δηλώσαμε την εξαφάνισή της στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής»…
Η επιστροφή
Χρειάστηκε να περάσουν 20 μέρες και χιλιάδες υποθέσεις για να έρθει το αίσιο τέλος στην υπόθεση εξαφάνισης της Γιάννας Χατζημανωλάκ. Η 29χρονη μητέρα επέστρεψε στην οικογένειά της το βράδυ της περασμένης Δευτέρας, δεν γύρισε όμως στο σπίτι των παιδιών της και του άντρα της αλλά επέλεξε να μείνει στην αδερφή της. Οι συγγενείς της δεν πίστευαν στα μάτια τους όταν ξαφνικά μέσα στην νύχτα, άκουσαν κάποιον να χτυπάει την πόρτα. Η νεαρή γυναίκα έπεσε στην αγκαλιά της αδελφής της συγκινημένη και φανερά καταβεβλημένη.
Η ίδια επέλεξε να πάει στο σπίτι της αδερφής της Αναστασίας, η οποία συγκινημένη μίλησε στο protothema.gr: «Ποτέ δεν έχασα την ελπίδα μου πως η αδερφή μου θα βρισκόταν ζωντανή. Μπορεί να είχα απογοητευτεί από τις έρευνες αλλά η πίστη μου στο Θεό είναι τόσο μεγάλη που φώτισε την αδερφή μου να γυρίσει κοντά μας. Την Κυριακή το βράδυ κάποιος μου χτύπησε τη πόρτα του σπιτιού μου. Όταν άνοιξα την πόρτα και είδα το πρόσωπο της αγαπημένης μου αδερφής έκλαιγα από τη χαρά μου. Είναι καταβεβλημένη και υποσιτισμένη. Αυτή τη στιγμή παρακολουθείται από γιατρούς γιατί χρειάζεται ιατρική υποστήριξη. Ο οργανισμός της είναι πολύ εξαντλημένος και πρέπει να βρει δυνάμεις για να σταθεί ξανά στα πόδια της γιατί τα παιδάκια της, την έχουν ανάγκη».
Η Αναστασία Χατζημανωλάκη αποκάλυψε πως η 29χρονη δεν έχει πάει ακόμη στο σπίτι της, ούτε έχει δει τα παιδιά της. Οι δικοί της άνθρωποι προσπαθούν να μην την πιέζουν και να της δώσουν τον χρόνο που χρειάζεται. «Ήρθε σε εμένα γιατί δεν ήθελε να πάει στο σπίτι της. Δεν τη ρώτησα για ποιο λόγο ήταν εξαφανισμένη όλες αυτές τις μέρες γιατί δεν ήθελα να την πιέσω ψυχολογικά, άλλωστε ήταν τόσο καταβεβλημένη που δεν ήταν σε θέση να μας πει πολλά. Τα παιδιά της έχουν ενημερωθεί ότι η μητέρα τους βρέθηκε και είναι καλά, έχουν χαρεί πολύ αλλά δεν την έχουν δει ακόμα. Δεν ξέρω για ποιο λόγο δεν ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι της αλλά το σημαντικό για μένα είναι ότι γύρισε κοντά μας ζωντανή και θα τη βοηθήσουμε πολύ να ξαναγίνει καλά».
Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα πληροφορίες, η Γιάννα όταν συνήλθε από το σοκ, είπε πως όλες αυτές τις μέρες βρισκόταν στο βουνό κοντά στο σπίτι της στο Μενίδι, σε σημείο που δεν είχε ερευνηθεί από την ΕΜΑΚ και τους εθελοντές. Ανέφερε πως έτρωγε ό,τι έβρισκε και φρόντιζε να πίνει νερό που έβρισκε στο βουνό για να μην αφυδατωθεί, δεν ήταν όμως σε θέση να δώσει άλλες εξηγήσεις…
protothema.gr